Κατακαλόκαιρο και ο ήλιος πήρε να ανηφορίζει, ωστόσο μια δροσερή αύρα χαϊδεύει το πρόσωπο. Η κίνηση στο δρόμο ολοένα και ζωηρεύει.
Στο Παλλάδιο, το καφενείο στέκι της παλιάς Καστοριάς, αριβάρουν σιγά – σιγά οι θαμώνες. Πρώτος κατεβαίνει από πάνω ο Καραγκούνης, ψηλός, στητός, αθλητικός, με το γκριζωπό και καπνισμένο από το τσιγάρο μουστάκι του. Από τη γωνιά του δικαστηρίου σε λίγο καταφθάνει ένας κοντός, καμπουριασμένος, συμπαθέστατος γέρος, με ολόασπρα μαλλιά και βοηθό πιστό το μπαστουνάκι του. Μόλις και μετά βίας σέρνει το αδυνατισμένο του κορμί. Ήταν ο γέρο – Κωτσίδης.
Από κάτω από τα στενοσόκακα προβάλλει μια άλλη σεβάσμια μορφή. Κάποιος μαυροντυμένος, επιμελημένος, καθαρός, αρχοντικός, έχοντας και αυτός αχώριστο σύντροφό του το μπαστούνι του. Καμπουριασμένος και σοβαρός, φαίνεται να μετρά τα βήματά του και κάποιο σοβαρό πρόβλημα τον έχει απορροφήσει.
Η παρέα πλέον συγκεντρώθηκε στο ίδιο καφενείο, στην ίδια γωνιά, στο ίδιο τραπέζι. Το γκαρσόνι πηγαινοέρχεται γεμίζοντας το τραπέζι ποτήρια, φλιτζάνια, πιατάκια. Ο γέρο- Κωτσίδης, με το αγέραστο σπινθηροβόλημα του ματιού του, προτάσσει το κεφάλι του για να γίνεται αντιληπτός, μιας και δεν του έμεινε κορμί. Ο Καραγκούνης, με το σώμα όρθιο στο κάθισμα, ρουφάει ηδονικά τον καφέ του, σιωπηλός και αγέλαστος.
Ο Παντελής Τσαμίσης κατέφθασε μόλις, χαιρετά με ευγένεια τους φίλους και “συναγωνιστές” του, που μαζί τους πέρασε τη ζωή του, ζώντας καλές μα και κακές στιγμές.
Αρχίζει η συζήτηση, χλιαρά στην αρχή, θέμα συζήτησης η πολιτική, τα μικροζητήματα της μέρας και σπάνια το παρελθόν, το οποίο είναι γεμάτο από τα έργα που καταξιώνουν τη ζωή τους και προσπάθειες που στόχο είχαν το καλό της πόλης τους. Έζησαν επιτυχίες αλλά και αποτυχίες, όμως ο βίος και η πολιτεία τους τούς έχει καταξιώσει στη συνείδηση των συμπολιτών τους.
Σήμερα θα αναφερθούμε στον έναν εξ αυτών, τον Παντελή Τσαμίση, και θα ακολουθήσουν οι άλλοι σε επόμενα αφιερώματα.
Η οικογένεια Τσαμίση κατάγεται από τη Μοσχόπολη της Βορ. Ηπείρου και κατέφυγαν στην Καστοριά γύρω στα 1769, όταν κυνηγήθηκαν από ομάδες άτακτων Τουρκαλβανών, οι οποίοι κατέστρεψαν την ακμάζουσα αυτή πόλη.
Ο Παντελής Τσαμίσης γεννήθηκε το 1870(ή1869) στην Καστοριά, στο σπίτι στη συνοικία Οικονόμου, κοντά στο παλαιό Γυμνάσιο. Πατέρας του ήταν ο Κοσμάς και μητέρα του η Αγνή Καραβιδά, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια, τον Θωμά και τον Αναστάση, οι οποίοι ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους που ήταν γουναράς. Ο Παντελής όμως ξεχώριζε και είχε κλίση στα γράμματα. Τα πρώτα του γράμματα στο Δημοτικό Σχολείο τα έλαβε, όταν δέσποζε στην παιδεία η μορφή του μεγάλου πατριώτη δασκάλου Αναστάσιου Πηχεών (δίδαξε στην Κλεισούρα, στην Κοζάνη, στην Καστοριά) αλλά ιδρύοντας ο Πηχεών την Νέα Φιλική Εταιρεία,με σκοπό την εξέγερση των κατοίκων της Μακεδονίας εναντίον των Τούρκων, συνελήφθη, φυλακίστηκε στο Μοναστήρι και εξορίσθηκε στην Πτολεμαΐδα της Συρίας,απ’ όπου απέδρασε με την βοήθεια του υποπροξένου Κυριακούλη Γιαννουζάκου και επιστρέφει στη Καστοριά το 1908, με τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα και την αμνηστία που δίνεται σε Έλληνες και Βουλγάρους.
