-Τι είναι αυτό Παναγία μου! Πενήντα ολόκληρα χρόνια είμαστε μαζί και κάθε χρόνο το ίδιο τροπάριο. Μόλις σφίγγουν οι ζέστες μου τρυπάει τ’ αυτιά. «Πάμε..και πάμε στη θάλασσα» είναι. Αφού του το είπα ακόμη κι απ’ τα νιάτα μας. Εγώ τη ζέστη δεν την αντέχω! Λιποθυμιά μου ’ρχεται! Βλέπω θάλασσα κι ανατριχιάζω. Πως το λένε! Δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει! Γέρασε και εκεί! Στην γκορτσιά το σύνορο! Καλά έλεγε η πεθερά μου «Εμείς λάθος ήρθαμε το ’22 στα βουνά και στα κρύα. Ζέστη θέλαμε και θάλασσα. Αφήσαμε τα καλά και πιάσαμε τα βουνά. Δεν τον βλέπεις; Μόλις πιάσει το καλοκαίρι ξετσιτσιδώνεται και τρέχει στις γούρνες και στα ποτάμια». Και εγώ συνέχεια του το λέω. Τόσοι σύλλογοι υπάρχουν. Τόσες εκδρομές κάνουν. Τράβα μ’ αυτούς! Εγώ έχω καρδιά και δεν μ’ αρέσει βρε αδερφέ η ταλαιπωρία, αλλά έτσι κάνει. Πάντα θέλει κάποιον δίπλα του να τον νταχτανεύει.
Έτσι ήταν κι έτσι θα πάει! Γι αυτό σου λέω, πάρτον βρε κορίτσι μου και πάτε καμιά βδομάδα στη θάλασσα τώρα που κάνει τόση ζέστα, άσε που άρχισε και να ξεχνάει πολύ, άραγε ποιος να ξέρει που θα καταντήσουμε; Η αδελφή μου έχει ένα διαμερισματάκι στην Καψόχωρα . Να! Πρώτα – πρώτα γλυτώνουμε τα ενοίκια. Εγώ θα σας κάνω όλα τα έξοδα! Έχω κάτι οικονομίες από το φοδράρισμα. Αυτοκίνητο έχεις! Καλός οδηγός είσαι! Τύφλα να’χουν οι άντρες! Βενζίνες, φαγητά κι ότι άλλο χρειαστείτε, εγώ. Και τα παιδιά θα τα αναλάβω. Μόνο να τον πας πουλάκι μου. Θα πεθάνω και αυτό θα με βαραίνει. Άντε καλό μου!
Κάθε καλοκαίρι, άκουγα τα ίδια. Χείμαρρος η μάνα μου. Ο πατέρας μου να παρακαλάει να πάνε στη θάλασσα κι αυτή να αρνείται σθεναρά ανεμίζοντας τη βεντάλια λέγοντας: « Σάμπως τι καταλαβαίνουν; Μπαινοβγαίνουν στο νερό και μετά ξαπλώνουν την αρίδα τους στην άμμο για να μαυρίσουν. Γιατί; Ας έρθουν στα χωράφια να δεις τι καλό χρώμα θα πάρουν. Δεν μπορώ, και μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω. Μια φορά πήγα όλο κι όλο με τις αδερφές μου και ορκίστηκα να μην ξαναπάω. Κάηκα. Όχι απ’ τον ήλιο. Από τη ζέστη. Δύσπνοια με πιάνει». Παράλληλα όμως κουβαλούσε στην πλάτη της και τις τύψεις που κάθε χειμώνα τις ξεφορτωνόταν.
Γέμισε λοιπόν ένα μεγάλο χάρτινο κιβώτιο με πίτες, κεφτεδάκια, κουλουράκια, καφέδες και ό,τι νόμιζε ότι θα χρειαστούμε, και για πότε μπήκαν στο αυτοκίνητο ψάθες, καρεκλάκια, ομπρέλες, πετσέτες, αντηλιακά και μια τεράστια βαλίτσα ούτε που το πήρα χαμπάρι. Λες πως, εκεί που θα πηγαίναμε δεν υπήρχαν μαγαζιά. « Αυτά για ώρα ανάγκης» έλεγε και χαμογελούσε όταν κοίταξα τη βαλίτσα με απορία. Με πρόλαβε. «Για να συναλλάζει και να μην πλύνεις τίποτα. Όταν γυρίσετε, με το καλό ,όλα θα τα βάλλω στο πλυντήριο. Εσύ να μη πλύνεις τίποτα στο χέρι. Να ξεκουραστείς. Αρκετά κουράζεσαι. Μόνο να προσέχεις τον μπαμπά σου». Μ’ αυτό το καλοσυνάτο, ζεστό και γλυκό χαμόγελο, μας αποχαιρέτησε για τη θάλασσα και μετά από λίγα χρόνια κι από τη ζωή.
