Την… άγρια ομορφιά των λουλουδιών του “σκοτεινού” βουνού, όπως σημαίνει η σλαβικής προέλευσης ονομασία του Σινιάτσικου, στον νομό Κοζάνης, εξερευνεί έκδοση όπου καταγράφεται σημαντικό μέρος της χλωρίδας του.
“Αγριολούλουδα του Σινιάτσικου” είναι ο τίτλος του βιβλίου που εξέδωσε ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Βασίλης Παπαναστάσης, σε συνεργασία με τον επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργο Φωτιάδη, τον φωτογράφο φύσης και μέλος του Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδας, Κωνσταντίνο Βιδάκη και τον δασολόγο Ευρυπίδη Τσατσιάδη.
«Κατάγομαι από την Εράτυρα και ήθελα να κάνω κάτι για να αναδείξω το Σινιάτσικο, ένα βουνό άγνωστο στους περισσότερους που αν και διαθέτει πλούσια χλωρίδα, εντούτοις δεν έχει καταγραφεί ο πλούτος του μέχρι σήμερα» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ.Παπαναστάσης.
«Ισως γι΄αυτό τον λόγο», συνεχίζει, «ο Σινιάτσικος δεν έχει περιληφθεί στο δίκτυο Natura, στις προστατευόμενες δηλαδή περιοχές και έτσι το βιβλίο, επιχειρεί να καλύψει, κατά ένα μεγάλο μέρος, το κενό».
Αν και το κλίμα της Δυτικής Μακεδονίας είναι ευνοϊκό για τη δημιουργία δάσους, ο Σινιάτσικος “είναι γυμνός”, όπως αναφέρεται στην έκδοση, δεν έχει δηλαδή υψηλή δασική βλάστηση, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του.
«Επειδή θεωρείται “ερημοποιημένο” και “ξηρό” βουνό, με την έννοια ότι δεν διαθέτει επιφανειακά νερά, πιθανόν αυτά τα στοιχεία του να απέτρεψαν ερευνητές να αναλάβουν συστηματικές μελέτες του φυσικού του περιβάλλοντος. Παρά τη φαινομενική “γύμνια” του όμως, ο Σινιάτσικος είναι πολύ πλούσιος σε χλωρίδα, η οποία είναι άγνωστη και στο βιβλίο γίνεται προσπάθεια ανάδειξής της» σημειώνουν οι συγγραφείς του.
Στο βιβλίο, περιλαμβάνονται 130 φυτά που απεικονίζονται με φωτογραφίες και γίνεται βοτανική περιγραφή, δίνονται πληροφορίες για την περιοχή εξάπλωσης του στο βουνό και αναλύονται με συντομία τα οικονομικά και οικολογικά του χαρακτηριστικά.
Το “σκιώδες” βουνό
Το όνομα Σινιάτσικος σημαίνει σκοτεινόχρωμος, «προφανώς γιατί λόγω της κατεύθυνσής του ως προς τον ορίζοντα, το βουνό δεν λιάζεται πλήρως και άρα έχει πάντα σκιές».
«Το λόγιο, ελληνικό του όνομα είναι “΄Ασκιο” που ερμηνεύεται συνήθως ως “άνευ σκιάς”, ή “μη σκιαζόμενο” με την έννοια ότι δεν έχει δέντρα και άρα σκιά. Χρησιμοποιείται δηλαδή το “ Α” ως στερητικό του δεύτερου συνθετικού του ονόματος, όμως πιθανότατα, το “ Α” θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως αθροιστικό της δεύτερης λέξης, οπότε το Άσκιο θα ερμηνευτεί ως “σκιώδες” , ότι δηλαδή σημαίνει και η παλιά του ονομασία “Σινιάτσικος” υπογραμμίζεται στην έκδοση.
Ωστόσο, σ΄αυτό το… σκοτεινό βουνό, οι επιστήμονες βρήκαν και κατέγραψαν 130 φυτά, με ορισμένα απ΄αυτά να απαντώνται μόνο στο Σινιάτσικο ή Σνιάτσκο για τους ντόπιους.
Το erodium hartvigianum, κοινό όνομα κίτρινος ερωδιός ή μουρτζούλι όπως λέγεται στην περιοχή, είναι ελληνικό ενδημικό είδος που απαντάται μόνο σε πετρώδεις και βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές στη νότια πλευρά του Σινιάτσικου.
«Βρίσκεται μόνο στο βουνό αυτό και πουθενά αλλού. Ανακαλύφθηκε μόλις το 2001 από τον βοτανικό Per Hartvig , από τον οποίο πήρε και το επιστημονικό του όνομα. Είναι πολύτιμο κτηνοτροφικό φυτό, ιδιαίτερα για τα πρόβατα και προστατεύει αποτελεσματικά το έδαφος. Ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο» καταγράφεται σχετικά.
Μία βιολέτα, η viola vourinensis Erben, βιολέτα του Βούρινου ή Μπούρινου, απαντάται στο Σινιάτσικο, κυρίως στα λιβάδια των μεγάλων υψομέτρων και πήρε το όνομά της από το γειτονικό όρος Μπούρινος όπου και έγινε η πρώτη περιγραφή της. Το είδος θεωρείται σημαντικό καθώς η παγκόσμια εξάπλωσή του περιορίζεται στα όρη Βούρινος και Σινιάτσικο.
Ενα άλλο, τέλος, φυτό, η κίτρινη ονοβρυχίδα, Onobrychis citrina Kit Tan, που βρίσκεται σε βραχώδεις περιοχές του Σινιάτσικου και είναι ενδημικό είδος της Βόρειας Ελλάδας “ανακαλύφθηκε” πριν από λίγα χρόνια. Σύμφωνα με την έκδοση, η περιγραφή του ως νέου είδους έγινε μόλις το 2016 από δείγματα που συλλέχθηκαν στο Σινιάτσικο. Είναι μελισσοτροφικό είδος και βοσκήσιμο από τα αγροτικά και άγρια ζώα. Επίσης βελτιώνει τη γονιμότητα του εδάφους εμπλουτίζοντάς το με άζωτο.
Νατάσα Καραθάνου
ΑΠΕ