Λιόκερμα
Στάθηκα και σήμερα απέναντι
στο μεγάλο σου χρυσό κέρμα,
μήπως καταλάβω θεέ μου
πώς αποταμιεύεις φως,
να βάλω και ’γω στην άκρη
για ώρα σκοτεινής ανάγκης.
~.~
Το φως του Αυγούστου
Το φως του Αυγούστου είναι σκληρό.
Δεν είναι το κέρμα που αποταμίευσες Ιούλιε,
ούτε καμία αναβολή διαρκείας και έχει ο θεός.
Όλα εδώ διακυβεύονται σ’ αυτή τη σκοτεινή κλίμακα
πάνω σε μια ρωγμή φωτός. Το σώμα σου μια καμένη μνήμη
σαν κόρα ψωμιού ξεφλουδίζει τις προσδοκίες κι όλα λιγοψυχούν.
Τ’ ανέφελο του ουρανού προικονομεί τις μπόρες.
Τ’ ανέμελο καΐκι του νου σε λίγο θα μπατάρει.
Δεν έχει Αισχύλους εδώ να σε προειδοποιήσουν.
Το ανυποψίαστο βλέμμα σου έχει κιόλας πετρώσει
από μια Μέδουσα που καραδοκεί.
Μα εκτός από σένα,
είδες κανέναν άλλον στον καθρέφτη;
~.~
Αρχιτεκτονική
Το βυζί μιας λευκής εκκλησίας
πιπιλίζει ένας έφηβος γλάρος,
σκαρφαλώνει ένα κύμα με θάρρος
στον ιστό και μεσίστιο αρμενίζει.
Enfilade τα σπίτια κι η ζέστη
μελετάει στις κατόψεις τα ρείθρα
κι αν το ήτα που λείπει απ’ τα Κύθρα,
αναμείχθηκε με τον ασβέστη.
Στις πλαγιές ξαπλωμένα κοχύλια,
ασβεστόλιθοι και στην ορχήστρα,
μια κουβέντα βαριά που ούτε η σβήστρα
της ανάγκης θα σβήσει απ’ τα χείλια.
Μια σκιά περιστύλιο που φθίνει,
σχέδιο που άφησα και έπεσε χάμω.
Ζωοφόρος που σκάει στην άμμο.
Να σε χτίσω ξανά! Είν’ ευθύνη.
~.~
Αθάλασσα
Αθάλασσα δεξαμενή
υπόγειων δακρύων.
Των ζωντανών όλης της γης,
ήμερων και θηρίων.
~.~
Της θυσίας
Σήμερα βρέχει πρόκες.
Οι σταυρωμένοι του τουρισμού
θα τινάζουν τα χέρια τους.
~.~
Αδιόρατο
Να ’ναι τιρμπουσόν που πανηγυρίζει
ή τουρίστας που πνίγεται;
~.~
Όφελος
Κρατώ πάντα μια βαριά βιομηχανία παραμάσχαλα
να διαβάζω που και που καμιά σελίδα
όταν ταξιδεύω στις τούνδρες μου.
ΑΛΕΞΗΣ ΓΟΥΔΑΣ