Καστοριά

Το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικού κόμματος (της Ξανθίππης Μουράτη)

Αναφορικά με το ζήτημα που ανέκυψε για την κάθοδο του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές, παραθέτουμε μικρό απόσπασμα από την Διπλωματική Εργασία της νομικού κ. Ξανθίππης Μουράτη στο Συνταγματικό Δίκαιο με θέμα: Το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικού κόμματος του αρ. 29 του Συντάγματος της Ελλάδας.

Στο άρθρο 29 παρ.1 ορίζονται τα εξής:

Έλληνες πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το αρ 29 του Συντάγματος έχει μία διττή φύση. Από τη μια μεριά έχει θεσμικό χαρακτήρα και από την άλλη καθιερώνει έναν ατομικό-πολιτικό δικαίωμα. Θεσπίζει έναν κανόνα δικαίου, αναφορικά με τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, την αξίωση του Συντάγματος για δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων. Το πολιτικό κόμμα, ως ένωση φυσικών προσώπων, αποτελεί υποκείμενο δικαιωμάτων. Κυρίως των δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ισότητας. Ελευθερία σημαίνει το δικαίωμα ίδρυσης, δράσης και ανεξαρτησίας από εξωτερικές παρεμβολές, ελευθερία έκφρασης, ελευθερία του συνέρχεσθαι. Ισότητα, σημαίνει αναλογική ισότητα, ισότητα ευκαιριών σε σχέση με την κοινοβουλευτική δύναμη του κάθε κόμματος.

Ωστόσο η ελευθερία αυτή έχει ένα όριο. Και αυτό δεν είναι άλλο από την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Το Σύνταγμα δεν προσδιορίζει νομικά τον όρο « πολιτικό κόμμα», ο οποίος παραμένει μια έννοια γενική και αφηρημένη, με ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα. Από την ίδια την διατύπωση «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» συνάγονται δύο προϋποθέσεις:

α) ότι υπάρχουν κόμματα που δρουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων αλλά

β) η οργάνωση και η δράση τους δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η υποχρέωση των κομμάτων να υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι η γενική υποχρέωση να τηρούν το Σύνταγμα, εκτός και αν πρόκειται για κόμματα που αν κα τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους υπάρχει το ενδεχόμενο να μην υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Τίθενται επομένως τα εξής ερωτήματα: Τι είναι δυνατόν να μην υπηρετούν τα κόμματα; Και επίσης ποιος και πώς κρίνει ποια κόμματα υπηρετούν και ποια όχι αυτό που περιγράφεται γενικά και αφηρημένα ως ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος; Υπάρχει μία θεμελιώδη αντίφαση στη σχέση ανάμεσα στο Σύνταγμα και στους θεσμούς του από την μια και στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που συντηρούν το κρατούν πολιτικό σύστημα. Η λειτουργία του πολιτεύματος μέσω των συνταγματικών κανόνων, όπως πχ είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας , η ανάδειξη της Βουλής από γενικές εκλογές και η εξάρτηση της κυβέρνησης από τη βουλή, σύμφωνα με την κατοχυρωμένη συνταγματική αρχή της δεδηλωμένης, η κατοχύρωση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, εμπεριέχει ένα δυναμικό στοιχείο : το ενδεχόμενο να γίνουν πλειοψηφία και να διεκδικήσουν την εξουσία μέσα από τις θεσμοθετημένες διαδικασίες δυνάμεις οι οποίες αντιστρατεύονται το κοινωνικό και πολιτικό status quo, και επιδιώκουν την ανατροπή και/ή αντικατάστασή του από ένα άλλο κοινωνικό-πολιτικό σύστημα. .

Σε αυτή την περίπτωση όμως ο κίνδυνος ανατροπής ή ριζικής μεταβολής του πολιτεύματος δεν βρίσκεται στην παράνομη δραστηριότητα εκείνων που αποβλέπουν στην ανατροπή ή στη ριζική μεταβολή, αλλά στην αξιοποίηση των νόμιμων διαδικασιών που προσφέρονται από το ίδιο το Σύνταγμα.