Ο Παντελής Τσαμίσης συνέχισε τις σπουδές του στη Ελληνική Σχολή Καστοριάς, που ίδρυσε ο Γεώργιος Κυρίτζης, γνωστή ως το κάτω σχολειό, καθώς βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται σήμερα η οικία Λιάνου. Ακολούθως φοίτησε στο Γυμνάσιο Μοναστηρίου, το οποίο υπήρξε πλήρες Γυμνάσιο και φοιτούσαν σ’ αυτό πάνω από χίλια ελληνόπουλα.
Το Μοναστήρι ήταν πολιτικό και διοικητικό κέντρο της τότε Μακεδονίας, που έβραζε από ζωή και κίνηση. Εκεί έδραζε, ανάμεσα στα άλλα, και το ελληνικό προξενείο. Από εδώ, λοιπόν, ξεκινούσαν και οι προπαγάνδες. Βούλγαροι, Ρουμάνοι και από πίσω τους Ρώσοι και Αυστριακοί και άλλοι πολλοί, κάτω από τη μύτη των εκφυλισμένων πια αφεντάδων, των Τούρκων, καταστρώνουν τα ύπουλα διπλωματικά σχέδια τους, υποκινούν ανταρσίες και αιματηρές συγκρούσεις με απώτερο στόχο και σκοπό την επικράτηση στο χώρο της Μακεδονίας και την παρέλκυση του ελληνικού πληθυσμού προς το μέρος του καθενός. Όλα αυτά στην πλάτη και στην καρδιά του Μακεδονικού ελληνισμού.
Νέος, σχεδόν αμούστακο παιδί, ο Παντελής Τσαμίσης συνεπαίρνεται και παρασύρεται από το κλίμα της αντίστασης που πρέπει να προβάλλει ο ελληνισμός, είναι θέμα ζωής και θανάτου για τον ελληνισμό. Ο πατριωτικός του ενθουσιασμός συγκρατείται από τον καίριο στόχο του, που είναι η μόρφωσή του με την ολοκλήρωση των σπουδών. Η καρδιά του δονείται από την επιθυμία να πάρει τα όπλα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του, όμως γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η μόρφωσή του προέχει γιατί η πατρίδα του θα τον χρειαστεί για να πολεμήσει, όχι μόνο με τα όπλα που ρίχνουν σφαίρες, αλλά κυρίως, αυτή την εποχή, απαραίτητα ήταν και τα όπλα του μυαλού και της μόρφωσης που και αυτά πετούν σφαίρες, μόνο που δεν σκοτώνουν.
Στην καρδιά του και στην ψυχή του έχει πάντα τις δύο αυτές σταθερές, αυτούς τους δύο πυλώνες που θα στηρίζει τη ζωή του. Την αγάπη του για την Πατρίδα και την αναγκαιότητα και χρησιμότητα της μόρφωσης, ώστε να αγωνιστεί για τα Εθνικά Δίκαια της Μακεδονίας και από το μετερίζι του Δασκάλου, που ήταν εξίσου σημαντικό και αποτελεσματικό.
Αυτή θα είναι η πυξίδα της ζωής του. Νηφάλιος, μετριοπαθής, συμβιβαστικός, νοικοκυρεμένος. Όχι πως δεν “ανταριαζόταν” πολλές φορές, όχι πως δεν θύμωνε, έμαθε όμως, την πιο αριστοκρατική και αριστοτεχνική τέχνη που χαρακτηρίζει τις ευγενικές ψυχές, και δεν είναι άλλη από το να νικά και να κυβερνά τον εαυτό του. Έμαθε να ζυγίζει και να πράττει, έχοντας πάντα οδηγό του το καθήκον του.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο Μοναστηρίου το 1886 διορίζεται για μια διετία δημοδιδάσκαλος στην Καστοριά.
