Ο πληθυσμός του πλανήτη μας αυξάνεται και θα συνεχίσει να αυξάνεται, φθάνοντας τα περίπου 10 δισεκατομμύρια πριν το τέλος του 21ου αιώνα σύμφωνα με το ενδιάμεσο σενάριο των προβολών των Ηνωμένων Εθνών.
O πληθυσμός όμως της Ευρώπης, με βάση το ίδιο σενάριο, όχι μόνον δεν θα αυξηθεί, αλλά αντιθέτως θα μειωθεί τις επόμενες δεκαετίες, με αποτέλεσμα ενώ το 1950 αποτελούσε το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 9,5% σήμερα θα περιορισθεί στο 7,3% το 2050, ενώ θα μειωθεί και πληθυσμός της Ελλάδα (πιθανότατα, κατά 1,3 εκατομμύρια, δηλ. κατά 12% σε σχέση με σήμερα).
Τα παραπάνω αναφέρονται στο τελευταίο τεύχος (45o) της σειράς «Δημογραφικά Νέα» με θέμα «Ο πληθυσμός της Ελλάδας στον ορίζοντα του 2050», ένα ψηφιακό δελτίο του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Παν. Θεσσαλίας, στο οποίο οι συγγραφείς (καθ. Βύρων Κοτζαμάνης και μεταδιδάκτορας Γεώργιος Κοντογιάννης), παρουσιάζουν τις προοπτικές για τον πληθυσμό της Ελλάδας με βάση τα πρόσφατά (2022) σενάρια προβολών των Ηνωμένων Εθνών.
Περισσότεροι οι θάνατοι από τις γεννήσεις
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν, ο πληθυσμός της Ελλάδας μέχρι το 2050 θα συνεχίσει να μειώνεται, ενώ η μόνη ηλικιακή ομάδα που θα αυξηθεί είναι αυτή των 65 ετών και άνω (+800 χιλ. άτομα σε σχέση με σήμερα, από 2,4 σε 3,15 εκατομμύρια το 2050). Αντιθέτως τόσο οι νέοι 0-19 ετών όσο και ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας θα συρρικνωθούν, με αποτέλεσμα οι 20-64 ετών (6,03 εκατ. το 2022) να είναι λιγότεροι από 4,5 εκατομμύρια το 2050. Εξαιτίας δε της γήρανσης, και παρά το γεγονός ότι η προσδοκώμενη ζωή θα αυξηθεί, οι θάνατοι δεν αναμένεται να μειωθούν κυμαινόμενοι σε όλα τα σενάρια γύρω από τις 125-130 χιλ. ετησίως μέχρι το 2050, όντας πολύ περισσότεροι από τις γεννήσεις.
Ειδικότερα δε, ακόμη και αν η ένταση της γονιμότητας αυξηθεί (αν δηλαδή τα νεότερα ζευγάρια κάνουν περισσότερα παιδιά από τους γονείς τους), οι γεννήσεις στο «ενδιάμεσο» σενάριο θα κυμανθούν ετησίως γύρω από τις 75 χιλ. (αρκετά λιγότερες από τις 89 χιλ. κατά μέσο που είχαμε την δεκαετία 2012-2021) στο δε «υψηλό» -σενάριο πολύ λίγο πιθανό-γύρω από τις 98 χιλ. (ελαφρώς περισσότερες). Τα φυσικά ισοζύγια επομένως (η ζυγαριά δηλαδή γεννήσεις -θάνατοι), διαπιστώνουν, θα είναι για όλα τα επόμενα μέχρι και το 2050 χρόνια αρνητικά -αν και διαφοροποιημένα ανά σενάριο.
Αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα και στη μείωση του πληθυσμού, καθώς το μικρό θετικό προβλεπόμενο μεταναστευτικό ισοζύγιο σε όλα τα σενάρια προβολών των Ηνωμένων Εθνών για την Ελλάδα (+140 χιλ. για την περίοδο 2022-2049) είναι αδύνατον να αντισταθμίσει την εξαιρετικά αρνητική ζυγαριά γεννήσεις -θάνατοι. Οι αναμενόμενες δε λιγότερες γεννήσεις τις αμέσως επόμενες δεκαετίες σε σχέση με αυτές της περιόδου 2012-2021 οφείλονται, σύμφωνα με τους ερευνητές, σε δυο βασικά παράγοντες:
ι) στη μείωση του πληθυσμού των γυναικών σε ηλικία απόκτησης παιδιών και
ιι) στη χαμηλή γονιμότητα των νέων ζευγαριών, στον περιορισμένο δηλαδή αριθμό παιδιών που φέρνουν στον κόσμο (1,55 παιδιά/γυναίκα κατά μέσο όρο).
Η «ανόρθωση» της γονιμότητας τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, με την δημιουργία ενός ιδιαίτερα ευνοϊκού περιβάλλοντος, εάν και εφόσον επιτευχθεί, θα οδηγήσει πολύ αργότερα -και σίγουρα όχι πριν το 2050-, αφενός μεν στην ανακοπή της μείωσης του πλήθους των γυναικών 25-44 ετών, αφετέρου δε στη σταθεροποίηση των γεννήσεων γύρω από τις 100 χιλ. (και κατ’ επέκταση σε ένα σχετικά πιο ισορροπημένο φυσικό ισοζύγιο). Επομένως, πολιτικές που στοχεύουν σε αυτόν τον στόχο δεν αναμένεται να έχουν επιπτώσεις στον βραχύ-μέσο χρόνο, αλλά μεσο-μακροπρόθεσμα.
Κατ’ επέκταση, οι όποιες αρνητικές στο κοντινό μέλλον επιπτώσεις των δημογραφικών εξελίξεων των προηγουμένων δεκαετιών μπορούν εν μέρει να αμβλυνθούν αν, εκτός από την αύξηση της γονιμότητας, ανακοπεί σύντομα η μετανάστευση των νέων μας και μετατραπεί σε ισχυρά θετικό το ισοζύγιο είσοδοι-έξοδοι (πολύ θετικότερο από αυτό που υιοθετούν οι προβολές των Η.Ε).
Μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Κοτζαμάνης, τονίζει ότι «όπως οι δημογραφικές προβολές είναι ασκήσεις γενίκευσης με σχετικά μικρά περιθώρια αβεβαιότητας όταν αναφερόμαστε στον βραχύ και μέσο χρόνο (βλ. 2050-, μπορούμε να οριοθετήσουμε από τώρα τα πεδία του πιθανού και να λάβουμε μέτρα. Οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο οφείλουν επομένως να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις επόμενες δεκαετίες δημογραφικές τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να λάβουν από τώρα τα προσήκοντα μέτρα και για την μεσο-μακροπρόθεμη αναστροφή τους. Επομένως, προσαρμογή στις αναμενόμενες λόγω του «δημογραφικού» αλλαγές και ενεργές δράσεις θα πρέπει να αντικαταστήσουν παθητικότητα και στάσεις αναμονής».
ΑΠΕ