Καστοριά

Καστοριανή ποίηση: Ντολτσό

Η νύχτα κοντοστάθηκε στο βουνό και άφησε
να λοξοδρομήσει η μελαγχολία όταν,
σαν αναπτήρες σε συναυλία άρχισαν ένα-ένα
να ανάβουν τα Χριστουγεννιάτικα δένδρα της πόλης.
Ο κισσός αγκαλιασμένος με το μπαλκόνι
απλώνει τα δάχτυλά του μέχρι τις χελιδονοφωλιές.
Μέσα, καλά γαντζωμένη η προσμονή ξεχειμωνιάζει
ζωγραφίζοντας τιτιβίσματα για τον επόμενο Μάρτη.
Όχι, δεν θα γράψω για τις γυμνές λεύκες
φορτωμένες -σα μαύρα μούρα- τους κορμοράνους,
αυτό ήταν φωτογραφία της στιγμής
σ’ έναν χρονίζοντα Νοέμβρη.
Τα μακρυά χέρια του πλάτανου, τεντώθηκαν ως το
παράθυρο
και οι παλάμες του αποτυπώθηκαν στο τζάμι.
Έτσι που αντιφέγγιζαν Φθινόπωρο και πόλη στην
ακύμαντη λίμνη
έμοιαζαν ινδάλματα άλλης εποχής.
Τι να της κάνει η ψυχή τις μισθοφόρες χαρές
όταν έχεις τέτοια πηγαία οράματα…
Η πούλια έπαιζε τάβλι με δυο-τρία νεαρά αστέρια.
Κατρακύλησαν στα χέρια μου τα ζάρια
με εκκωφαντικό φως, τόσο που πολλές μέρες
στο βάθος ρίγησαν.
Αυτόπτης μάρτυς μια ιχνηλάτης σκέψη
που αφού ξεκουράστηκε στο αρχοντικό του Βέργουλα
ξεσκόνισε στο σπίτι του Χριστόπουλου απ’ τη λήθη
και προπορεύθηκε αρκετά μέσα στο μέλλον.
Χρυσοπράσινα φύλλα πεσμένα στο έδαφος σα πανοπλίες
που οι μαχητές τους έχασαν τη μάχη με το χρόνο.
Στα παγκάκια πέφτει το φως απ’ τα παράθυρα
με στωική νωχέλεια. Σα τους ψαράδες που κρατούν το
καλάμι
ρουφώντας τη νύχτα τσιγάρο το τσιγάρο.
Προσχώρησα εθελοντής στην τελευταία νύχτα του
Νοέμβρη
και προσπόρισα του Φθινοπώρου όλη τη Φύση
και την εμπειρία.
Παπαδόπουλος Χρήστος

 

 

Back to top button