– Θέλεις να παντρευτούμε;
– Είμαι μικρή, πάω ΤετάρτηΔημοτικού!
– Τί…Δημοτικού;
– Σχολείου!
– Όλα τα παιδιά πάνε σχολείο;
– Ναι.
– Γιατί;
– Για να μάθουν γράμματα και όταν μεγαλώσουν να γίνουν δάσκαλοι… γιατροί… Εσύ δεν πας στο σχολείο;
– Οι τσιγγάνοι δεν πάνε σχολείο.
– Γιατί;
– Γιατί όλο γυρνάμε και δουλεύουμε.
– Τι δουλειά κάνετε;
– Ό, τι βρούμε.
Κάθονταν και οι δύο τους πάνω σε ένα σπασμένο κούτσουρο έξω από το χωριό και ώρες ατελείωτες συζητούσαν. Ο ήλιος έκαιγε τα πρόσωπά τους και ο παιδικός έρωτας που υπέβοσκε δειλά-δειλά, έκαιγε τις καρδιές τους.
– Πως σε λένε;
–Δέσποινα. Εσένα;
– Κάλο.
– Καλό;
– Όχι, Κάλο!
– Τί όνομα είναι αυτό; Κάλο;
– Το δικό σου; Τί όνομα; Δέσποινα!
–Δέσποινα λένε την γιαγιά μου και την Παναγιά!
– Κάλο έλεγαν τον αδελφό μου που πέθανε! Σοβάρεψε.
– Θα με παντρευτείς;
– Γιατί; Αφού είμαι ακόμα μικρή!
– Γιατί σ’αγαπάω! Και δεν είσαι μικρή, η αδερφή μου ηΤζερέ
παντρεύτηκε το Πάσκα.
– Η Τζερέ είναι παντρεμένη;
– Ναι!
Τον κοίταξε με αμφιβολία. Η Τζερέ ήταν κοντά στην ηλικία της.
– Αλήθεια;
– Έμ, τι; ψέματα;
Στο βάθος ακουγόταν ο θόρυβος που έκανε η αλωνιστική μηχανή. Περίμεναν πότε θα περάσουν τα κάρα γεμάτα άχυρο, για να βοηθήσουν στο ξεφόρτωμά τους στους αχυρώνες. Η οικογένεια του Κάλο με δύο άλλες οικογένειες, ήταν η πρώτη φορά που ήρθαν στο χωρίο τους για να δουλέψουν στον αλωνισμό των σιτηρών.
– Εσείς έχετε πολλά σιτάρια;
– Έχουμε, αλλά άλλοι έχουν περισσότερα! Εσείς δεν έχετε;
– Όχι, εμείς δουλεύουμε και παίρνουμε από εσάς που έχετε.
Σ’ ένα δροσερό ξέφωτο είχαν στήσει τρείς μεγάλες σκηνές.
Στην βάση τους ήταν στρογγυλές. Η κορυφή τους ήταν μυτερή και πολύ ψηλή. Στα μάτια της μικρής Δέσποινας φάνταζαν τεράστιες και επιβλητικές. Ποτέ της δεν είχε ξαναδεί σκηνή. Τρύπωσε μέσα λοιπόν κρυφά ένα πρωί, αφού είχαν φύγει όλοι στα χωράφια, για να ικανοποιήσει την παιδική της περιέργεια. Ήθελε να δει πώς ήταν από μέσα αυτά τα τρία τεράστια άσπρα μυτερά βουνά, που τα είχαν για σπίτια τους οι τσιγγάνοι.
«Πω, πω! Τι ψηλήήή…» μουρμούρισε. Το βλέμμα της έκανε τον κύκλο της σκηνής. Στο πάτωμα γύρω-γύρω είχε στρωμένες κουρελούδες. Σε μια γωνιά κουβέρτες, παπλώματα και μαξιλάρια ήταν διπλωμένα και τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Δίπλα σε αυτά, τρία παιδιά το ένα στην ηλικία της και άλλα δύο μικρότερα, κοιμόταν του καλού καιρού. Δεν τρόμαξε! Αντίθετα στάθηκε στο κέντρο της σκηνής όπου υπήρχε ένας κύκλος που δεν είχε κουρελούδες. Εκεί είχε στάχτη, μια πυροστιά και ένα τσουκάλι πάνω της.Απέναντί της κρεμασμένη, πιασμένη με παραμάνες, μία μεγάλη μπάντα που απεικόνιζε τέσσερις καμήλες να περπατάνε στην έρημο και πάνω ακριβώς από το κέντρο της κρεμόταν με ένα σχοινί ένας ξύλινος Εσταυρωμένος. Κάτω ακριβώς, τρείς λαμαρινένιες λεκάνες, η μία μέσα στην άλλη.