Οι κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις λοιπόν που αναπτύσσονται με όλες τις νόμιμες διαδικασίες και λειτουργούν μέσα στο κρατούν κοινωνικοπολιτικό σύστημα, αλλά το αμφισβητούν, ενδέχεται κάποτε να το απειλήσουν πραγματικά. Το κρατούν σύστημα σε αυτές τις περιπτώσεις προσφεύγει σε άλλες μεθόδους άμυνας. Διώκει τους αντιπάλους του ως επικίνδυνους επειδή δεν μπορεί να τους διώξει ως ενόχους.

Όπως παρατηρεί ο Αρ. Μάνεσης « Το νέο ακριβώς φαινόμενο που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα κράτη έγκειται στο ότι για την προστασία του καθεστώτος δεν μεριμνά πια μόνο ο ποινικός νομοθέτης απαγορεύοντας παράνομες πράξεις αλλά και κατά πρώτο λόγο και μάλιστα ανενδοίαστα, ο συντακτικός νομοθέτης προσπαθώντας να παρεμποδίσει πολιτικές πράξεις νόμιμες. Πρόκειται για δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις ποινικών νόμων και όμως παρακωλύονται, δηλαδή ουσιαστικά απαγορεύονται, αν και τυπικά επιτρέπονται….. κύριος στόχος αυτών των συνταγματικών μεθοδεύσεων είναι η παρεμπόδιση των νέων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων να καταστούν πλειοψηφία. Αυτό όμως σημαίνει ότι η δημοκρατική αρχή νοθεύεται, παραμορφώνεται και ουσιαστικά καταλύεται»

Για να ερμηνευτεί επομένως ο όρος που θέτει το αρ. 29, πρέπει να προσδιοριστεί νομικά το περιεχόμενό του, όπως προκύπτει από το ισχύον Σύνταγμα. Επομένως ως νομική έννοια η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος εξαντλείται μέσα στα όρια του Συντάγματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η ρήτρα που θέτει το αρ 29 παρ 1 εδ β σύμφωνα με την οποία η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ούτε για διεύρυνση αλλά ούτε και για περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτικών κομμάτων, όπως αυτά (τα δικαιώματα) προσδιορίζονται από το Σύνταγμα και τους νόμους.

Με άλλα λόγια θα μπορούσαν τα εκάστοτε κρατικά όργανα να απαγορεύουν ορισμένες δραστηριότητες όχι γιατί απαγορεύονται αυτές από το Σύνταγμα και τους νόμους, αλλά γιατί δεν υπηρετούν την κατά την αντίληψη των κρατικών οργάνων ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Έτσι όμως ουσιαστικά αναιρείται το ίδιο το σύνταγμα και οι νόμοι που προσδιορίζουν τα δικαιώματα των κομμάτων. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι η έννοια της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, ως νομική έννοια, αποκτά νόημα και περιεχόμενο μόνο όταν θεωρηθεί ταυτόσημη με το Σύνταγμα, χωρίς να αποτελεί λόγο για διεύρυνση ή περιστολή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κομμάτων, όπως προσδιορίζονται από τις συνταγματικές διατάξεις και τους νόμους. Στο Σύνταγμα του 1975 δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει την απαγόρευση κομμάτων.

Στο κυβερνητικό Σχεδίου Συντάγματος του 1974, όπως και στο Σχέδιο της Ολομέλειας της Επιτροπής του Συντάγματος, οριζόταν στο αρ 12 παρ 3 και παρ 4 αντιστοίχως «Κόμματα των οποίων η δράσις τείνει εις την ανατροπήν του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος, ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της χώρας, τίθενται εκτός νόμου, δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρον 100 του παρόντος Συνταγματικού Δικαστηρίου»
Η διάταξη αυτή μετά από έντονη κριτική απαλείφθηκε κατά τη σχετική συζήτηση στη Β Υποεπιτροπή του Συντάγματος, αφού απορρίφθηκε όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και από τον Εισηγητή της Κυβερνητικής Πλειοψηφίας. Ξαναπροστέθηκε στην πρόταση που υπέβαλε στην Ε Αναθεωρητική Βουλή, η Ολομέλεια της Επιτροπής του Συντάγματος για να απαλειφθεί οριστικά με σύμφωνη γνώμη της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης κατά τη συζήτηση και ψήφιση του τελικού άρθρου από τη Βουλή. Από τις ανωτέρω διεργασίες προκύπτει σαφώς η βούληση του συντακτικού νομοθέτη να μην υπάρχει διάταξη στο σύνταγμα που να επιτρέπει τη διάλυση των κομμάτων, ή την απαγόρευση ίδρυσής τους.