Μόλις όμως προκηρύσσεται διαγωνισμός υποτροφιών κάποιου κληροδοτήματος, ο Παντελής Τσαμίσης τρέχει, μετέχει και κερδίζει την υποτροφία με την αξία του. Έτσι τον βρίσκουμε φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο (1892-1896).
Το 1897 (χρονιά που η πατρίδα μας θα πληρώσει ακριβά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο και θα αναγκαστεί να καταβάλει αβάσταχτο φόρο στους Τούρκους, ως αποζημίωση, γεγονός που καθυστέρησε αφάνταστα την απελευθέρωση της Μακεδονίας), αυτό λοιπόν τον τραγικό χρόνο για την εθνική μας ιστορία, δηλαδή το 1897, παίρνει το δίπλωμά του και διορίζεται καθηγητής στο Γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας, επίσης υπηρέτησε και σε άλλα Γυμνάσια της Μικράς Ασίας, στην Αμάσεια, στις Κυδωνιές, στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης.
Η πείρα που αποκόμισε και η μόρφωση δημιουργούν μια ψυχική προσωπικότητα και ολοκληρωμένος πια, με συγκροτημένη εθνική συνείδηση, το 1900 έως το 1906 τοποθετείται σχολάρχης( διευθυντής) της Μεγάλης Ελληνικής Σχολής Καστοριάς, που από το 1890 μετατράπηκε σε Ημιγυμνάσιο. Το 1907 τον βρίσκουμε διευθυντή στην Ελληνική Σχολή στο Κρούσοβο (πόλη των Σκοπίων σήμερα). Ο Μακεδονικός Αγώνας όδευε πλέον προς το τέλος του, μα εξακολουθούσε να διεξάγεται με αβυσσαλέο μίσος, κυρίως από τους Βούλγαρους, που κυριαρχούν σε εκείνα τα μέρη.
Ο αγώνας του Παντελή Τσαμίση θα διεξαχθεί ως πολυμέτωπος, αφού πρέπει να κρατήσει όρθιο τον Ελληνισμό που βάλλεται με μανία και ανεπανόρθωτα, αλλά και μέσω των γραμμάτων και της παιδείας να κρατήσει ζωντανό το φάρο του ελληνικού πνεύματος.
Ας μη ξεχνάμε ότι η Παιδεία είναι ένα δυνατό όπλο, χωρίς σφαίρες. Ο Παντελής Τσαμίσης, ώριμος πια, θα αναλάβει αυτή την υψηλή αποστολή και θα τη φέρει εις πέρας.
Η επιτυχία με την οποία στέφθηκε η διδασκαλική του πορεία την εποχή εκείνη, τον καθιστά αμέσως στόχο των Βουλγάρων. Όμως αυτός απτόητος, παίρνει δύναμη από την αγάπη των ελληνοπαίδων που με την αγέρωχη, στιβαρή, καταξιωμένη και σοβαρή παρουσία του τούς μορφώνει και τους εμψυχώνει. Είναι ο στυλοβάτης του Ελληνισμού σε αυτή τη φάση της άοκνης και ενδιαφέρουσας ζωής του και γι’αυτό γίνεται στόχος της εκδικητικής μανίας των Βουλγάρων, αλλά φυγαδεύεται νύχτα με τη βοήθεια μιας μαίας.
Το 1908 ( με το κίνημα των Νεοτούρκων) που λήγει και επίσημα ο Μακεδονικός Αγώνας θα υπηρετήσει ως Διευθυντής στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου. Από το 1909-1911 θα επιστρέψει στην Καστοριά ως σχολάρχης του Ημιγυμνασίου, 1911-1914 θα τοποθετηθεί ως Γυμνασιάρχης στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Κοζάνης και το 1915-1916 επιστρέφει πάλι στην Καστοριά και στη θέση του Διευθυντή του Ημιγυμνασίου.
