Σκέφτομαι.
Μου κάθισαν στο στέρνο τα Χριστούγεννα απ’ τις σκέψεις. Βαριά κι ασήκωτα. Και
πήρα το δέντρο και το ‘στειλα απ’ το παράθυρο. Κι ευχήθηκα να φυτρώσει στην
αυλή και να σκορπίσει ακίδες και στολίδια, να γίνουν ένα με το πέλμα, να
ουρλιάξω, να με ακούσουν όλοι.
Δε μιλώ σε σένα, σε μένα μιλάω- και σκορπάω συνηρημένα σε –άω , ω. Ω! μάι
γκαντ. Η σύνταξη απέτυχε κι αυτή μα έτσι θα παραμείνει.
Σας σκέφτομαι όλους διπλά τέτοιες μέρες, να ξέρετε. Σκέφτομαι τη γειτόνισσα που
παλεύει να ταίσει το τρίχρονο εγγόνι- μη με παιδεύεις σαν τον Χριστό ρε
Κωνσταντίνα, φάε! Τους τύπους στον τρίτο που έχουν θολώσει την πολυκατοικία
με καπνούς –ρε μπρο! Τα κορίτσια στους σταθμούς του μετρό με τη γραμμή άι
λάινερ που φτάνει στην επόμενη στάση- ωραία πόδια όμως κοπελιά! –της το ‘πα.
Και χαμογέλασε. Σκέφτομαι τα λεμόνια στη λαϊκή, τους τύπους πίσω από τους
πάγκους με τα λεμόνια στη λαϊκή- καλημέρα καλέ μου άνθρωπε! Είμαι καλά.
Σκέφτομαι κι εσένα με τα τοσοδούλικα μάτια σου – να το πάμε για αύριο; Θα σε δω; θέλω να σε δω.
Το μυαλό μου μοιάζει τρομακτικά με το σπίτι μου, ή το σπίτι μου με το μυαλό μου.
Υπάρχουν χιλιάδες σκορπισμένα μικροπράγματα χωρίς στάλα από κενό ανάμεσα,
μήτε σε τοίχο μήτε σε πάτωμα. Για να μην έχω χώρο να σκεφτώ, ναι. Για να μου
έρχονται οι περισπασμοί έτοιμοι, πανέτοιμοι δίχως βασάνισμα. Γιατί έτσι μου
αρέσει!
Γιατί έτσι μου αρέσουν και οι άνθρωποι. Γεμάτοι, μπόλικοι, με κάδρα στο κούτελο
και κορνίζα την καρδιά. Θέλω να ‘χουν κισσούς να χύνονται από τα αριστερό
ημισφαίριο και να ‘μαι εκεί να τους ποτίζω μέρα νύχτα. Βέβαια, τα λουλούδια μου
πεθαίνουν σε είκοσι μέρες μετρημένες, μα δείξε εμπιστοσύνη. Έχω μάθει σου λέω, να παλεύω για δαύτα. Δεν εγκατέλειψα ούτε ένα. Ούτε ένα, ανόητοι άνθρωποι.
Σανσιβέρια, αγόρασα τις προάλλες και είναι τόσο όμορφη, ω ναι. Μου υποσχέθηκε ο κύριος Κώστας πως αυτή τη φορά θα ζήσει. Υποσχέθηκα κι εγώ στον κύριο Κώστα πως αυτή τη φορά θα ζήσω κι εγώ.
Σου έλεγα λοιπόν, πως δε μιλάω σε σένα, σε μένα μιλάω. Και λέω ψέματα πολλά
για να ‘στε όλοι σας καλά. Γιατί τέτοια είμαι. Και πέταξα το δέντρο απ’ το
παράθυρο, μα από ημιώροφο δε σκορπίζει τίποτα.
Το μάζεψα λοιπόν ξανά. Και σκούπισα το πάτωμα, μα τράνταξα τις χρυσόσκονες στο τραπέζι και τις άφησα να ζήσουν εκεί. Εκεί, για να μου θυμίζουν την αστρική σκόνη απ΄ την οποία είμαι πλασμένη. Κι εσύ, ανόητε, κι εσύ.
Να μάθεις να είσαι συμπλεκτικός και όχι συμπλεγματικός. Να συνδέεσαι με «και».
Να μη λες «αλλά». Κι αν θέλεις, να μπορείς. Γιατί σου τα ‘χω μαζεμένα και μη με
ερεθίζεις. Σύνδεσμοι συμπλεκτικοί ναι, συνηρημένα σε –άω και προτάσεις
αιτιολογικές, να μιλάμε να συνεννοούμαστε, να μην κουράζομαι και πολύ, να μη
μου φέυγουν οι χρονιές απ’ τα χέρια.
Ακούω Μπιτλς «Ντοντ λετ μι ντάουν». Και πάλι ετεροκαθορίζομαι η άμυαλη. Ω!
Πρέπει κάπου να βάλουμε την αγάπη που έχουμε μέσα μας, να μη στροβιλίζεται
μάταια και εξοντώνει τα ζωτικά μας όργανα.
Κανέναν στόχο για τη νέα χρόνια σας λέω, κανέναν απολογισμό για την
προηγούμενη.
«It’s a love that lasts forever, it’s a love that had no past» ακούς; Και τότε μόνο εγώ θα μάθω να κρατώ ζωντανές τις σανσιβέριες, να μην καίω φαγητά, να μη σιγοψήνω όνειρα σε τηγάνια, να ξοφλώ (ξοφλάω;) το νοίκι και τα κοινόχρηστα μαζί, να μη φοβάμαι τόσο τη ΔΕΗ, να μη τρομάζω με το σώμα μου, να αγκαλιάζω το δικό σου, να αμπαλάρω βαλίτσες μονάχα για λίγο, να επιστρέφω σε ό, τι αγαπώ. Να μην τρέμω τους ιδρώτες πάνω από τα χείλη, να ξέρω τι θα πεις. Να μην είναι δύσκολο.
Να μην είναι δύσκολο να ζούμε μωρέ άνθρωποι.
Κανέναν στόχο. Η αγάπη να κυλάει και να ‘ρχεται, να δίνεται, και πάλι απ’ την αρχή.
Κανένας ρομαντισμός. Η αγάπη είναι ενέργεια, ντιλ γουιθ ιτ.
Χρονιά καλή, ανόητοι άνθρωποι!
Να είστε ζωντανοί,
Να υπάρχετε
Να σκορπίζετε ενέργεια τριγύρω
Να σκορπίζεστε γενικά.
Ή ειδικά.
Ολ δε λοβ
M. <3