Τα δυο πρώτα χρόνια της χούντας, η λογοκρισία ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Οι εφημερίδες έγραφαν τα ίδια πράγματα, όλες είχαν ουσιατικά την ίδια ύλη. Σταδιακά υπήρξε μια ανεκτικότητα αλλά οι δημοσιογράφοι έπρεπε διαρκώς να γνωρίζουν τι να γράφουν και τι να αποφεύγουν, γιατί η δίωξη καραδοκούσε. Η προληπτική λογοκρισία επανήλθε αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου με το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Πολλοί δημοσιογράφοι προσπάθησαν να περάσουν στα ψιλά κάποια μηνύματα και ειδήσεις, δεν έλειψαν όμως και αυτοί που συνεργάστηκαν με τη χούντα των συνταγματαρχών.
Τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του ΄73 ο Κώστας Παπαϊωάννου και ο Νίκος Κιάος δούλευαν ως δημοσιογράφοι. Ο πρώτος στην “Ακρόπολη”, ο δεύτερος στην “Athens News”. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε μαζί τους για εκείνες τις μέρες αλλά και για τη λογοκρισία της δικτατορίας στα μέσα ενημέρωσης.
Οι μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
«Την πρώτη μέρα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, Τετάρτη 14 Νοεμβρίου, οι εφημερίδες δεν έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα. Ήδη από το Φεβρουάριο του ’73 (γεγονότα Πολυτεχνείου, Νομικής) είχαν γίνει “συστάσεις” στις εφημερίδες να μη δημοσιεύουν ειδήσεις για τα φοιτητικά. Μόνον ο “Ελληνικός Βορράς” της Θεσσαλονίκης πρόλαβε από την αρχή τα γεγονότα του Νοέμβρη. Αλλά την Πέμπτη, 15, και κυρίως την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα. Τα πράγματα ξέφυγαν. Δημοσιεύθηκε χρονικό ολόκληρο. Λεπτομέρειες, ρεπορτάζ, φωτογραφίες. Ειδικά στα φύλλα της Παρασκευής μπήκαν τα πάντα. Το Σάββατο, 17 Νοεμβρίου, όμως, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των εφημερίδων διότι κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος», αναφέρει ο Ν. Κιάος.
Ένα πλήρες χρονολόγιο κατέγραψε ο Κ. Παπαϊωαννου: «Είχα αναλάβει το χειρόγραφο, το οποίο θα πήγαινε στο τυπογραφείο. Μάζευα τις πληροφορίες που μου έδινε ο συνάδελφος που άκουγε το σταθμό του Πολυτεχνείου, ο αστυνομικός συντάκτης, δηλαδή ό,τι έβγαζε η αστυνομία, και μια φίλη που βρισκόταν στο απέναντι κτήριο επί της Πατησίων. Τα έβαζα σε μια σειρά και έφευγαν για τους λινοτύπες. Όταν έκλεισε το φύλλο, περίσσεψε ένα μεγάλο μέρος από το κομμάτι, το οποίο δημοσιεύθηκε στην “Απογευματινή”. Η “Ακρόπολη” και η “Απογευματινή” ανήκαν στο ίδιο συγκρότημα και χρησιμοποιούσαν το ίδιο τυπογραφείο. Βρήκαν πάνω στο μάρμαρο τη σελίδα και την τύπωσαν, ήταν τα γεγονότα μέχρι και τις 3 το πρωί, όταν εισέβαλε το τανκ στο Πολυτεχνείο. Έτσι έχουμε κάπως πλήρες χρονολόγιο από τη νύχτα εκείνη», θυμάται.
Την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου, το μεσημέρι, η συντονιστική επιτροπή της κατάληψης κάλεσε τους δημοσιογράφους σε συνέντευξη Τύπου. Οι Παπαϊωάννου και Κιάος πήγαν μαζί. «Όταν μπήκαμε στην αίθουσα, οι μισοί από τους δήθεν δημοσιογράφους ήταν ασφαλίτες. Η συνέντευξη ματαιώθηκε. Ήδη είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για συμπαράσταση έξω από το Πολυτεχνείο», αναφέρει ο Κ. Παπαϊωάννου.
Νωρίς το βράδυ, από ένα σημείο και μετά, άρχισε να φαίνεται ότι κάτι θα γίνει, το κλίμα ήταν κακό και μύριζε μπαρούτι, προσθέτει.
Λογοκρισία, προπαγάνδα και ευτράπελα
Η λογοκρισία και η προπαγάνδα ήταν από τα κύρια όπλα της χούντας στην προσπάθειά της να χειραγωγήσει τον κόσμο. «Φοβόντουσαν τα πάντα», αναφέρει ο κ. Παπαϊωάννου.