Το 1915 είναι η χρονιά που το Ημιγυμνάσιο αλλάζει κτήριο και στεγάζεται πλέον σε νεόκτιστο νεοκλασικό κτήριο, δίπλα στην Παναγία Κουμπελίδικη ( είχε 6 αίθουσες διδασκαλίας και 2 γραφεία, ενώ σχεδιάσθηκε από τον κάλφα Αθαν. Παπαστυλιάδη, καταγόμενο από τη Δροσοπηγή Φλώρινας). Το 1917 το Ημιγυμνάσιο προάγεται σε Γυμνάσιο.
Επιβράβευση των εθνικών και εκπαιδευτικών ενεργειών του αποτελεί η τοποθέτησή του ως διευθυντής στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο Σιατίστης από το 1916-1920, χρονιά που γυρίζει στην Καστοριά και συνεχίζει με τη θέση του Γυμνασιάρχη έως το 1931, όπου και συνταξιοδοτείται.
Νέος ακόμα το 1931, αποσύρεται από την ενεργό υπηρεσία, γίνεται συνταξιούχος. Όμως δεν αποσύρεται από την πνευματική του εργασία. Όνειρό του η καταγραφή της Ιστορίας της αγαπημένης του γενέτειρας, της Καστοριάς. Έτσι αρχίζει να πραγματοποιεί ταξίδια, να συνεργάζεται με ειδικούς καθηγητές, να δουλεύει στο σπίτι του νυχθημερόν, μελετώντας κώδικες της Μητροπόλεως, αλλά και τουρκικά αρχεία της πόλης που φυλασσόταν στο κτήριο των παλαιών Δικαστηρίων( καταστράφηκαν από πυρκαγιές το 1940-μητροπολιτικό κονάκι και 1943-παλαιά δικαστήρια) για να δημιουργήσει το πρώτο γραπτό εμβληματικό έργο που αφορά στην “Καστοριά και τα μνημεία της” (Αθήνα 1949), έργο μοναδικό από άποψη πληροφοριών, ιστορικών και λαογραφικών. Μεγάλη προσφορά αυτού του σημαντικού ανθρώπου στην Καστοριά, αλλά και στα παιδιά της. Σ’ όλους εμάς που ασχολούμαστε με την λαμπρή ιστορία της, οι οποίοι οφείλουμε το μεγαλύτερο ευχαριστώ σε αυτόν τον άνθρωπο, που σε όλη τη ζωή θεωρούσε χρέος του να λαμπρύνει με τα έργα του τον τόπο του επιδιώκοντας να αναδείξει την μοναδικότητά του.
Βραβεύεται γι’αυτό το πόνημά του από την Ακαδημία Αθηνών.
Του ανατίθεται η επιμελητεία των βυζαντινών μνημείων του Νομού Καστοριάς. Συνεπής στους στόχους του αναλαμβάνει το βάρος συντήρησης των μνημείων αυτών, σε εποχή που το κράτος δεν έδειχνε κανένα έμπρακτο ενδιαφέρον. Ο Παντελής Τσαμίσης εργάζεται πυρετωδώς, με αξιοζήλευτη θέρμη, ιδιαίτερα το διάστημα1947-1950, όταν μέσα στα πλαίσια προγράμματος συντηρούνται και αποκαθίστανται 18 βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, όπως η Κουμπελίδικη, Ταξιάρχες Μητροπόλεως, Αγ. Ανάργυροι, Αγ. Στέφανος, Αγ. Νικόλαος Κασνίτζη, Αγ. Τρεις, Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος κ. α. με την επίβλεψη του αρχαιολόγου Στυλιανού Πελεκανίδη, ο οποίος τότε εξέδωσε ένα λεύκωμα μεγάλων διαστάσεων με τις τοιχογραφίες των εκκλησιών της Καστοριάς.
Στα πλαίσια της ιδιότητάς του ως επιμελητής των βυζαντινών μνημείων και γνωρίζοντας την ιστορική αξία που είχε το διατείχισμα τού ισθμού, στάθηκε σθεναρά αντίθετος με την κατεδάφισή του και τη διάνοιξη, μπροστά από το σημερινό Δημαρχείο, της οδού Ιουστινιανού. Τελικά το 1949 δόθηκε η έγκριση της κατεδάφισης από την αρχαιολογική υπηρεσία.
