ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

“Η καρτ ποστάλ” (διήγημα της Μάρθας Σαββοπούλου)

Χάζευε σχεδόν καθημερινά στις δυο μικρές βιτρίνες
Τα μάτια της πάντα έπεφταν στα βιβλία που τις στόλιζαν.
Ο,τι αγαπούσε περισσότερο ήταν η λογοτεχνία.
Δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα η εμφάνισή της. Ήθελε να είναι περιποιημένη με τα πιο απλά ρούχα. Όσο για τα εφηβικά της φλερτ… ούτε λόγος να γίνεται. Ο νεαρός που της άρεσε, δεν της έριχνε ούτε μια ματιά. Ήταν ένα ψηλόλιγνο μελαχρινό αγόρι που έτρεχε πίσω από τις όμορφες, θορυβώδεις και μοντέρνες κοπέλες. Τον παρατηρούσε πάντα κρυφά με παράπονο. Ήξερε πολύ καλά πως δεν θα την πρόσεχε ποτέ, γιατί ήταν αφανής και αθόρυβη.
Η σκέψη της περισσότερο ήταν στο διάβασμα γιατί μέσα από αυτό έτρεχε και γνώριζε όλους αυτούς τους απέραντους άγνωστους δρόμους που απλώνονταν ορθάνοιχτα μπροστά της. Γνώριζε όλους αυτούς τους ανθρώπινους χαρακτήρες που ξεδιπλώνονταν και ανοίγονταν προσωπικά, μόνο σ’ αυτήν.
Στις διακοπές της ήταν τρισευτυχισμένη. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη μετακόμιζε στο σπίτι της. Παρ’ όλα αυτά στο βιβλιοπωλείο έβλεπε καινούρια βιβλία που κέντριζαν ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον της.
Κάθε φορά που έμπαιναν λίγα χρήματα στο πορτοφόλι της, την επομένη γίνονταν μαύρες αράδες σε εκατοντάδες σελίδες με απλά εξώφυλλα.
-Άστα λίγο να ζεσταθούν στην τσέπη σου και μετά τα ξοδεύεις, την πείραζε κάθε τόσο η μάνα της.
Όμως έμπαινε στο βιβλιοπωλείο και ταξίδευε. Κι ενώ τα χρήματά της δεν έφταναν πολλές φορές ούτε για ένα βιβλίο, αυτή ξεχώριζε πέντε έξι και δεν ήξερε ποιο να πρωτοδιαλέξει.
-Σου αρέσει πολύ το διάβασμα, το βλέπω, το αγαπάς, της έλεγε ο κυρ Γιάννης ο βιβλιοπώλης.
-Ναι πολύ, απαντούσε με συστολή.
-Θέλεις το καλοκαίρι να έρθεις να δουλέψεις εδώ; Θα φύγει ο γαμπρός μου και θα χρειαστώ βοηθό.
-Θέλω, του είπε χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, αλλά πρέπει πρώτα να ρωτήσω τους γονείς μου.
Βγήκε ζαλισμένη !
-Θα πάω να δουλέψω όλο το καλοκαίρι στο βιβλιοπωλείο, είπε στη μάνα της και αυτή που τη γνώριζε καλλίτερα από όλους, της έδωσε την άδεια.
Τα πρωινά ήταν γεμάτα ζωή. Ετοιμαζόταν γρήγορα και έτρεχε στο βιβλιοπωλείο. Πάντα αυτή περίμενε το αφεντικό της έξω από την πόρτα. Μόλις έφτανε η ώρα να σχολάσει έπαιρνε κάποιο βιβλίο που το διάλεγε προηγουμένως, το τύλιγε σ’ ένα άσπρο χαρτί ,το διάβαζε και το επέστρεφε.
-Ξέρω ότι τα προσέχεις παιδί μου, της έλεγε ο κυρ Γιάννης, όμως αν τσαλακωθούν έστω και λίγο, δεν θα μπορούμε να τα πουλήσουμε. Πρέπει να φαίνονται αμεταχείριστα.
Αυτή, με θρησκευτική ευλάβεια τα πρόσεχε, σαν να μην τα είχαν πιάσει ανθρώπινο χέρι και τα επέστρεφε στη θέση τους, κατά εκδοτικό οίκο και κατά θέματα.
Ένα απόγευμα επισκέφθηκε ο νεαρός το βιβλιοπωλείο για ν’ αγοράσει δώρο για μια φίλη του. Όταν τον είδε της κόπηκαν τα πόδια. Στην αρχή δεν μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα. Όταν όμως έπιασαν συζήτηση για τα βιβλία, άρχισε να κελαηδάει τόσο πολύ, που άνοιξε αυτός τα μάτια του και της είπε:
-Μπράβο… και δε σου φαίνεται καθόλου!!!
Της άρεσε που τον εντυπωσίασε, αλλά έπεσε πάλι το ηθικό της γιατί ήξερε πολύ καλά ότι αυτά ήταν λόγια της στιγμής.
Λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία είχε ήδη πρόταση από τον κυρ Γιάννη να δουλεύει εκεί στις διακοπές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και στις επόμενες καλοκαιρινές διακοπές.
Τότε ήταν που επέστρεψε ο γαμπρός του ο Πέτρος, με δύο κυρίους που συζητούσαν ότι επιτέλους πρέπει να εκδώσουν καρτ-ποστάλ σαν βιβλιοπωλείο και να μην τις αγοράζουν από αλλού. Έτσι θα κέρδιζαν περισσότερα χρήματα.
-Η πόλη μας είναι πολύ όμορφη, μια κούκλα, οι τουρίστες που έρχονται εδώ θέλουν ενθύμια, ζητούν και αγοράζουν κάρτες. Γιατί να μην τις τυπώνουμε εμείς; έλεγε ο Πέτρος. Αυτοί οι κύριοι κάνουν αυτή τη δουλειά. Νομίζω ότι θα πρέπει να το αποφασίσουμε !
-Θα μείνουμε τρεις μέρες εδώ και θα πρέπει να το οργανώσουμε γρήγορα. Χρειαζόμαστε τρία- τέσσερα κορίτσια με παραδοσιακές στολές. Θα ανεβούμε στο απέναντι βουνό για να πάρουμε πλάνα της πόλης και της λίμνης. Θα πρέπει όμως να τις «φτιάξουμε λίγο».
-Είναι πολύ λίγος ο χρόνος αλλά νομίζω πως θα τα καταφέρουμε. Γύρισε στη μικρή του βιβλιοπωλείου και είπε:
-Μαρθούλα η μια κοπελιά είσαι εσύ. Θα βρεις και δυο-τρεις φίλες σου και θα τις πείσεις να έρθουν για φωτογράφιση. Δεν νομίζω να αρνηθούν. Ποια κοπέλα δεν θέλει να φωτογραφίζεται; Η γυναίκα μου θα αναλάβει να βρει παραδοσιακές στολές και θα σας βάψει κιόλας.

