Απαρηγόρητος την είδε να σβήνει στην αγκαλιά του. Το ντελικάτο κορμάκι της έλιωνε στα χέρια του, από τον πόνο έκλεισε τα μάτια και μονομιάς κατακλύστηκε με αναμνήσεις, είχαν, βλέπεις, μια ολόθερμη σχέση.
Κάρβουνο γινήκανε τα όνειρά του, έτσι στα ξαφνικά, από μια αβλεψία της στιγμής ή από ένα πάθος της ψυχής, και τώρα που όλα τελείωσαν, που άφησαν πίσω τους αποκαΐδια, στις στάχτες τους ήθελε να ριχτεί και αυτός, για να χαθεί μαζί με την αγαπημένη του. Είχαν ζήσει έναν φλογισμένο έρωτα, πώς θα μπορούσε να συνεχίσει μονάχος του;
Αισθάνθηκε τα πνευμόνια του να καίνε, δεν μπορούσε να ανασάνει, δύσκολα που είναι να χάνεις κάτι που αγαπάς…
Εεε ανόητε, δε φτάνει που καπνίζεις και παίζεις με την υγεία σου, σε πήρε και ο ύπνος και παραλίγο να μας κάψεις ζωντανούς. Άνοιξε τα μάτια σου και σβήσε αμέσως το τσιγάρο στο τασάκι, τι στο καλό, θέλεις να μας ανάψεις καμιά φωτιά;
Τρομαγμένος πετάχτηκε από τη θέση του, τα βλέφαρά του ορθάνοιχτα απέμειναν, σαν να τα κρατούσαν έτσι κάποια ξυλάκια από σπίρτα. Του κόπηκε η ανάσα αλλά μόλις ανέκτησε την ψυχραιμία του, υπακούοντας στην εντολή της, έσβησε στο τασάκι την αιτία του κακού. Στεκόταν αντίκρυ του, το βλέμμα του αντάμωσε με το δικό της.
Έβγαζε σπίθες… Κρύος ιδρώτας τον έπιασε.
Ωχ, τώρα κάηκα ο καημένος! Αναφώνησε απελπισμένος.
1 λεπτό ανάγνωση