Από το 1950 ο Παντελής Τσαμίσης, με απόφαση τού τότε νομάρχη Γ. Αρκέντη, ορίσθηκε μέλος της τουριστικής επιτροπής, μαζί με τους Ιωαν. Μπακάλη, Περ. Ηλιάδη, Φιλ. Ταλίδη, Ευγ. Οικονομίδου και Ασπ. Καραμπίνα, με σκοπό να χαρακτηρισθεί η πόλη ως τουριστική και έτσι να αποκτήσει τουριστικό ξενοδοχείο. Πράγματι το 1953 κτίσθηκε το ξενοδοχείο Ξενία, με την ονομασία Hotel du Lac και αρχιτέκτονα τον σπουδαίο Χαρ. Σφαέλο.
Για όλους τους κόπους του, ιδιαιτέρως για τους εθνικούς, το 1921 η Πολιτεία τον τιμά με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών του Τάγματος του Σωτήρος.
Υπήρξε οργανωτικός πυρήνας της Δημοτικής Βιβλιοθήκης από το 1925 και μετά, δώρισε επίσης ολόκληρη την βιβλιοθήκη του στο Γυμνάσιο Καστοριάς. Επίσης, πρωτοστάτησε στην ίδρυση και διετέλεσε για πολλά χρόνια Πρόεδρος του Προοδευτικού Συλλόγου Καστοριάς (του πρώτου, γιατί ο προοδευτικός σύλλογος που διαπρέπει σήμερα ιδρύθηκε το 1959, χρονιά που ήδη ο Παντελής Τσαμίσης είχε αποδημήσει εις Κύριον).
Απέκτησε μια υπέροχη οικογένεια με την Πλεξαύρα Μπατρίνου και έξι παιδιά:τον Λεωνίδα (γιατρός), τον Αλέξανδρο, την Καλλιόπη, την Ουρανία, τον Χριστόδουλο( γιατρός) και τον Κοσμά( δικηγόρος).
Δάφνινο στεφάνι στην κεφαλή του καθηγητή Παντελή Τσαμίση αποτελούν τα γραφόμενα από μαθητές του και όσους τον είχαν γνωρίσει από κοντά. Αυτά αποτελούν τον μεγαλύτερο έπαινο, γιατί όπως λέει και ο εθνικός ποιητής Δ. Σολωμός, “ο άνθρωπος φεύγει τα έργα μένουν”.
Προς επίρρωση όσων γράφτηκαν παραπάνω, θα μεταφέρω αποσπάσματα από “αναμνήσεις” μαθητών του, που γράφθηκαν με αφορμή τον θάνατό του τον Δεκέμβριο του 1958 και πραγματικά προκαλούν μεγάλη συγκίνηση. Εξάλλου, η αποζημίωση που λαμβάνει ο Δάσκαλος είναι κατεξοχήν ηθική, όταν δέχεται κυρίως τον θαυμασμό και την αγάπη μαθητών και συναδέρφων.
Ο Λάζαρος Παπαγεωργίου, προσφυγόπουλο από την Μικρά Ασία, φτάνει στην πόλη μας το φθινόπωρο του 1922, δειλά – δειλά τα βήματά του θα τον οδηγήσουν στο προαύλιο του Γυμνασίου, κρατώντας ένα σημείωμα από τον σπιτονοικοκύρη του, που απευθυνόταν στον Γυμνασιάρχη. Όπως αναφέρει, το επιβλητικό κτήριο του Γυμνασίου βρισκόταν σε ένα υψωματάκι, είχε μία περιορισμένη, αλλά ευρύχωρη αυλή και όλα τα μαθητούδια ήταν καλοντυμένα και έκοβαν νευρικές βόλτες συζητώντας.
Ο Λ.Π. στέκεται σε μιαν άκρη της αυλής, ξεδιπλώνοντας μουδιασμένα το σημείωμα που ανάμεσα στα άλλα έλεγε “…Φρόντισε σε παρακαλώ πολύ να εξυπηρετηθή κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και θα σας είμαι “εσαεί ευγνώμων”. Διασχίζοντας τις παρέες των μαθητών ο νέος μαθητής φτάνει στα πλατιά σκαλιά της εισόδου.