Από την πρώτη μέρα της δικτατορίας εγκαταστάθηκε στο υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης, του οποίου υπουργός ήταν ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, η Υπηρεσία Λογοκρισίας. Η αστυνομία πήγε στα πιεστήρια και σταμάτησε το τύπωμα των εφημερίδων, ήταν Παρασκευή, 21 Απριλίου 1967. Είχαν προλάβει να βγουν μόνο κάποια πρωινά φύλλα, από τα απογευματινά κανένα. Τη Δευτέρα η λογοκρισία ξεκίνησε κανονικά, στα πάντα. Για παράδειγμα απαγορευόταν οποιαδήποτε αναφορά σε εργατικά ατυχήματα. Ακόμα και ο καιρός λογοκρίθηκε. Γιατί έλεγε ότι την Παρασκευή, 21 Απριλίου ο καιρός ήταν κακός. «Γελούσαμε, ότι ο μόνος που προέβλεπε τι θα γινόταν ήταν ο καιρός», λέει ο Κ. Παπαϊωάννου.
Στην Υπηρεσία Λογοκρισίας δούλευαν ως λογοκριτές αξιωματικοί, δημοσιογράφοι και υπάλληλοι της Προεδρίας. Επίσης συστάθηκαν υπηρεσίες λογοκρισίας για το βιβλίο, το σινεμά, το θέατρο χωριστά.
Οι Κ. Παπαϊωάννου και Ν. Κιάος θυμούνται διάφορα διασκεδαστικά:
Επικεφαλής ήταν ένας συνταγματάρχης, ο Βρυώνης, στον οποίο βγήκε το παρατσούκλι “Ομέρ Βρυώνης”, επειδή έσφαζε τις εφημερίδες.
Υπήρχε και ένας γηραιός δημοσιογράφος, ονόματι Δράκος, ο οποίος ήταν και στη δικτατορία του Μεταξά το ’36 και έλεγαν ότι πήρε «δικτατορικό». Υπήρχαν όμως κι άλλα ωραία, για παράδειγμα για τον Τσἐχωφ:
-Βγάλτε τον.
-Γιατί;
– Όλα τα εις -ωφ είναι κομμουνιστικά.
Στα βραβεία Όσκαρ, αν ο βραβευμένος είχε ταχθεί ενάντια στη δικτατορία στην Ελλάδα, (γιατί στο εξωτερικό είχε αρχίσει να γίνεται ντόρος), διάβαζες: «Βραβεύτηκε ο γνωστός σκηνοθέτης για την ταινία…τάδε», αλλά χωρίς το όνομά του.
Προληπτική και κατασταλτική λογοκρισία
Η λογοκρισία ως το φθινόπωρο του 1969 ήταν προληπτική, από εκεί και μετά έγινε κατασταλτική.
Στην πρώτη περίπτωση δεν είχε την ευθύνη ο δημοσιογράφος, αλλά ο λογοκριτής, ενώ στη δεύτερη ο δημοσιογράφος είχε ευθύνη και, εκ των υστέρων, μπορεί να ακολουθούσε δίωξη. Έτσι έκλεισε το «Έθνος» το 1970. Δημοσιεύθηκε μια συνέντευξη του Γιάννη Ζίγδη, τέως υπουργού της Ένωσης Κέντρου, για το Κυπριακό και θεωρήθηκε, ότι ήταν ενάντια στη χούντα. Συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε καθείρξεις ενός με πέντε ετών ο αρχισυντάκτης Γιάννης Καψής, ο Γιάννης Ζίγδης, οι εκδότες Κώστας Κυριαζής και Κώστας Νικολόπουλος, και ο διευθυντής Κώστας Οικονομίδης. Έκλεισε το περιοδικό «Εικόνες» (ξανάνοιξε το 1968 με εμφανώς λογοκριμένη ύλη) και διώχθηκαν ο διευθυντής Τάκης Λαμπρίας και ο δημοσιογράφος Γιάννης Λάμψας για ένα άρθρο περί ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα. Το 1973 η δικτατορία κλείνει τη «Βραδυνή» και τη «Χριστιανική». Ο εκδότης της «Athens News» Γιάννης Χορν, αδερφός του Δημήτρη Χορν, έμεινε 6,5 μήνες φυλακή για ένα άρθρο, ενώ ο Χρήστος Παπουτσάκης του περιοδικού «Αντί» συνελήφθη τον Απρίλιο του ’72 και βασανίστηκε.
Τα σκίτσα ήταν το μεγάλο όπλο των εφημερίδων κατά της χούντας, κυρίως εκείνα του Κώστα Μητρόπουλου στα «Νέα» και του ΚΥΡ (Γιάννη Κυριακόπουλου) στην «Απογευματινή».
