Στερεότυπα και προκαταλήψεις εκδηλώνονται ακόμη και σήμερα σε ό,τι αφορά τη σεξουαλικότητα στον αυτισμό και την νοητική αναπηρία. Παρ΄ όλα αυτά, επιστήμονες του κλάδου επισημαίνουν ότι η σεξουαλικότητα εφήβων στο φάσμα του αυτισμού είναι σχεδόν ίδια με εκείνη των νευροτυπικών εφήβων.
Ο διευθυντής του 2ου ΚΕΔΑΣΥ Θεσσαλονίκης, διδάκτορας Ειδικής Αγωγής Νίκος Απτεσλής εξηγεί ότι «παιδιά και έφηβοι με αναπτυξιακές διαταραχές, όπως ο αυτισμός, απλώς δεν ξέρουν πώς να εκφράσουν φυσιολογικά τη σεξουαλικότητά τους και για τοΝ λόγο αυτό θα πρέπει να εκπαιδεύονται να εκφράζουν αυτή την ανάγκη με τον κατάλληλο τρόπο στο περιβάλλον τους, ακόμη και στην οικογένειά τους».
Από την πλευρά του, ο παιδοψυχίατρος Θεόδωρος Μπούρμπουλας διευκρινίζει ότι ενδέχεται να υπάρχουν στην περίπτωση αυτή ποιοτικές ιδιαιτερότητες, όπως ασεξουαλική συμπεριφορά ή αδιαφοροποίητη συμπεριφορά ως προς το φύλο, όχι ως επιλογή ή ως αίσθηση ταυτότητας του φύλου, αλλά μέσα στο πλαίσιο του αυτισμού και σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες κάθε ατόμου. Συμφωνεί δε ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης προγράμματος σεξουαλικής αγωγής και αγωγής υγείας στη γενική εκπαίδευση και στα ειδικά σχολεία.
Ακόμα περισσότερες ομοιότητες μεταξύ ατόμων με νοητική υστέρηση και γενικού πληθυσμού
Σε ό,τι αφορά τη νοητική υστέρηση, ο κ. Μπούρμπουλας αναφέρει ότι ειδικά σε ελαφριάς και μέτριας βαρύτητας περιπτώσεις, τα άτομα αυτά μοιάζουν πολύ περισσότερο με τον γενικό πληθυσμό και στη σεξουαλικότητα και ειδικά στις πιο ψυχοσυναισθηματικές αντιδράσεις και την κοινωνική προσαρμογή. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν σημαντικές γνωστικές διαφορές. Συνεπώς είναι απαραίτητη η προσαρμογή της σχετικής εκπαίδευσης σε γλωσσικό επίπεδο, η χρήση εποπτικού υλικού, η συχνή επανάληψη και η αποσαφήνιση των πληροφοριών που δίνονται, ώστε γονείς ή εκπαιδευτικοί να είναι σίγουροι ότι τα παιδιά έχουν καταλάβει γνωστικά το θέμα. Όσο για τις εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας, αυτές καλύπτουν μια ευρεία γκάμα συμπεριφορών, από το φάσμα της φιλίας, τη ρομαντική προσέγγιση και το φλερτ έως την ανάγκη για σωματική επαφή και τη γνώση της σεξουαλικής πράξης αυτής καθαυτής.
«Άτομα με νοητική υστέρηση μπορούν να κατανοήσουν τα θέματα αυτά όπως όλοι», αναφέρει χαρακτηριστικά. Υπογραμμίζει, άλλωστε, τη σημασία της εκμάθησης του ελέγχου των παρορμήσεων και της μεγαλύτερης επίβλεψης και οριοθέτησης, σε περιπτώσεις σοβαρής και βαριάς νοητικής υστέρησης, όχι για να αποφευχθούν εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας αλλά για να εκφραστούν με τον καλύτερο τρόπο.
Στερεότυπα υπάρχουν ακόμα…
Με αφορμή ημερίδα, με θέμα «Σεξουαλικότητα, Αυτισμός και νοητική αναπηρία. Προκλήσεις και Αδιέξοδα», που διοργάνωσε πρόσφατα το 1ο ΕΕΕΕΚ Πυλαίας-Χορτιάτη, με την υποστήριξη του δήμου Πυλαίας-Χορτιάτη, ο κ. Απτεσλής αναφέρει ότι «στερεότυπα υπάρχουν απέναντι σε άτομα που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού ή έχουν διαγνωστεί με νοητική αναπηρία».