Μέσα στον στενόμακρο διάδρομο καθηγητάδες πήγαιναν κι έρχονταν με βλοσυρό ύφος, φορώντας το ψηλό κολάρο και τη μαύρη μεταξωτή γραβάτα. Ρωτώντας έναν από αυτούς, που στεκότανε στο διάδρομο και κάπνιζε σαν υπνωτισμένος τον καπνό του, κατευθύνθηκε στο γραφείο του Γυμνασιάρχη. Εκείνος περιεργαζόταν τα χαρτιά του καθισμένος στην καρέκλα του. Τί θέλεις; ρώτησε, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. Τότε ο Λ.Π. του έδωσε το σημείωμα που κρατούσε στο χέρι, και ο Γυμνασιάρχης τού έριξε μια εξεταστική ματιά σα να ήθελε να προσλάβει υπάλληλο. Του είπε ότι γνωρίζει την Πατρίδα του, την πρωτεύουσα της Βιθυνίας και τον ρώτησε μέχρι ποια τάξη πήγε και τι μαθήματα έκανε.
Αφού χτύπησε το κουδούνι και οι μαθητές έμπαιναν στις τάξεις τους, οι καθηγητές μπήκαν στο γραφείο και ο κος Γυμνασιάρχης τους ενημέρωσε σχετικά και ρώτησε τη γνώμη τους σε ποια τάξη θα τον κατέτασσαν. Συγκεκριμένα τους είπε: “…είναι ένα κυνηγημένο πουλί που μας ήλθε από τα βάθη της Ανατολής. Στην πατρίδα του τελείωσε την εβδόμη τάξη. Σε ποια τάξη λέτε να τον βάλουμε;”
Εν μέσω διαφωνιών για το σε ποια τάξη ταιριάζει να καταταχθεί ο νέος μαθητής και μη υπάρχοντος αποδεικτικού σπουδών, αποφασίστηκε να τον εξετάσουν και κατόπιν να τον τοποθετήσουν σε τάξη. Εξετάσθηκε στην Ορθογραφία, που δεν ήταν και το δυνατό του σημείο, στην Ιστορία, στα Μαθηματικά και στην Φυσική. Τελικά, επικράτησε η γνώμη του Γυμνασιάρχη να καταταγεί στην τρίτη τάξη. Την άλλη μέρα, ένας ξανθός συμμαθητής τον προέτρεπε να τον ακολουθήσει στο σπίτι του. Φαινόταν πλουσιόπαιδο, ο πατέρας του ήταν στην Αμερική και τού έστελνε κολλαριστά τα δολάρια. Περνώντας από έναν στενό διάδρομο και ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια που έτριζαν, ανέβηκαν στο μοναχικό δωμάτιο του παιδιού, το οποίο τού έδωσε βιβλία, τετράδια, κόλλες, μολύβια, κονδυλοφόρους και άλλα χαρτικά είδη. Έκπληκτος ο Λ.Π. ρώτησε γιατί όλα αυτά, και ο ξανθός συμμαθητής του τού απάντησε ότι ο κος Γυμνασιάρχης τους είπε όλους στην τάξη να βοηθήσουν, όπως είναι βολετό στον καθένα.
Από τότε ο Παντελής Τσαμίσης, ο καλός αυτός γυμνασιάρχης, ο υπέροχος άνθρωπος που δίδασκε, μάλλον, με τη συμπεριφορά και την ευγένειά του, δίνοντας ο ίδιος το καλό παράδειγμα, υπήρξε ο πνευματικός πατέρας για εκείνο το προσφυγόπουλο και όπου τον συναντούσε ρωτούσε, αν χρειάζεται κάτι ή αν υπάρχει κανένα παράπονο.
Ένας άλλος μαθητής του, από τον καιρό που δίδασκε στη Σιάτιστα, ο Χρίστος Καπνουκάγιας ο οποίος κατόπιν διετέλεσε τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θυμάται, όταν το 1920 ευτύχησε να τον έχει καθηγητή στο τελευταίο έτος των γυμνασιακών του σπουδών. Περιγράφει: “… ενδεδυμένος πάντοτε με την εθιμοτυπικήν του ανθρωπιστού Γυμνασιάρχου μαύρην στολήν, το σκληρό κολάρο και την περιλαιμικήν αρχαιοπρεπή γραβάταν του, το σκληρό μαύρο καπέλο του και το με αργυράν λαβήν μαύρο μπαστούνι του, από μακριά εφαίνετο ότι ήτο ο Γυμνασιάρχης του τόπου”.
