Το κρυστάλλινο άρθρο «Αριστεύοντες ανίκανοι και επικίνδυνοι» της «Κ» (4.6.2023), θα επρότεινα να «θυροκολληθεί» σε μερικές χιλιάδες δημόσιες (και ιδιωτικές, ίσως) υπηρεσίες. Είναι πολύ πειστικό, επειδή είναι πυκνό και σύντομο, αλλά και επειδή αποκαλύπτει το μεγάλο εύρος του αντικοινωνικού φαινομένου της απέχθειας όλων μας κατά της αξιολόγησης. Τόσο μεγάλο εύρος, ώστε το θέμα να ογκώνεται σε ένα μείζον εθνικό ζήτημα – το οποίο, μάλιστα, καμιά πολιτική μεγαθεωρία δεν το βλέπει – κι ούτε βέβαια καταδέχεται να προσφέρει ερμηνεία και συστάσεις για τη λύση του.
«Ερμηνείες» βέβαια ακούγονται. Και η κυριότερη νομίζω πως είναι «εμείς είμαστε τέλειοι – οι αξιολογητές όμως είναι άθλιοι, οπότε κινδυνεύουμε». Μ’ άλλα λόγια, ένα πρόβλημα καθολικής ηθικής ημών των εργαζομένων μετατοπίζεται σε πρόβλημα (ηθικής πάλι) μικρότερων ομάδων, των αξιολογητών. Ας θυμηθούμε όμως ότι σ’ ένα διαρθρωμένο σύστημα αξιολόγησης, «αξιολογητές» των ανωτέρων μας θα είναι αφενός μεν όλοι οι κατώτεροι (δηλαδή όλοι εμείς), αφετέρου δε, κατά διαστήματα, πολλοί από εμάς θα έχουμε υπηρετήσει ως αξιολογητές των κατωτέρων μας.
Το συμπέρασμα είναι ότι, ούτως ή άλλως, το πρόβλημα παραμένει να είναι κλίμακας εθνικής, πάντοτε δε να είναι ζήτημα φύσεως ηθικής.
Ακριβώς δε και η φύση του, και η μαζικότητά του εξηγούν το δυσεπίλυτον του προβλήματος. Διότι, όπως θα έχετε ακούσει (παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις του νομπελίστα Αμάρτια Σεν), η φύση του προβλήματος κουκουλώνεται συνήθως με τον ασαφέστατο χαρακτηρισμό «το θέμα είναι… πολιτικό» – κι όλοι ως διά μαγείας αποενοχοποιούμαστε.
Θα ήθελα λοιπόν να θέσω στην κρίση των ενδεχόμενων αναγνωστών την άποψη ότι το πρόβλημα απαιτεί συγχρονισμένες πολλαπλές δράσεις.
Ας θυμηθούμε πρώτα ότι, εδώ και κάμποσους αιώνες, κάθε επαγγελματικός σύλλογος λειτουργούσε με βάση έναν αυστηρό κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος ρύθμιζε τις σχέσεις των μελών του συλλόγου μεταξύ τους και κυρίως με τους «πελάτες». Δεν υπήρχε κανένα σινάφι χωρίς έναν τέτοιο κώδικα. Αλλά και σήμερα, όλα τα επαγγέλματα στην Ελλάδα διαθέτουν τέτοιους κώδικες (πλην μιας μόνον συνδικαλιστικής ένωσης, της οποίας το όνομα δεν επιθυμώ να αποκαλύψω εδώ). Άλλωστε, «επάγγελμα» σημαίνει ότι αναγγέλλω πως είμαι ικανός να πράξω κάτι, και προσφέρομαι προς τούτο (Σταματάκος, 1949). Και «επιτήδευμα» σημαίνει ότι είμαι επιτήδειος (ενδεδειγμένος) γι’ αυτή τη δουλειά. Λοιπόν το σινάφι εγγυόταν προς τους πελάτες ότι όντως τα μέλη του είναι ικανά και τίμια.
Υποστηρίζω ότι μια βασική πολιτική απόφαση θα ήταν η διά νόμου ουσιαστικοποίηση της εσωτερικής εγγύησης την οποία με συγκεκριμένους διαφανείς μηχανισμούς το κάθε επαγγελματικό σωματείο θα έδινε για την επαγγελματική επάρκεια του κάθε μέλους του ονομαστικώς.
Οραματίζομαι ότι το 2050, μια τέτοια εξόχως δημοκρατική λύση, θα λύσει το πρόβλημα εκ των έσω απ’ τα ίδια τα σωματεία τα οποία σήμερα δίνουν μια διαφορετική εντύπωση για τις προθέσεις τους.
Η φύση του προβλήματος κουκουλώνεται συνήθως με τον ασαφέστατο χαρακτηρισμό «το θέμα είναι… πολιτικό» – κι όλοι ως διά μαγείας αποενοχοποιούμαστε.
Σ’ αυτό το μεταξύ, τουλάχιστον για την ειδική (και τόσο εκτεταμένη) περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων παντός είδους, το κοινωνικό σύνολο που μας πληρώνει έχει το προφανές δικαίωμα να μάθει πού πάνε τα λεφτά του. Αρα, η ανάγκη ενός πανελλήνιου δημοσιοϋπαλληλικού θεσμού αξιολόγησης παραμένει – οπότε και η πρόταση του άρθρου της «Κ» αποκτά καίρια σημασία. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι και μόνη μια αύξηση 10% της αποδοτικότητας (ή αποφυγής ισάριθμων αποτυχιών) θα μεταφραζόταν σε σπουδαία οικονομική και βιωματική ενίσχυση όλων των πολιτών!
Θα υποστηρίξω όμως ότι τα όντως απαραίτητα εκ των άνω (διοικητικής κατηγορίας) μέτρα θα διευκολυνθούν τεραστίως εάν αναληφθεί μια εκτεταμένη προσπάθεια μεταστροφής της στάσης των εργαζομένων, εκ των κάτω. Μια δύσκολη, έμμονη και μακρόχρονη προσπάθεια, με τα ακόλουθα στοιχεία:
• Σύνταξη επιστημονικών μελετών περί των μεθόδων δράσης (ανάμεσα στις οποίες δεν θα υποτιμήσουμε την υπογράμμιση της υποστασιακής ικανοποίησης που νιώθουμε όταν ενεργούμε φιλοκοινωνικά).
• Αναζήτηση κοινώς αποδεκτών μεθόδων επιλογής αξιολογητών – το κύριο θέμα των αντιδράσεων, υποθέτω.
• Συστηματική προώθηση του σχετικού πολιτικού διαλόγου μεταξύ κομμάτων (με τελείως ανεπίσημες συζητήσεις, στην αρχή).
• Απόπειρες λίγων πιλοτικών εφαρμογών ενός πειραματικού συστήματος, όσο γίνεται διαφανούς στη δημόσια κρίση.
Έχω συναίσθηση των δυσχερειών και του κόστους (σε χρήμα και χρόνο) αυτών των προτάσεων. Ωστόσο, είναι τόσο τεράστιο το αναμενόμενο κέρδος για τον λαό (ιδίως δε για την επόμενη γενιά), ώστε αξίζει να αναληφθεί μεγάλη εκστρατεία. Ειδάλλως, φοβάμαι ότι η επικίνδυνη αδράνεια που συσσωρεύθηκε με τα χρόνια θα γίνει μονιμότητα – αλίμονό μας.
O κ. Θ. Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