«Δεν θεωρούμε», προσθέτει, «τους ανθρώπους αυτούς ικανούς να εκφράζουν συναισθήματα. Προκατάληψη εκδηλώνεται, για παράδειγμα, όταν βλέπουμε ανθρώπους με σύνδρομο Down να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται με το σύντροφό τους σε δημόσιο χώρο».
Παρουσιάζοντας ειδικότερα τα είδη των προκαταλήψεων αυτών, ο κ. Μπούρμπουλας επισημαίνει ότι η πρώτη προκατάληψη αφορά τον έλεγχο των παρορμήσεων καθώς θεωρείται ότι αυτά τα άτομα δεν θα καταφέρουν ποτέ να ελέγξουν τη σεξουαλικότητά τους και να εκπαιδευτούν κατάλληλα, ώστε να έχουν τις κοινωνικά αποδεκτές νόρμες. Κατ’ επέκταση υπάρχει η άποψη ότι δεν έχει πολύ νόημα να εκτίθενται σε τέτοια ενημέρωση, γιατί έτσι μπορεί να διεγερθούν αφενός το σεξουαλικό ενδιαφέρον, αφετέρου οι ορμές τους και δεν θα μπορούν να το διαχειριστούν.
Η δεύτερη προκατάληψη είναι ότι παιδιά και νέοι στο φάσμα του αυτισμού ή με διάγνωση νοητικής υστέρησης δεν έχουν σεξουαλικό ενδιαφέρον, παραμένουν αιώνια παιδιά, ανώριμα και ανολοκλήρωτα άτομα, συνεπώς δεν θα μπορέσουν να κατακτήσουν τη σχετική γνώση.
«Ανάμεσα στις παραπάνω προκαταλήψεις, την πρώτη, της επικινδυνότητας και τη δεύτερη, της αθωότητας, κινείται η τρίτη προκατάληψη που αφορά τις πρακτικές δυσκολίες της εν λόγω εκπαίδευσης», σημειώνει χαρακτηριστικά ο παιδοψυχίατρος, αναφέροντας ότι στην περίπτωση αυτή, οι περισσότεροι, γονείς και εκπαιδευτικοί εκτιμούν ότι θα νιώσουν αμήχανα, συνεπώς αφήνουν το ζήτημα στην άκρη.
«Δυσκολίες μπορεί να υπάρχουν, όμως σε κάθε περίπτωση οι δυσκολίες δεν είναι το κυρίαρχο ζήτημα και δεν σημαίνουν ότι δεν μπορούν τα παιδιά αυτά να βελτιωθούν, να εκπαιδευτούν, να προσαρμοστούν. Όπως μπορούν σε άλλα ζητήματα, έτσι μπορούν και σε αυτό», προσθέτει.
Απαραίτητη η σεξουαλική εκπαίδευση από την προσχολική ηλικία
Ο κ. Απτεσλής υπογραμμίζει την ανάγκη σεξουαλικής εκπαίδευσης παιδιών με διαταραχές του αυτιστικού φάσματος από την προσχολική ηλικία, στα σχολεία της γενικής και της ειδικής αγωγής. «Υπάρχουν εξειδικευμένοι άνθρωποι που μπορούν να κάνουν αυτή την εκπαίδευση και το αρμόδιο υπουργείο έχει λάβει τα τελευταία χρόνια τέτοιου είδους πρωτοβουλίες για να περάσει το θέμα από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής» αναφέρει. Διευκρινίζει, παράλληλα, ότι σήμερα δεν υπάρχει εξειδικευμένος φορέας για το θέμα αυτό μέσω της εκπαίδευσης, καθώς υπήρξαν κάποιες μόνο προσπάθειες που ξεκίνησαν την περασμένη χρονιά με εργαστήρια δεξιοτήτων στις σχολικές μονάδες.
«Έχουμε δρόμο ακόμη. Παρ’ όλα αυτά, η πρόοδος που υπάρχει είναι ότι αυτή τη στιγμή καθόμαστε και τα συζητάμε αυτά τα θέματα, γίνονται εκδηλώσεις, υπάρχουν κάποιου είδους προγράμματα στο σχολείο τα οποία είναι μάλλον αποσπασματικά. Όμως το ψάχνουμε, προσπαθούμε κάτι να κάνουμε», σχολιάζει ο κ. Μπούρμπουλας και τονίζει ότι δυσκολίες υπάρχουν γενικά στην τυπική εκπαίδευση. «Τέτοια προγράμματα δεν είναι ενταγμένα στην εκπαίδευση. Γίνονται δράσεις ενημέρωσης για τη σεξουαλική αγωγή στα τυπικά σχολεία όπου μας καλούν, ωστόσο μέχρι πέρσι τουλάχιστον, απαιτούνταν η συναίνεση των γονιών, γεγονός που σημαίνει ότι ακόμη απαιτείται η έγκριση από τους γονείς ώστε να εκτεθούν τα παιδιά σε τέτοιου είδους πληροφορίες», υπογραμμίζει.
