Ένα σούρουπο του Φλεβάρη, ήτανε. Ποιου; Δεν θυμάμαι και δεν έχει και καμία απολύτως σημασία. Στη μικρή, νεκρή μας πόλη ήμουνα και άρχισε να χιονίζει. Μαλακός ο καιρός και οι χιονονιφάδες, φραπ φραπ φραπ ,έτσι όπως έπεφταν μ΄ αυτό τον ήχο τον απαλό, τον κανονικό, τον συνέρημο, τον αθόρυβο ,ήχο του χιονιού, άσπρισαν τους διαδρόμους του κοιμητηρίου, τα δέντρα, τα κάγκελα, τους σταυρούς, τα θυμητήρια ,τα πρόσωπα στις φωτογραφίες, τα μαλλιά μου, τους ώμους μου, το σκουφάκι του κυρίου Σταύρου, τη σκυμμένη πλάτη του ,πάνω από τα τελευταία καντηλάκια που είχε αναλάβει να μένουν άσβεστα.
Με την ασφάλεια ότι ήτανε εκεί, ύψωσα το βλέμμα μου στους προβολείς. Τρελό χορό οι νιφάδες και οι φλογίτσες μικροί φάροι υπενθύμισης..
Ειδυλλιακό το τοπίο
-Άντε κύριε Σταύρο, πάμε! ήρθε η ώρα
-Στο καλό κυρά Αργυρώ
-Σε περιμένω
-Φοβάσαι;
-Όχι βέβαια (αφού είσαι εσύ εδώ.. είπα σιγά κι απορώ γιατί δεν το φώναξα)
Τελείωσε τη δουλειά του.
Περπατήσαμε πλάι πλάι στο διάδρομο.
-Ξέρεις κύριε Σταύρο, πολλές φορές όταν φτάνω εδώ μου έρχεται στο μυαλό ένα έργο του Θόρντον Ουάιλντερ (τι Ουάιλντερ του λέω του ανθρώπου;)
Λιγομίλητος και διακριτικός όπως ήταν, δεν ρώτησε ποιος είναι αυτός.
-“Τη μικρή μας πόλη”, συνέχισα.
Άκουγε χωρίς να μιλάει
-Και ξέρεις κάτι ακόμα; Θα θελα να το ανεβάσω.. τ’ όνειρό μου δηλαδή είναι…
-Ποιος δεν κάνει όνειρα κυρά Αργυρώ; Μόνο αυτοί που είναι εδώ δεν κάνουν
Άκουσα καλά αυτό που μου είπε
-Θα θελα ν ανεβάσω τη Μικρή μας Πόλη, λοιπόν, κύριε Σταύρο μου, πολύ! Αλλά όχι σε σκηνή.. Εδώ! Εδώ μέσα θα θελα να γίνει ανάμεσα στους διαδρόμους αυτούς.
-Εσύ ξέρεις κυρ Αργυρώ
-Στο μισό έργο πρωταγωνιστούν οι νεκροί, κι είναι τόσο όμορφα και τόσο παρηγορητικά τα λόγια προς τους ζωντανούς..
φραπ φραπ φραπ… το χιόνι συνέχισε να πέφτει
-Εσύ ξέρεις (έλεγε πάντα τα απαραίτητα)
Αν μπορείς δεν ξέρω ή αν επιτρέπεται
Δεν αποκρίθηκα. Του άγγιξα μόνο τον ώμο
Φτάσαμε στο κόκκινο αυτοκινητάκι που ήτανε πάντα παρκαρισμένο μπρος στο παρεκκλήσι της Παναγιάς. Χιονισμένο κι αυτό
– Ευχαριστώ κύριε Σταύρο! Αύριο πάλι!
– Κι εγώ κυρ Αργυρώ! Εμένα είναι οι δικοί μου άνθρωποι αυτοί. Τρεις φορές την ημέρα έρχομαι. Κι όταν δεν έχω δουλειά, πάλι εδώ είμαι!
– Το ξέρω! Το βλέπω! Πάντα εδώ είσαι. Μακριά από τη φασαρία του κόσμου, τις πολλές κινήσεις, τα πολλά λόγια. Το βλέπω και χαμογελάει η ψυχή μου. (Ούτε αυτά του τα είπα φωναχτά).
Αυτές οι λέξεις που δεν λέγονται, πού να φωλιάζουν άραγε;
-Καληνύχτα κύριε Σταύρο μου! Αύριο πάλι θα ναι όλα εδώ, όπως τα άφησες
-Καλό ξημέρωμα!
Όλα κύριε Σταύρο είναι εδώ,
όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις
από της λύπης τον καιρό
Κι όταν μια μέρα θα σε δω
Μέσα στη στάμνα τη σεμνή νερό θα φέρεις
της λησμονιάς γλυκό νερό
Όλα κύριε Σταύρο είναι εδώ
Στον σεμνό κι αθόρυβο κύριο Σταύρο,
Αργυρώ