Με το που φτάσαμε, σαν έφηβος κουβάλησε τις αποσκευές, φόρεσε το μαγιό του, ένα φαρδύ πουκάμισο, το ψαθάκι του και όρθιος, κρατώντας στα χέρια την ομπρέλα και τα σκαμνάκια περίμενε καρδιοχτυπώντας, το ένιωσα, να τρέξουμε στη θάλασσα.
-Έναν καφέ να κάνω μπαμπά και φεύγουμε, είπα, και εισέπραξα; «Θα κεράσω εγώ»
Για πολλά χρόνια είχε να λέει στον κόσμο τα θαλασσινά του επιτεύγματα.
Ήρθε ο καιρός που ξεθώριασε η θάλασσα απ’ τη μνήμη του και μαζί της χάθηκα κι εγώ. Δεν ήμουν η μοναχοκόρη του αλλά μια ξένη, που έμενε μαζί με την οικογένειά της. Πάρα πολύ συχνά, σχεδόν καθημερινά μου έλεγε. «Πες αυτό καλό κορίτσι που έρχεται και μαγειρεύει καλά φαγητά και με κερνάει γλυκά να έρθει πάλι». Δυστυχώς εννοούσε εμένα. Αυτό με στενοχωρούσε πολύ. Στην αρχή δεν μπορούσα να το αντέξω. Μετά μαλάκωσε μέσα μου.
‘Ώσπου το περασμένο καλοκαίρι σκέφτηκα να τον ξαναπάω στη θάλασσα. Στο ίδιο μέρος, στο ίδιο σπίτι, με την πεποίθηση ότι θα του κάνει καλό. Και δεν είχα διόλου άδικο.
Όταν την αντίκρισε μέσα από το αυτοκίνητο, φώναξε με ενθουσιασμό : «Νάτην ! κοίταξέ την ! Τι όμορφη που είναι! Καταγάλανη! Βγάλε μου αυτό το πνιχτήρι (τη ζώνη ασφαλείας) να βουτήξω».
Αυτή τη φορά δεν περίμενε όρθιος κρατώντας τα χέρια του την ομπρέλα και τα σκαμνάκια. Έως ότου φτάσουμε στο σπίτι την είχε ήδη ξεχάσει. Κάθισε στον καναπέ με χαμένο βλέμμα χωρίς να μιλά.
Με κόπο έβαλε το μαγιό του, του έβαλα το ίδιο παμπάλαιο ψαθάκι και τραβήξαμε για την παραλία. Σαν υπνωτισμένος έπεσε στην αγκαλιά της. Παρακολουθούσα τις κινήσεις του. Ίδιες και απαράλλαχτες μ΄ αυτές τις προ εικοσαετίας. Το τόσο σπάνιο χαμόγελό του είχε χαραχτεί μόνιμα στο πρόσωπό του. Πέρασε αρκετή ώρα και δεν έδειχνε σημάδια κόπωσης. Αντίθετα. Όταν του έκανα νόημα να βγει έξω, με φώναξε να πάω κοντά του.
Όταν βγήκαμε από το νερό, πλησίασε ένα διπλανό ζευγάρι και τους είπε χαμογελαστός με βλέμμα που άστραφτε: «Την βλέπετε αυτήν; Η μοναχοκόρη μου είναι. Απόφοιτος του Εξαταξίου Γυμνασίου! Έχει δυό γιούς , δουλεύει και κουράζεται πολύ. Κάνει κάτι φαγητά και κάτι γλυκά, τι να σας πω. Καμμία δεν της μοιάζει». Γύρισε το βλέμμα του προς εμένα και είπε: « Πάμε τώρα στο σπίτι μας, σαν να κουράστηκα λίγο».
Αυτό ήταν. Ούτε ένα λεπτό δεν κράτησε η επιστροφή του. Ούτε ένα λεπτό! Τόση ώρα στο νερό για να ξεπλυθεί η μνήμη του για τόσο λίγο. Η συγκίνηση και το σφίξιμο στο λαιμό μου διαλύθηκαν όταν άκουσα τη γνώριμη πια για μένα φράση: « Αυτό το καλό κορίτσι θα το πεις να έρθει πάλι στο σπίτι μας και να φέρει γλυκά;»
- Ναι μπαμπά μου! Τώρα! Πάω να πάρω τηλέφωνο!
*Το διήγημα της Μάρθας Σαββοπούλου-Τοκατλίδου αποτελεί μέρος του βιβλίου «Καλοκαίρι και Καστοριά – 19 συγγράφεις | Ποιήματα & Πεζά». Έκδοση του inkastoria.gr σε συνεργασία με την Εταιρεία Προστασίας Ατόμων με Αυτισμό-Δ.Α.Δ. Ν. Καστοριάς (Ιούλιος 2016).