Ήταν δεν ήταν δυο χρόνια που τα φύτεψαν, καθ’ όλο το μήκος της παραλίμνιας ζώνης, τρία-τέσσερα μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο. Τρυφερούδια ακόμη, τα πρόσεχαν οι κάτοικοι της περιοχής∙ τα πότιζαν, σκάλιζαν το χώμα γύρω-γύρω, μετρούσαν πόσο μεγάλωσαν από πέρυσι και υπολόγιζαν ότι όπου να ’ ναι θα έριχναν τη σκιά τους στον δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Εκεί θα έστηναν το καλοκαίρι τα ξύλινα, χοντροφτιαγμένα παγκάκια τους, για να ανταμώνουν και να τα λένε. Οι περισσότεροι, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, φιλοξενούσαν στα σπίτια τουλάχιστον μία με δύο οικογένειες καταφυγόντων από τα χωριά στα οποία μαινόταν ο Εμφύλιος. Πρόσφατη πολύ η δική τους συμφορά, αγκάλιασαν τους νέους συγκάτοικους με αγάπη και πόνο. Μοιράζονταν τους χώρους στα παλιόσπιτά τους, τις αυλές, ακόμη και τα στρωσίδια, όταν αυτά έλειπαν εντελώς. Μόνο που οι νεοφερμένοι φοβούνταν να ξανοιχτούν, δεν μπορούσαν τόσο γρήγορα να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συνέβαινε.
Με τα παιδιά, όμως, τα πράγματα πήραν εντελώς διαφορετικό δρόμο, από την πρώτη κιόλας μέρα. Το παιχνίδι και η ξενοιασιά της ηλικίας τα ένωσε, και έτσι το τσούρμο που γέμιζε τον δρόμο φωνές και φασαρία διπλασιάστηκε. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν βέβαια για να φοβούνται μήπως γίνει κανέναν δυστύχημα. Το μόνο που ανησυχούσε τους μεγάλους, ήταν η τύχη των πλατανιών. Κάποιος πάντα κατσάδιαζε τους μικρούς ταραξίες να προσέχουν, μην τυχόν και σπάσουν τα δεντράκια, γιατί αλίμονό τους. Τα δεντράκια, από την άλλη, είχαν γίνει πόλος έλξης για τα πιο μικρά, εκεί, στην ηλικία των δέκα. Τα έβρισκαν ιδανικά για ορισμένα παιχνίδια, έτσι ευλύγιστα και λεπτοκαμωμένα που ήταν! Τα αγκάλιαζαν σχεδόν με το ένα χέρι, κι εκείνα έκαναν τραμπάλα μαζί με το παιδί! Παιχνίδι αγαπημένο το «Σκουλήκιασε ο τόπος σου και δεν μπορείς να φύγεις»!. Κάθε πλατάνι και ένα πιτσιρίκι να στροβιλίζεται μα όλη του τη δύναμη, μια προς τη μεριά του δρόμου και μια στο πεζοδρόμιο. Γέλια, φωνές, σκέτη απόλαυση. Ανάμεσα στα μικρά παιδιά και η Γιώτα, καινούργια στη γειτονιά, όλο ζωντάνια. Μόλις τέλειωνε από τις δουλειές που η μάνα της την υποχρέωνε να κάνει, ξεχυνόταν στον δρόμο και δεν χόρταινε να παίζει. Φώναζε η μάνα από την αυλή: «Προυσουχή, μωρή, στου δέντρου, θα σι σπάσου του κιφάλ αν του σπάσεις!», και η Γιώτα απαντούσε πάντα γελαστή: «Προυσέχου, μάνα μ’»! Το είχαν μάθει όλοι απ’ έξω, και πριν προφτάσει να απαντήσει η Γιώτα, φώναζαν όλα εν χορώ: «Προυσέχου, μάνα μ’»!
Εκείνη τη μέρα τα παιδιά δεν πήγαν σχολείο. Είχαν φουντώσει οι μάχες πολύ κοντά στην πόλη, και θεωρήθηκε φρόνιμο να κλείσουν τα σχολεία. Γέμισαν τα πλατάνια παιδόκοσμο, ήρθαν και άλλα, από άλλες γειτονιές, και η Γιώτα πρώτη και καλύτερη. Την άκουσε η μάνα να γελάει όλο κέφι, και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, άρχισε πάλι τις φωνές: «Προυσουχή, μωρή, στου δέντρου, θα σι σπάσου του κιφάλ αν του σπάσεις!». Δεν πρόφτασε η Γιώτα να απαντήσει, ούτε η μάνα να της σπάσει το κεφάλι. Το έκανε ένα διερχόμενο τεθωρακισμένο, που κατευθυνόταν με φόρα στο μέτωπο.
Από τη συλλογή «ΤΟ ΚΟΥΦΑΔΙ», σε εκδόσεις το Κοράλλι
Από το Facebook της της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου
2 λεπτά ανάγνωση