Τον χαρακτηρίζει ο Χ.Κ. φαινόμενο απονομής δικαιοσύνης, κατά φυσικόν τρόπον, είτε ως διδάσκων είτε ως γυμνασιαρχών.
Γράφει: ” Κάθε μαθητής, όταν τον αντικρίζουμε ησθανόμεθα όπως και τα πουλάκια, όταν ανοίγη τα θαλπωρικά της φτερά η μάνα τους δια να τά συμπεριλάβη υπό την προστατευτικήν της συγκάλυψην. Μάνα Γυμνασιάρχης“.
Συνεχίζοντας ο παλιός μαθητής πλέκει το εγκώμιο του Π. Τσαμίση και ως δασκάλου: ολιγόλογος, πρότεινε πάντα την ορθότερη ερμηνεία από τον άριστο της τάξης και την υιοθετούσε, ήξερε να κρατά τις ισορροπίες κατά την ώρα της διδασκαλίας, αλλά και στις συνεδριάσεις του συλλόγου καθηγητών, ώστε ουδέποτε ακούστηκε κάποιο παράπονο, με αποτέλεσμα πάντα να χαίρει την εκτίμηση των συναδέλφων του. Δεν μετέδιδε παθητικά γνώσεις, αλλά παρακινούσε τους μαθητές του να αυτενεργούν. Επιβράβευε την αρετή και τη μάθηση. Για τις επιτυχίες των αριστευσάντων μαθητών του αυτός χαιρόταν περισσότερο!!!
Μάλιστα όπως αναφέρει ο Χ.Κ. με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση έστειλε τηλεγραφικώς τα αποτελέσματα για τη βαθμολογία του άριστου μαθητή τού Γυμνασίου στον τότε Γεν. Διοικητή Δυτ. Μακεδονίας Ιωάννη Ηλιάκη, ο οποίος συγκέντρωσε στο Εξή – Σου (Ξυνό -Νερό) όλα τα Γυμνάσια του Νομού του προς βράβευση των αριστούχων τελειόφοιτων. “Η χαρά του ήταν μεγαλύτερη από τη δική μου” θυμάται ο Χ.Κ. Κλείνοντας την αναφορά του για τον Παντελή Τσαμίση ο Χρίστος Καπνουκάγιας σημειώνει: “Επιστέγασμα της ανθρώπινης προσπάθειάς του είναι η ερίτιμος οικογένειά του, η αρχοντική, η οποία, μαζί με ημάς, ποτέ δε θα τον λησμονεί”.
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος θα εγκαταλείψει τα εγκόσμια τον Δεκέμβριο του 1958( 14 του μηνός) αφήνοντας, ως παρακαταθήκη, ένα ανεκτίμητης αξίας έργο, προσφορά ψυχής στον τόπο του, αλλά και στους Καστοριανούς τού τότε, του μετά, του αύριο και για πάντα.
Τον Δεκέμβριο του 1958 η παρέα του καφενείου ‘’Παλλάδιο’’ έχασε και το τελευταίο μέλος της. Ήδη αρχές Αυγούστου της ίδιας χρονιάς ( 9 του μηνός) ο καθηγητής Ιωάννης Κωτσίδης έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας μόνο του τον Παντελή, ο οποίος τον ακολούθησε λίγους μήνες μετά, ενώ ο Χρυσός Καραγκούνης εδώ και λίγα χρόνια είχε αφήσει κενή την καρέκλα του στο τραπεζάκι τού καφενείου….
Βιβή Δούκη
Υ. Γ. Θερμές ευχαριστίες στον τέως Δήμαρχο Καστοριάς και εγγονό του Παντελή Τσαμίση κο Γιάννη Τσαμίση για την ευγενική συνεργασία του και την παραχώρηση σημαντικού υλικού . Τον ευχαριστώ από καρδιάς και για την δωρεά τού βιβλίου ‘’ Η Καστοριά και τα μνημεία της’’ του αείμνηστου παππού του, Παντελή Τσαμίση, από το οποίο άντλησα ‘’θησαυρούς’’. Αντλήθηκε επίσης υλικό από το βιβλίο τού καθηγητή Πάνου Τσολάκη, καθώς και από τα αρχεία της εφημερίδος ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ.
Σεπτέμβριος 1903: Στο φωτογραφείο του Λεωνίδα Παπάζογλου στο Ντολτσό