Ζήτημα γεννάται αν η απαγόρευση ή η διάλυση ενός κόμματος προκύπτει από άλλες συνταγματικές διατάξεις. Επ’ αυτού του προβληματισμού λεκτέα τα εξής:
Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτή θεμελιώνεται ρητά στο αρ 1 παρ2 του Συντάγματος «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας» Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας τελεί υπό την προστασία όλων των λειτουργών της πολιτείας, οι οποίοι υποχρεούνται να την διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Ο λαός τότε μόνο είναι κυρίαρχος όταν η θέλησή του, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, μπορεί μέσω των συνταγματικά προβλεπόμενων θεσμών και διαδικασιών να μετατρέπεται σε κρατική πράξη, ήτοι σε άσκηση κρατικής εξουσίας. Το περιεχόμενο της θέλησής του δεν μπορεί να προκύψει, ούτε να λάβει θετικό ή αρνητικό πρόσημο, ούτε εξυπακούεται με βάση τις συνταγματικές διατάξεις. Κατά τον Μάνεση «ο λαός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει…αρκεί να το θέλει» Κατά συνέπεια μπορεί να ιδρύει και να οργανώνεται σε κόμματα που πρεσβεύουν οποιεσδήποτε απόψεις, αλλά πάντα τηρώντας τις συνταγματικές διατάξεις. Διαφορετικά, αυτοαναιρείται ως κυρίαρχος, αφού παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις που θεμελιώνουν την λαϊκή κυριαρχία.

Αυτή η ελευθερία θεσπίζεται στο αρ 29 παρ 1 όπου ορίζεται ότι οι Έλληνες μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν πολιτικά κόμματα. Αυτή η ελευθερία αυτοαναιρείται αν γίνει δεκτή μόνο για μερικά κόμματα, μεταβαλλόμενη έτσι σε προνόμιο και όχι σε κυριαρχικό πολιτικό δικαίωμα. Όπως η ελευθερία της γνώμης εννοείται κυρίως ως ελευθερία της αντίθετης γνώμης, έτσι και η ελευθερία ίδρυσης ή οργάνωσης σε κόμμα, νοείται και ως ίδρυση και οργάνωση αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Διαφορετικά παραβιάζεται η δημοκρατική αρχή και εν τέλει η ίδια η ιδιότητα του λαού ως κυρίαρχου. Μοναδικό κριτήριο, όπως προαναφέρθηκε είναι η υποχρέωση των κομμάτων για την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων.

Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί το κρατούν κάθε φορά κυβερνητικό κόμμα να θεσπίζει νόμους που απαγορεύουν ορισμένα κόμματα, ενόψει του ενδεχομένου να γίνουν πλειοψηφία και να ανατρέψουν το εκάστοτε status quo. Το Σύνταγμα εγγυάται την δυνατότητα εναλλαγής στην εξουσία διαφορετικών κομμάτων, αντίθετων μεταξύ τους, με διαφορετικά πολιτικά προτάγματα και προγράμματα. Η εγγύηση αυτή προκύπτει μέσα από την εφαρμογή της κοινοβουλευτικής αρχής, και πλειοψηφίας με τις εκλογές με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία. Το επιχείρημα ότι αν ένα κόμμα γίνει πλειοψηφία θα κινδυνεύσει το πολίτευμα δεν ευσταθεί, γιατί καταρχήν κάθε κόμμα οφείλει να τηρεί το σύνταγμα είτε είναι κυβέρνηση –πολύ δε περισσότερο όταν είναι Κυβέρνηση-είτε ως μειοψηφία. Εξάλλου η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος -το αρ 120 και δη η παρ 4-, αποτελεί την νομιμοποιητική βάση της υποχρέωσης των Ελλήνων να αμυνθούν ενάντια σε κάθε προσπάθεια βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος.

