Με το που άνοιξα τα μάτια κι ένοιωσα τον κόσμο
αισθάνθηκα να με διαπερνά όλο αυτό που αντίκριζα. Μικρός, τότε, δεν καταλάβαινα πόσο πολύτιμο ήταν.
Κι άλλωστε δεν χρειαζόταν.
Ρουφούσα αδιάλειπτα τις στιγμές… Ο ενθουσιασμός κι η χαρά, το παιχνίδι, το γέλιο, η ξεγνοιασιά, παρέα με την γνησιότητα, την αθωότητα της παιδικής ανεμελιάς κρατούσαν από το χέρι το παιδί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Είχε μπροστά του κάθε μέρα πίνακα ζωγραφικής να το συντροφεύει.
Από το αχνό γλυκοχάραμα έως το βαθύ σκοτάδι που λάμπουν τα φώτα.
Ακόμα κι εδώ στον τόπο του αυτό λίγοι το καταφέρνουν.
Αυτή είναι η γειτονιά μου. Καλή Θέα. Είναι προνόμιο η δυνατότητα να βλέπεις και τις δυο πλευρές της λίμνης.
Στη «μεσάδα» της απλώνεται η χερσόνησος πολυσχιδής. Μια πόλη λικνίζεται στα ήσυχα νερά της Νεράιδας. Καθρεφτίζεται φιλήδονα κανακεύοντας τους φιλήσυχους κατοίκους.
Κάθε φορά το μάτι δεν χορταίνει να κοιτά.
Θρέφει την ψυχή.
Έχει αυτή την δύναμη το νερό. Είναι από τα στοιχειά της φύσης που δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί του.
Να του αντισταθείς. Ξέρει να σε αποπλανά. Σε μαγεύει. Μα, αν θέλει γίνεται αδάμαστο.
Σου δείχνει δρόμους… Αλλά αν αγριέψει ξεριζώνει τα πάντα . Σπέρνει τον όλεθρο. Αυτά όμως τα παιδικά μάτια, προς το παρόν, βλέπουν και θεραπεύονται.
Εκπαιδεύονται καλλιεργώντας ικανότητες και προσόντα με αξιοσύνη.
Είναι περίεργο άραγε πως μέσα από αυτήν την διαδικασία της αμφίδρομης σχέσης του
με αυτό που γεύεται η όραση, – υστερότερα και σιγά-σιγά άρχισε να ανακαλύπτει και τις υπόλοιπες αισθήσεις, – μέσα του καταστάλαξε η αγάπη γι αυτό που βλέπει;
Το νερό, την γη, τον ουρανό. Ήταν τότε ακόμα όλα πιο γνήσια και καθαρά.
Γι αυτό και τόσο ξεκάθαρα μέσα του.
Υπήρχαν σε μια ισορροπία έχοντας αξίωση να προχωρήσουν την δική τους πορεία.
Ήρθαν τα χρόνια της νεότητας. Η άσκηση, η τέχνη να γνωρίζεις το σώμα μέσα από διαδικασίες αφουγκρασμού της ψυχής και μαζί η συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος έτσι όπως είναι ευνοεί κάποιους ελάχιστους
που όντας άπληστοι, έχουν συγκεντρώσει χρήματα, εξουσία κι άρα την δύναμη να ελέγχουν ζωές.
Πάρα πολλές. Αμέτρητες. Και φέρανε αγώνες για το δίκαιο του ανίσχυρου.
Το δικαίωμα ο καθένας να υπάρχει έτσι όπως θέλει κι αγαπά. Στον τόπο που αυτός διάλεξε με τους ανθρώπους που επιλέγει να είναι δίπλα του. Περνούν τα χρόνια.
Κι οι αλλαγές που συμβαίνουν γύρω αναμφίβολα επηρεάζουν το μέσα.
Η πόλη που αγάπησε μαζί κι λίμνη, που έπαψε να υπάρχει ως Νεράιδα, αν δεν γκρεμίζει την ιστορία, αδιαφορεί επιδεικτικά σ αυτά που ο χρόνος επέλεξε να ορίσουν την φυσιογνωμία της. Γίνεται όμως έτσι τιμωρός όταν η απρονοησία επικρατεί.
