Ο πατήρ μου, καθότι ιερεύς του Υψίστου, συνήθιζε να ανοίγη τας πύλας της εκκλησίας κατά τας επισήμους εορτάς και τα ελαφροεόρτια πολύ πρωί, διότι δεν ηδύνατο επί χρόνου μακρού να υποφέρη την στέρησιν του ερρίνου (ταμβάκου)· τούτου ένεκα η λειτουργία με τα διαβάσματα του όρθρου και τα λοιπά ώφειλε ταχέως να περαιωθή, δι αυτό ηναγκαζόμουν κι΄εγώ, πάντοτε αέκων [παρά τη θέληση μου], να τον παρακολουθών στην εκκλησία κατ΄εκείνην την ώραν δια να αναγιγνώσκω του όρθρου τα γράμματα και ο ιερεύς να εισέρχεται εις την λειτουργίαν.
Ενίοτε όμως ο γλυκύς ύπνος της πρωίας, ο τοσούτον θημηδώς τους παίδας εν ταις αγκάλαις αυτού κρατών, παρέτεινε την εμφάνισίν μου εν τη εκκλησία, το δε αποτέλεσμα αυτής ήτον ξύλον με το μηνιαίον εις το κεφάλι. Παρόμοια παθήμτα πολλά υπέστην εν τω ναώ του Υψίστου και υπέρ εμαυτού μόνην την συμπάθειαν και μεροληψίαν της μητρός μου είχον. Μετά την απόλυσιν της εκκλησίας έξέθετον τη μητρί πικρά παράπονα κατά του ιερέως πατρός και τη επεδείκνυον το μέρος της κεφαλής, εφ ού μετά στιβαράς χειρός κατέπιπτεν εν τω ναώ το μηνιαίον [εκκλησιαστικό βιβλίο].
Η σεβαστή μήτηρ μου, η με αίσθημα υπερτάτης φιλοστοργίας φιλούσα με ως τελευτόκον, επελαμβάνετο μετά ζήλου της υπερασπίσεώς μου, και τότε ελάμβανε χώραν κατά το κοινόν λόγιον «του κουτρούλη ο γάμος». Εν τούτοις τι συνέβαινεν; Οι μεν γονείς διεφιλονείκουν θυμοειδώς περί της υποθεσέως του υιού, το τέκνον έτρωγε τες ξυλιές και η γη εκεινείτο.
Κατά το έτος 1814, αν δε λανθάνωμαι, περιηγητής τις Ευρωπαίος είχεν επισκεφθεί την πατρίδα μου και, αργότερον έμαθον, ήτον ο κατ΄εκείνην την εποχήν εν Ιωαννίνοις πρόξενος της Γαλλίας κ. Πουκεβίλλ. Επειδή η ενδυμασία του ανδρός νεοφανής εις Καστορίαν και την περιέργειαν ιδίως των παίδων προσελκύουσα, έτρεχον κατόπιν του [οι λέξεις των παιδικών μας ετών παρεισφρέουν ανεπαίσθητα ακόμα και σε επιτηδευμένα κείμενα]. Επεσκέπτετο δε αδιαφόρως ο εν λόγω ανήρ τας εκκλησίας, τα τζαμιά, τας συναγωγάς και παν ό,τι περιεργίας άξιον εκέκτητο η πατρίς μου.
Ενώ εν μια των ημερών μετά την απόλυσιν της σχολής ευρισκόμεθα άπαντες οι μαθηταί του παπά-Παύλου, παιδιάς χάριν, εις την πλατείαν της πόλεως, Δολτζός καλουμένην, αίφνης παρίσταται εν τω μέσω ημών ο φραγκοφορεμένος περιηγητής και ήρχισε να μας ερωτά πως ονομάζεται έκαστος εξ ημών. Από της εισβολής των Αλβανών εις Πελοπόννησον κατά το έτος 1773, φυγάς τις εκείθεν οικογένεια είχεν αποκαταστή εις Καστορίαν και ήτο γνωστή υπό το επώνυμον: Μωραϊτης. Μεταξύ δε ημών των μαθητών υπήρχεν και ενας γόνος αυτής καλούμενος Μωραϊτης. Αφού δε ο περιηγητής ήκουσε την λέξιν Μωραϊτης, προσέθηκεν εις καθαρεύουσαν ελληνικήν γλώσσαν το κάτωθι δίστιχον, το οποίον ανεξάλειπτον έκτοτε παρέμεινεν εν τη μνήμη μου:
Κάλλιον σκύλον από την Κρήτην
παρά φίλον Μωραϊτην.
KastorianesApotypwseis
wikipedia