Το αν ένα κόμμα επιχειρήσει την ανατροπή του συνταγματικά θεμελιωμένου δημοκρατικού πολιτεύματος, τότε πλέον το ζήτημα δεν είναι νομικό αλλά πολιτειακό. Το αρ 29 δεν αναστέλλεται ούτε κατά την χρονική περίοδο εφαρμογής του αρ 48 του Συντάγματος. Τα κόμματα λειτουργούν υπό περιορισμούς, αλλά λειτουργούν. Συνεπώς το Σύνταγμα δεν θεωρεί ότι τίθεται θέμα αναστολής του αρ 29 ούτε στις περιπτώσεις όπου η ασφάλεια και η δημόσια τάξη του κράτους απειλούνται ολοφάνερα όπως σε περίπτωση πολέμου. Εφόσον λοιπόν το Σύνταγμα θεωρεί ότι δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων όταν η δημόσια τάξη και ασφάλεια βρίσκονται σε κίνδυνο, κατά το αρ 48 που είναι το μείζον, κατά αναλογία δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων όταν ένα κρατικό όργανο κρίνει ότι ένα κόμμα, χωρίς να παραβιάζει το Σύνταγμα, στρέφεται κατά του πολιτεύματος.
Κατά συνέπεια οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση ενός πολιτικού κόμματος δεν επιτρέπεται από το ισχύον Σύνταγμα, όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο συντακτικός νομοθέτης δεν θέσπισε κάποια τέτοια διάταξη, απορρίπτοντας ρητά και κατηγορηματικά μια τέτοια προοπτική, αλλά και επειδή καμία συνταγματική διάταξη δεν μπορεί να παράσχει έρεισμα για να μια τέτοια απαγόρευση.

Φυσικά ο ουσιαστικός έλεγχος των κομμάτων σχετικά με το κατά πόσο υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος γίνεται εκ των υστέρων ή αποδεικνύεται στην πράξη, αφού λάβουν την άδεια από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει δίκην προθέσεων, έτσι ώστε αν πληρούνται φαινομενικά οι τυπικές προϋποθέσεις τουλάχιστον ως προς το καταστατικό, και τα υπόλοιπα τυπικά στοιχεία, (έμβλημα, όνομα, εκπρόσωπος, κλπ) εκδίδει την σχετική απόφαση.
Υπό την έννοια αυτή μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας της Κοινοβουλευτικής μας φιλελεύθερης Δημοκρατίας, ακόμα και ένα νεοναζιστικό μόρφωμα μπορεί να ενδυθεί τον μανδύα του κόμματος και να συμμετέχει στον πολιτικό βίο. Άλλωστε όπως είπαμε αν ένα κόμμα γίνει πλειοψηφία και επιχειρήσει πραξικοπηματικά να καταλύσει το Σύνταγμα, τότε το ζήτημα παύει να είναι νομικό και γίνεται πολιτειακό, με τον ελληνικό λαό να καλείται να υπερασπιστεί το Σύνταγμά του με βάση την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος. Και πάλι δηλαδή τη λύση θα τη δώσει ο κυρίαρχος λαός.

Λένε ότι στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ίσως η ίδια η δημοκρατία μετεξελιχθεί σε κάτι άλλο, σε μία μετά-δημοκρατία, ένα άλλο επίπεδο διακυβέρνησης που θα εκ φεύγει του στενού κρατικού πλαισίου και θα διαχέεται σε περισσότερα επίπεδα. Αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση το νέο πολιτικό σύστημα θα έχει ανάγκη από τις σταθερές του. Και αυτές οι σταθερές δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από το συνταγματικό πλαίσιο αναφοράς, που κατοχυρώνει πέραν όλων των άλλων την αδιαμφισβήτητη αξία του ανθρώπου.

 

 

Back to top button