Οδηγίες προς τους γονείς
Σε ό,τι αφορά τις οικογένειες και τους γονείς ατόμων που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, ο κ. Απτεσλής τονίζει ότι «οι γονείς θα πρέπει ν’ ακούνε τις ανάγκες των παιδιών τους και να τις διαχειρίζονται με όσο το δυνατόν καλύτερο τρόπο, καθώς εκείνοι ξέρουν καλύτερα τα παιδιά τους, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν και μαθαίνουν». Έτσι, όπως λέει, θα μπορούν εκείνοι να αντιμετωπίζουν τέτοια ζητήματα με ευαισθησία και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον των παιδιών τους. «Θα πρέπει επίσης οι γονείς να φέρονται όπως φέρονται και σε οποιαδήποτε άλλη ανάγκη του παιδιού τους και να είναι συγκεκριμένοι και σαφείς σε αυτό που θέλουν να πουν, λαμβάνοντας υπόψη τις αισθητηριακές ιδιαιτερότητες και τις νοητικές ικανότητές τους», προσθέτει.
Ο κ. Μπούρμπουλας τονίζει ότι ισχύουν τα ίδια πράγματα για τους γονείς όλων των παιδιών και συνιστά στις οικογένειές τους:
-να μιλούν ανοιχτά γι’ αυτά τα ζητήματα μέχρι κάποια ηλικία, ακολουθώντας τις ερωτήσεις των παιδιών. «Συνήθως τα παιδιά θα ρωτήσουν πρώτα. Δεν θα ρωτήσουν αν στο σπίτι υπάρχει ένα κλίμα που δεν ευνοεί τις ερωτήσεις ή αν υπάρχει η αντίληψη ότι γι’ αυτά τα πράγματα δεν μιλάμε. Εκεί πρέπει να ξεκλειδώσουν πρώτα οι ίδιοι οι γονείς» σημειώνει.
-να ακούν προσεκτικά τις ερωτήσεις του παιδιού και με βάση αυτά που γνωρίζουν για το παιδί τους, να δίνουν την απάντηση που ταιριάζει στην ηλικία του,
-να γνωρίζουν ότι δεν είναι απαραίτητο να πουν όλη την ιστορία από την πρώτη ερώτηση,
-να φροντίζουν να πουν κάτι που δεν θα αναιρέσουν σε επόμενη ηλικία. «Δεν γίνεται να μιλάμε για πελαργούς και για τον άνεμο γιατί αυτό είναι κάτι που θα αναιρεθεί. Μπορούμε να απαντήσουμε στο 10% της πληροφορίας αλλά λέγοντας κάτι που δεν θα αναιρεθεί, ώστε οι άλλες πληροφορίες να προστεθούν στην αρχική. Δεν λέμε πράγματα που δεν ισχύουν, που θα χρειαστεί να αναιρέσουμε. Μπορούμε να μιλήσουμε απλά» τονίζει.
-να έχουν στο νου ότι μπορούν να παραλείψουν πληροφορίες αλλά τα λίγα που θα πουν να είναι αληθινά,
-σε περίπτωση που δεν είναι έτοιμοι να απαντήσουν όταν έρθουν οι πρώτες ερωτήσεις, να ζητούν συμβουλή από κάποιον που εμπιστεύονται, είτε αυτός είναι ένας γονιός που έχει μιλήσει στο παιδί του, είτε ένας ειδικός (παιδίατρος, ψυχολόγος, εκπαιδευτικός κ.α.), είτε κάποιος που μπορεί να κατευθύνει έναν γονιό που δυσκολεύεται.
Σύμφωνα, άλλωστε, με τον κ. Απτεσλή, η σεξουαλική εκπαίδευση δεν περιλαμβάνει μόνο τη σεξουαλική πράξη, αλλά εμπεριέχει τον σχηματισμό αξιών, την καλλιέργεια των διαπροσωπικών σχέσεων, την ανάπτυξη της κοινωνικότητας και αυτοεκτίμησης και το σεξουαλικό προσανατολισμό με στόχο, τη λήψη σωστών αποφάσεων για τη σεξουαλική ζωή και την προστασία από σεξουαλική κακοποίηση, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες.
Π. Γιούλτση | ΑΠΕ