Το βλέμμα της όμως ξαναγύρισε στις καμήλες που περπατούσαν μέσα στο χρυσοπορτοκαλί χρώματα που τις έλουζαν. Στην πρώτη φαινόταν καβάλα ένας καμαρωτός μαύροςΆραβας, που οδηγούσε τις άλλες τρεις. Στο τέλος η πιο μικρή καμήλα, ήταν η μόνη που δεν είχε φορτίο πάνω της. Ήταν στολισμένη με λογής – λογής χαϊμαλιά και ήταν σαν να χόρευε ακολουθώντας τις άλλες. Απορροφήθηκε τόσο πολύ από την εικόνα, και τινάχτηκε από την παιδική φωνή του αγοριού.
– Τι θέλεις εσύ εδώ;
– Να … θέλω να πιω λίγο νερό, δίψασα.
Είδε το αγόρι να έρχεται στο μέρος της κρατώντας ένα μεγάλο
παγούρι.
– Από εδώ είσαι;
– Ναι.
–Δεν έχετε νερό στο σπίτι σας;
–Έχουμε …αλλά ήθελα να δω το δικό σας σπίτι… από μέσα!
– Αυτό είναι! Σ’ αρέσει;
– Πάρα πολύ.
– Που κάνετε μπάνιο;
– Στη σκάφη, είπε, και της έδειξε τη μεγαλύτερη από τις τρείς
λεκάνες. Εσείς;
– Κι εμείς στην σκάφη. Κάθε Σάββατο.
Αυτή ήταν η γνωριμία τους. Μια γνωριμία που κράτησε σχεδόν ένα εικοσαήμερο, στο οποίο ήταν συνέχεια μαζί! Ο Κάλο ένα μελαμψό αγόρι με μαύρα μαλλιά και ένα μαύρο έντονο καυτό βλέμμα που την έβλεπε με λατρεία. Και η Δέσποινα ένα ξανθό κορίτσι με γαλανά ονειροπόλα μάτια. Αυτά τα ετερόφυλα μάτια μαγνητίστηκαν και δεν μπορούσαν να αποχωριστούν. Είχαν γίνει αχώριστοι. Μόνο το βράδυ χώριζαν, όταν πήγαιναν για ύπνο. Πρωί-πρωί κατέβαινε με χαρά στην σκηνή, τον έπαιρνε μαζί της και πήγαιναν στο σπίτι της κουβαλώντας στην αγκαλιά τους τα δύο μικρά αδέλφια του.
– Πάλι μου κουβάλησες τους βρωμιάρηδες εδώ; μουρμούριζε η γιαγιά μέσα από τα δόντια της, αλλά η Δέσποινα έκανε πως δεν άκουγε.
Μάνα, έτσι φώναζε την γιαγιά της, να τους δώσουμε ψωμί με βούτυρο;
–Δώσ’τους έλεγε, και άλειφε η ίδια τις φέτες με βούτυρο και τις έδινε στα παιδιά.
Μόλις έφευγαν, άνοιγε το στόμα της η Δέσποινα και δεν έλεγε να το κλείσει!
–Δεν είναι βρωμιάρηδες ακούς; Έχουνε τρείς σκάφες.
– Ναι αλλά είναι άπιστοι!Δεν είναι Χριστιανοί!
– Τι λες; Είναι! Έχουν τον Σταυρό πάνω στις καμήλες.
– Καμήλες; κουνούσε το κεφάλι η γιαγιά με απόγνωση!
Ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με την μικρή! «Ένα η αλεπού, δέκα το αλεπουδάκι», έλεγε, όμως παρ’όλη την διαρκή γκρίνια της, όταν έστρωνε το τραπέζι και βρίσκονταν σχεδόν καθημερινά στο σπίτι τους ο Κάλο με τα δύο μικρά αδέλφια του, πάντα τους έβαζε ένα πιάτο φαί.
«Παιδιά του Θεού είναι κι αυτά» μουρμούριζε πάλι. «Τι φταίνε;» Και η Δέσποινα την κοίταζε ικανοποιημένη.