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ούτε πρόλαβε να το σκεφτεί. Της άρεσε όμως σαν ιδέα, δε σκέφτηκε τα παραπέρα. Ούτε που θα την κρατούσαν στα χέρια τους χιλιάδες άνθρωποι, αλλά και ούτε ότι θα ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο με τις καλύτερες ευχές στην πλάτη της. Οι τρείς φίλες της πέταξαν από τη χαρά τους, ντύθηκαν, βάφτηκαν και εμφανίστηκαν έξω από το βιβλιοπωλείο. Αυτή φόρεσε πρώτα το άσπρο πουκάμισο με τη λεπτή δαντέλα στην άκρη του γιακά κι από πάνω έβαλε το χρυσαφένιο μακρύ και βαρύ φόρεμα. Ήταν στα μέτρα της. Πέρασε από το λαιμό της τις τρείς σειρές με τα φλουριά, έζωσε τη μέση της κουμπώνοντας τις δυο παλιές πόρπες και φόρεσε το μαύρο χρυσοκέντητο γιλέκο. Με δυο τσιμπιδάκια στερέωσε καλά το κόκκινο φέσι με τη χρυσή φούντα στα μαλλιά της. Τέλος έβαλε τις μαύρες ψηλές γόβες της μάνας της και «πήρε ύψος». Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν άλλος άνθρωπος.
-Κοίταξε τι όμορφο κορίτσι που έχουμε, είπε στους δυο κυρίους ο Πέτρος, όταν της τελείωσε το μακιγιάζ η γυναίκα του.

Ανέβηκαν σ’ ένα λόφο στη δυτική πλευρά της πόλης. Στήσανε τους τρίποδες κι έβαζαν τα κορίτσια να ποζάρουν όπως αυτοί ήθελαν. Ο ήλιος τους έκαιγε την πλάτη και θάμπωνε τα κορίτσια.
Στο βάθος κάτω απλώνονταν ήρεμη η λίμνη και τα σπίτια χρύσιζαν από το φως του.
-Νομίζω ότι είναι η καλύτερη ώρα, είπε ο ένας φωτογράφος. Εσύ Μαρθούλα θα σταθείς όρθια και θα βλέπεις ακριβώς απέναντι, πίσω σου θα κάτσει μια κοπέλα και μπροστά σου οι άλλες δυο. Μην είστε κατσουφιασμένες, αλλά ούτε και πολύ χαμογελαστές. Για προσέξτε, όχι έτσι, έτσι!. Όμορφα. Πολύ ωραία!
Πήρε κάποια πλάνα διαφορετικά κάθε φορά και τα κορίτσια άκουγαν τα γρήγορα κρακ κρακ της μηχανής.
Την επόμενη μέρα φωτογραφήθηκαν σ’ ένα παλιό αρχοντικό της Καστοριάς. Για όλες ήταν μια μοναδική εμπειρία.

Σε λίγες μέρες ήρθαν στο βιβλιοπωλείο δέκα κούτες γεμάτες με καρτ-ποστάλ. Ξεχωριστά ήρθε μια μεγάλη αφίσα τυλιγμένη σε ρολό, για να μην τσαλακωθεί, δώρο στη Μάρθα. Όταν την άνοιξε ο Πέτρος και την κόλλησε στη βιτρίνα κόντεψε να ξεφωνίσει απ’ την μεγάλη της έκπληξη.
«Μάλλον έτσι είμαι αρκετά συμπαθητική» σκέφτηκε.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν ένα όνειρο γι’ αυτήν.
Είχε γίνει γνωστή σ’ όλη την πόλη χάρη στην αφίσα που καμάρωνε στη βιτρίνα και στις καρτ-ποστάλ που τοποθετήθηκαν με τέχνη στα τζάμια της.
Όλο το σχολείο μιλούσε γι’ αυτήν. Λίγους μήνες αργότερα την πλησίασε ο νεαρός που κρυφά ήταν ερωτευμένη μαζί του.
-Θα βρεθούμε κάποια στιγμή οι δυο μας; της είπε.
Του χαμογέλασε.
«Μάλλον με την αφίσα θέλει να συναντηθεί κι όχι με μένα ο ξιπασμένος σκέφτηκε και απομακρύνθηκε.

*Το Διήγημα της Μάρθας Σαββοπούλου αποτελεί μέρος του Βιβλίου «Τα καλά της τα παπούτσια» το οποίο κυκλοφόρησε το 2013.

 

 

Back to top button