Στην προληπτική λογοκρισία, ο δημοσιογράφος έγραφε το κομμάτι, το έδινε στον αρχισυντάκτη, εκείνος το έβαζε στη σελίδα. Η σελίδα πήγαινε στη λογοκρισία και ο λογοκριτής με ένα κόκκινο μολύβι έβγαζε κομμάτια, λέξεις ή την ακύρωνε όλη. Ο κλητήρας που την είχε πάει, την έπαιρνε πίσω. Στην εφημερίδα μετά, αφαιρούσαν τα κομμάτια, που είχε επιλέξει η λογοκρισία. «Τότε κοιτούσαμε, πώς να συμπληρώσουμε τα κενά που είχε αφήσει η λογοκρισία», επισημαίνει ο Κ. Παπαϊωάννου. Μετά ξαναέστελναν τη σελίδα πίσω, τακτοποιημένη από την αρχή, ώστε να διαπιστωθεί, ότι έγιναν οι διορθώσεις.
Όταν είχε τελειώσει η διαδικασία για όλες τις σελίδες, ειδοποιούσε η λογοκρισία την εφημερίδα και το πιεστήριο έπαιρνε μπροστά. Τα πρώτα δυο τυπωμένα φύλλα της εφημερίδας πήγαιναν και πάλι στη λογοκρισία και το τύπωμα δε συνεχιζόταν, αν δεν ερχόταν η τελική έγκριση.
Τα «υποχρεωτικά κείμενα»
Η προπαγάνδα γινόταν, μεταξύ άλλων, μέσα από τα «υποχρεωτικά κείμενα», τα οποία ήταν τριών ειδών: α) κείμενα, που έπρεπε να μπουν ατόφια και με συγκεκριμένες προδιαγραφές, πχ στην τρίτη σελίδα ως δίστηλο, β) κείμενα, τα οποία έμπαιναν μεν όπου ήθελες, αλλά έπρεπε να παραμείνουν αυτούσια, και γ) κείμενα, που έπρεπε να τα επεξεργαστούν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι πρώτα και να φτιάξουν ένα δικό τους. «Έρχονταν με τα τηλέτυπα από το τότε ΑΠΕ με το χαρακτηρισμό “επείγον”. Αυτά τα κείμενα ήταν για μας χειρότερα από τη λογοκρισία», αναφέρει ο Κ. Παπαϊωάννου, και συνεχίζει:
Η λογοκρισία είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η κυκλοφορία των εφημερίδων. Μετά το ’72 άρχισε ο κόσμος να αγοράζει ξανά εφημερίδες περισσότερο. Δυο εφημερίδες που βγήκαν επί χούντας, η «Νέα Πολιτεία» και τα «Σημερινά» δεν «περπάτησαν».
Δημοσιογράφοι δυο ταχυτήτων
Την πρώτη μέρα η δικτατορία έκλεισε την «Αυγή» και τη «Δημοκρατική Αλλαγή», τις δυο εφημερίδες της Αριστεράς, και την «Πατρίδα» του Πύργου Ηλείας. Σταμάτησε η έκδοση της «Καθημερινής» και της «Μεσημβρινής» από την εκδότρια Ελένη Βλάχου, η «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα και η «Αθηναϊκή» του Γιάννη Παπαγεωργίου μετά από ένα μήνα.
Αρκετοί δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν, όσο μπορούσαν, από τη λογοκρισία, με τίτλους διφορούμενους, μέσα από τις μικρές αγγελίες, προβάλλοντας διεθνή θέματα. Επίσης, δημοσιογράφοι και τεχνικοί τύπου οργανώθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις. Παράνομες εφημερίδες κυκλοφόρισαν τυπωμένες με πολύγραφο όπως η Νέα Ελλάδα (ΠΑΜ), ο Ριζοσπάστης (ΚΚΕ), ο Ριζοσπάστης-Μαχητής (ΚΚΕ Εσωτερικού), Θούριος (Ρήγας Φερραίος), κ.ά. Μέσα στη φυλακή οι πολιτικοί κρατούμενοι έβγαζαν παράνομα περιοδικά, όπως “Τα τετρἀδια της φυλακής”.
Ακόμα, δημοσιογράφοι και άλλοι, τροφοδοτούσαν το εξωτερικό με ειδήσεις για αντιδικτατορικές ενέργειες, δίκες, συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτοπίσεις. Και δεν ήταν εύκολο πράγμα, εξηγεί ο Ν. Κιάος. Στην αρχή περνούσαν πρώτα στα ψιλά στις εφημερίδες ειδήσεις για δίκες στα έκτακτα στρατοδικεία, σιγά-σιγά, σχετικά με πιο εκτεταμένα ρεπορτάζ.
Υπήρχαν, όμως και δημοσιογράφοι, που στήριζαν τη χούντα, οι οποίοι έγιναν υπουργοί ή κυβερνητικά στελέχη. Και άλλοι, αρκετοί, έστειλαν συγχαρητήριο μήνυμα στον Γ. Παπαδόπουλο για τη διάσωσή του από την απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη εναντίον του.
ΑΠΕ