Η καλύτερή τους διασκέδαση ήταν αυτή που άδειαζαν το άχυρο από τα κάρα και το έσπρωχναν με το σώμα τους μέσα στους αχυρώνες, οι οποίοι ήταν όλοι χτισμένοι σε κατηφορικό μέρος. Στο επάνω μέρος του αχυρώνα, υπήρχε ένα πολύ μικρό πορτάκι που ίσα-ίσα τους χωρούσε. Με το σώμα τους λοιπόν, έσπρωχναν το άχυρο περνώντας μέσα από αυτό το πορτάκι κάνοντας τσουλήθρα. Μετά χοροπηδούσαν στο άχυρο για να πατηθεί καλά, ώσπου να τελειώσει το φορτίο του κάρου. Το έβλεπαν σαν παιχνίδι, και γι’ αυτά ήταν! Όμως βοηθούσαν ουσιαστικά τους δικούς τους, χωρίς να συνειδητοποιούν την προσφορά τους. Χόρευαν πάνω στο άχυρο τραγουδώντας με χαρά.
Όταν τελείωναν το πάτημα, τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια, τα πόδια, όλο το σώμα τους, γίνονταν κάτασπρα από την αχυρόσκονη.
– Τα μαλλιά σου είναι γεμάτα άχυρα. Να τα βγάλω;
Καθόταν η Δέσποινα, και ο Κάλο με επιμέλεια και ευχαρίστηση, έβγαζε ένα – ένα τα άχυρα από τα μαλλιά της.
– Κοίτα … κοίτα, τα άχυρα και τα μαλλιά σου είναι ίδια… εγώ θα σε παντρευτώ!
– Είμαι μικρή, του έλεγε, αλλά μέσα της χαμογελούσε.
– Τότε, το άλλο καλοκαίρι που θα ’ρθουμε!
– Πάλι μικρή θα είμαι, έλεγε γουργουρίζοντας σαν γάτα. Μετά πήγαιναν οι δύο τους στην βρύση του χωριού για να πλένουν τα πρόσωπα, τα χέρια και τα πόδια τους που ήταν γεμάτα με κόκκινα ψιλά σημάδια από τα άχυρα που τους τραυμάτιζαν. Κοίταζε ο ένας τον άλλον και γελούσαν.
– Έχεις κόκκινες καρφίτσες στα πόδια σου της έλεγε.
– Κι εσύ!
– Εμένα δεν φαίνονται τόσο!.
– Πάμε να βάλουμε οινόπνευμα;
Πήγαιναν στο σπίτι της και πασαλείβονταν με οινόπνευμα τσιρίζοντας από το τσούξιμο. Αλλά ποιος το έδινε σημασία! Και αυτό ήταν μέσα στο παιδικό ερωτικό παιχνίδι τους.
Την επομένη, πρωί-πρωί η Δέσποινα κατηφόριζε πάλι για τη σκηνή!
─ Έλα, έλα, της έλεγε η μάνα του. Έλα να φας.
Και αυτή στρωνόταν κάτω στην κουρελού και έτρωγε μαζί τους με όρεξη. Πρώτη της φορά έτρωγε για πρωινό πατάτες τηγανητές και ήταν πολύ πιο νόστιμες από αυτές της γιαγιάς της.
Πολλές φορές τα απογεύματα έπαιζαν στο σπίτι της. Έμπαινε ο Κάλο στην άδεια μεγάλη σκάφη, κρατούσε ένα πλαστικό πιάτο στα χέρια για τιμόνι και την προσκαλούσε να ταξιδέψουνε. Έμπαινε και η Δέσποινα στην σκάφη, κρατώντας αγκαλιά την κούκλα της και ως παντρεμένο πια, ζευγάρι με παιδί, ταξίδευαν με το ιδιόκτητο αυτοκίνητό τους.
– Τώρα θα πάμε στην Λάρισα, έλεγε ο Κάλο, εκεί να δεις, τι πολύ άχυρο που έχουνε!
– Πάμε! έλεγε η Δέσποινα.
– Εγώ θα πάρω κανονικό αυτοκίνητο, θα κάνουμε κανονικές βόλτες και θα σε παντρευτώ!
– Καλά, έλεγε η Δέσποινα, όμως το πάρα – πάρα – πάρα άλλο καλοκαίρι.
– Τι είναι το πάρα – πάρα – πάρα άλλο;
– Όχι αυτό το καλοκαίρι, ούτε το άλλο, ούτε το άλλο, ούτε το άλλο,… το άλλο!
Κατέβαιναν από το αυτοκίνητο και φώναζε τη γιαγιά της.
– Μάνα, να δώσουμε καρπούζι στον Κάλο;
– Πάτε στον κήπο και κόψτε δύο, έλεγε η γιαγιά.
– Αυτή είναι η μάνα σου;
– Όχι, η γιαγιά μου.
– Και η μάνα σου;
– Στην Γερμανία.
