Καστοριά

“Το ψάρεμα” (της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου)

Καθόλου εύκολη δουλειά: να σκύβω το κεφάλι από την πρύμνη της βάρκας όσο το δυνατόν πιο χαμηλά προς το νερό και να προσέχω προς τα που κινείται το κοπάδι των ψαριών. Να σηκώνω έπειτα το αριστερό μου χέρι ψηλά, με το δεξί αγκυλωμένο σφιχτά στο κανάτι, να το κατεβάζω αργά-αργά προς ένα συγκεκριμένο σημείο στην επιφάνεια του νερού και να ψιθυρίζω: εδώ! Να αφήνει αμέσως ο άλλος τα κουπιά, να σηκώνει το καλάμι και να ρίχνει την πετονιά ακριβώς στο σημείο που είχα υποδείξει. Και να! Το ψάρι, ένα λαχταριστό πρικί, τινάζεται κι αγωνίζεται να απαλλαγεί από το συρμάτινο αγκάθι που έχει καρφωθεί στο στόμα του. Σιγά μην τα καταφέρει.
Το καλάμι κινείται προς το μέρος μου, απλώνω τώρα το αριστερό χέρι και πάλι προς την ταλαντευόμενη πετονιά: μίιια, δύυυο, και να! Την αρπάζω, κλείνω σφιχτά την παλάμη. Το ψάρι σπαρταρά ακόμη μέσα σ’ αυτήν. Ελευθερώνω στη συνέχεια το δεξί χέρι από το κανάτι και με μοναδική μαεστρία βγάζω το αγκίστρι από το στόμα του αιχμάλωτου πρικιού. Πετώ την πετονιά πιο πέρα, κρατώ για μια στιγμή ακόμη το ψάρι στη χούφτα μου και το ρίχνω μέσα στην τενεκεδένια λεκάνη, που περιμένει γεμάτη νερό στο πάτωμα της βάρκας. Ωραία! Το πρώτο για σήμερα. Και έχει μια διαύγεια το νερό… Ξεχωρίζεις τα πάντα, μέχρι τον πυθμένα. Που βέβαια δεν φτάνει σε κανένα αμέτρητο βάθος. Ένα; Ενάμιση μέτρο; Το πολύ-πολύ. Και το κοπάδι εκεί∙ κύκλους κάνει. Λες και περιμένουν τα χαζούλικα πρικιά να έλθει η σειρά τους για να γαντζωθούν στο αγκίστρι. Βέβαια, αυτά το σκουλήκι θέλουν να φάνε, γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια. Ποιο θα φτάσει πρώτο στον κινούμενο στόχο, ποιο θα καταβροχθίσει τον μεζέ. Να ‘ξεραν μόνο τι τα περιμένει…Γύρω στα δώδεκα εκατοστά τα μεγαλύτερα, αυτά είναι που ψάχνω για να δώσω το σύνθημα στον άλλο, να ρίξει την πετονιά. Τα μικρότερα δεν μας ενδιαφέρουν. Ας μεγαλώσουν λιγάκι ακόμη∙ κι αύριο μέρα είναι.
Ολόκληρη επιχείρηση έχουμε στήσει οι δυο μας. Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας τρίτος. Έξω, στην όχθη αυτός. Παρακαλεί να τον πάρουμε μαζί, μα ούτε κουβέντα. Δεν είναι από τους τύπους της γειτονιάς που συμπαθούμε και ποτέ δεν του δίνουμε σημασία. Είναι και μεγαλύτερός μας. Τα πρικιά, δικά μας μόνο. Θα τα μοιραστούμε όταν τελειώσουμε το ψάρεμα, όταν γεμίσει η λεκάνη. Η βάρκα στερεωμένη με ένα σχοινί στον πάσσαλο στα ρηχά∙ ένα απλό πηδηματάκι και να ‘μαστε μέσα. Ο καραβοκύρης τέτοια ώρα έχει τελειώσει τη δουλειά του και τράβηξε για τα ψαράδικα να πουλήσει το μπερεκέτι. Δεν τον ενοχλεί καθόλου που χρησιμοποιούμε το πλεούμενό του για να κάνουμε το κέφι μας, αρκεί να μην το λύσουμε από τον πάσσαλο και ποτέ δεν λέει όχι σε ένα μεζεδάκι από τα τηγανητά μας ψάρια. Ωραία που είναι η ζωή!
Το κεφάλι ακόμη σκυμμένο στο νερό. Μόνο που τώρα δεν βλέπω πια ούτε το κοπάδι των πρικιών ούτε τον βυθό κι ακούω τον λαμνοκόπο να λέει έντρομος: Τι έγινε; Πώς βρεθήκαμε τόσο μακριά από τον πάσσαλο; Γυρίζω το κεφάλι προς την όχθη και βλέπω τον αχώνευτο τύπο να τρέχει στην απέναντι μεριά του δρόμου και να κάνει κοροϊδευτικές χειρονομίες. Τώρα άρχισαν να φουσκώνουν τα νερά, να μας παρασέρνουν όλο και πιο ψηλά. Γιατί το συνεταιράκι μου, ναι μεν ήξερε να λάμνει για να γυρίζουμε από τη μια πλευρά στην άλλη, όχι όμως να κουμαντάρει τη βάρκα λυμένη στα βαθιά νερά.
Πλεούμενα, αρκετά τριγύρω. Όλα δεμένα και ασφαλισμένα, μόνο το δικό μας να κουνιέται και να πλέει ανάλογα με των νερών τα κέφια. Δοκιμάσαμε να τραβήξουμε μαζί κουπί, ένας το ένα, άλλος το άλλο. Ακόμη χειρότερα. Απόγνωση μας κατέλαβε και τους δύο. Να φωνάξουμε για βοήθεια; Κανένας δεν φαίνεται στον δρόμο. Το κύμα κι ο αέρας όσο παν και δυναμώνουν. Η βάρκα ακυβέρνητη, βάζει πλώρη για τα καλάμια στην απέναντι όχθη. Και τα πρικιά; Τι θα απογίνουν; Κρίμα δεν είναι να πεθάνουν σε μια λεκάνη νερό; Αυτή η ανόητη σκέψη περνάει απ’ το μυαλό μου, αφού άλλη, συνετή, μέσα στην τρομάρα και τη σύγχυση δεν λέει να βγει στην επιφάνεια. Αρπάζω τη λεκάνη και, μέσα στο ταρακούνημα και τον άγριο κυματισμό, την αδειάζω στα ταραγμένα νερά. «Τουλάχιστον να ζήσουν αυτά. Για μας, δεν βλέπω σωτηρία», λέω στον εμβρόντητο φίλο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χώνεται η βάρκα με ένα τράνταγμα μέσα στα καλάμια. Τότε με πιάνουν τα κλάματα…
Πόση ώρα μείναμε εκεί; Δεν ξέρω. Κάποια στιγμή ακούσαμε φωνές και είδαμε μπροστά μας τον καραβοκύρη με έναν άλλο, γείτονα ψαρά, να μας φωνάζουν να σταματήσουμε τις κλάψες και να περιμένουμε να βγάλουν το καράβι απ’ τα καλάμια. Δεν δοκίμασα ποτέ άλλοτε να ψαρέψω, ούτε να φάω πρικιά…

chatzifokos.blogspot.com

 

 

Back to top button