Γιατί αυτός ο τόπος, απεμπολεί οριστικά την δυνατότητα να υπάρξει μέσα από την μνήμη, σε πείσμα όλων των αυτάρεσκα αλαζόνων νεόπλουτων, με ποιότητα, μέτρο και σύνεση, στο μέγεθος και την αισθητική του τοπίου. Υποκύπτει, σ έναν άκρατο, επιδεικτικό υλισμό του θεαθήναι… Όπου συναγωνίζεται, ο ευμεγέθης στόλος των ακριβών αυτοκινήτων, τις ογκώδεις ακαλαίσθητες οικοδομές που αλλοιώνουν εντελώς τον χώρο.
Η κενότητα, η ματαιοδοξία της βιτρίνας, με τον υποβιβασμό, τον ξεπεσμό, την ισοπέδωση της αξιοπρέπειας στις συναναστροφές. Και η αδιαφορία για το νερό που όλο και θολώνει ζέχνοντας ανυπόφορα. Τα άλλα δυο που τον μεγάλωσαν να φτάσει ως εδώ, οι δυο αγάπες, γη κι ουρανός, ακολουθούν δυστυχώς, παράλληλη πορεία. Αναπολώντας πίσω στα νεανικά χρόνια βλέπει στα χέρια του την πρώτη φωτογραφική μηχανή που τον ώθησε να προχωρήσει στον μαγικό κόσμο της φωτογραφίας.
Πρώτα με αναλογικές και κατόπιν, καθώς η εξέλιξη το απαιτούσε, με ψηφιακές .
Σκέφτεται λοιπόν, τώρα, πώς η αγάπη για τα ταξίδια και την δράση, ίσως, είχαν ως αφετηρία την φωτογραφική αποτύπωση της στιγμής, από την μια, λες κι έτσι θα κατάφερνε να «κλείσει» τον χρόνο, αν υπάρχει, μέσα σε μια εικόνα κι από την άλλη, το πιο σημαντικό, ότι του δινόταν η ευκαιρία, κάθε φορά, να «βουτήξει » κυριολεκτικά στην στιγμή, ζώντας την δράση, έτσι που όλες μαζί να κάνουν μια κινηματογραφική ταινία.
Την ζωή του. Γιατί φωτογραφία, είναι, μια στιγμή στον χρόνο, εσωτερικής υφής κι αναπόδραστης αισθαντικότητας… Μια πινελιά που το χέρι ορίζει, ως ελάχιστη συμβολή κι απέραντο σεβασμό στο θαύμα του γίγνεσθαι… Βλέπει, διαβάζει, μαθαίνει, καταλαβαίνει… Τα πράγματα όλο και σπρώχνουν στο χειρότερο. Τα χημικά κοντεύουν να πνίξουν τον άνθρωπο, μολύνονται τα πάντα.
Ως κι ο ουρανός αρρώστησε με μια τρύπα στο στομάχι του και πια αδυνατεί να μας προστατεύει. Τώρα υπάρχει ανισορροπία. Όμως αυτός έμαθε να ζει με το Ωραίο. Πολύ περισσότερο όταν αντίκρισε απέναντι το θάνατο να του χαμογελά θυμίζοντας το πρόσκαιρο της ύπαρξης. Στράφηκε μέσα του.
Θυμήθηκε την τέχνη να αφουγκράζεται… Άντλησε από κει δύναμη και ξαναβρήκε την ομορφιά. Αλλά, πάλι λειψός ένοιωθε γιατί από καιρό το μέσα και το έξω είναι αξεδιάλυτα Ένα γι αυτόν. Αναπότρεπτα θέριεψε η επιθυμία να γνωρίσει ομορφιές πέρα από τον τόπο του.
Μακριά πολύ… Στην ύπαρξη. Ανυποχώρητη πορεία κι αέναη διαδρομή στη μέθεξη των αισθήσεων.
Εκεί όπου, μ ένα βήμα μόνο, υπάρχουν χρώματα, ήχοι, αρώματα, γεύσεις, αγγίγματα, ψίθυροι και ουσία… Μιας απειροελάχιστης μονάδας του σύμπαντος, που ήρθε να διατρέξει τον χώρο αφήνοντας πίσω ένα χνάρι ευγνωμοσύνης.
ν.μ.
3 λεπτά ανάγνωση