– Τί Γερμανία;
– Είναι πολύ μακριά … ου … ου …εκεί που έχει μεγάλα εργοστάσια και δουλεύουν όλοι πολύ. Εκεί δουλεύει η μαμά μου και ο μπαμπάς μου για να βγάλουν πολλά λεφτά και μετά να έρθουν εδώ, να χτίσουν ένα μεγάλο σπίτι στην πόλη, και να είμαστε πλούσιοι!.
– Είναι πιο μακριά από την Λάρισα;
– Μόνο; Να!… Μέρες και νύχτες είναι πάνω στα τρένα και στα αυτοκίνητα και μετά φτάνουν εκεί!
– Πότε θα έρθουνε;
– Το παρά – παρά – παρά άλλο καλοκαίρι!
– Τότε που θα σε παντρευτώ;
– Μπορεί….
Χαμογελούσε ευτυχισμένος ο Κάλο και αυτή έβλεπε τα μάτια του και έλιωνε. Μέσα σε είκοσι περίπου ημέρες τα δύο μικρά παιδιά έζησαν μια ερωτική πραγματικότητα με ένταση, χαρά, αγνότητα και αγάπη.
Ούτε το επόμενο, ούτε το μεθεπόμενο καλοκαίρι ήρθε ο Κάλο στο χωριό. Προφανώς πήγε στην Λάρισα όπου είχε πολύ περισσότερα άχυρα από αυτά του χωριού της. Το μαύρο βλέμμα – φλόγα και το χέρι που της έκανε κυκλικό νόημα «το παρά – πάρα – πάρα άλλο καλοκαίρι», ήταν η τελευταία εικόνα που είχε απομείνει από αυτόν.
Το ίδιο μαύρο βλέμμα-φλόγα συνάντησε μετά από πολλά χρόνια γυρίζοντας το κεφάλι της, στο άκουσμα του ονόματός της!
–Δέσποινα….
Γύρισε και τον είδε! Ψηλός, μελαχρινός, τριαντάρης πια, με το μαύρο τσουλούφι να πέφτει στο μέτωπό του και με τη χοντρή χρυσή αλυσίδα να ξεπροβάλλει από το ανοιχτό του πουκάμισο!
– Κάλο!
– Έλα … έλα να σε κεράσω!
Καθόταν σε ένα καφέ! Σηκώθηκε όρθιος, την έπιασε από το χέρι, και την κάθισε στην καρέκλα του.
–Δεν έχω τόσο πολύ χρόνο, του είπε, άφησα μόνο του τον γιό μου στο σπίτι. Θέλεις να έρθεις από εκεί;
– Θέλω, αλλά κι εγώ φεύγω σε λίγο. Κάθισε δέκα λεπτά… παρακάλεσε.
Κάθισε παρέα μ’ αυτόν και τα περίεργα συναισθήματά της.
– Παντρεύτηκες και εσύ; τον ρώτησε.
– Τώρα; Έχω και τέσσερα παιδιά!
Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε πολύ κοντά της. Έσκυψε και ψιθύρισε στο αφτί της:
– Για πολλά χρόνια σε σκεφτόμουνα, είπε, αλλά εσύ θα έπαιρνες εμένα; Τρία χρόνια μετά, παντρεύτηκα. Όμως δεν βγήκες ποτέ από το μυαλό μου. Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μας έβαλες στο σπίτι σου με το «έτσι θέλω»! Είσαι ό μόνος άνθρωπος που μπήκες στη σκηνή και έφαγες μαζί μας. Από το φαί μας! Αυτό μέχρι σήμερα δεν το έχει κάνει κανένας άλλος!
Η μάνα μου ακόμα το λέει!… Πες μου όμως… Εσύ… Τί κάνεις;… Είσαι καλά;…Αυτός, σ’ αγαπάει;…
Δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Μάλλον δεν ήθελε και να ακούσει την απάντησή της! Ήθελε μόνο να ρωτήσει…
Σηκώθηκε απότομα και της είπε :
– Περίμενε … σε δύο λεπτά επιστρέφω…
Έμεινε όρθια να τον περιμένει με αγωνία και τρυφερότητα. Επέστρεψε πολύ γρήγορα κρατώντας δύο κουτιά.
– Πάρε αυτό για σένα, είναι ένα κασετόφωνο απ’ αυτά που πουλάω. Παρ’το να με θυμάσαι. Το άλλο, έχει ένα παιχνίδι για το παιδί.
Έσκυψε και την φίλησε με προσοχή, στο μάγουλο.
– Ακόμα σ’ αγαπάω … της είπε, και έφυγε….
Το Διήγημα της Μάρθας Σαββοπούλου αποτελεί μέρος του Βιβλίου «Τα καλά της τα παπούτσια» το οποίο κυκλοφόρησε το 2013.