Το ταγκό, όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα, είναι μουσική και χορός, που αποτελεί τη συνεισφορά της Αργεντινής στον παγκόσμιο πολιτισμό, μαζί βεβαίως με τους αστέρες της μπάλας, που αφθονούν στη χώρα των πάμπας και των γκάουτσος.
Το ταγκό, σύμφωνα με τον μεγάλο αργεντινό συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο, είναι προϊόν επιμειξίας μουσικών και χορών, που έφερναν οι μετανάστες από τις πατρίδες τους, με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Είναι το τραγούδι του μοναχικού άνδρα, του «πορτένιο», που εκφράζει την επιθυμία και τη νοσταλγία του για μία γυναίκα και σε πολλές περιπτώσεις το ανικανοποίητο του έρωτά του: «Στη ζωή μου είχα γκόμενες και γκόμενες, μα ποτέ μου μια γυναίκα» λέει το δίστιχο ενός τάνγκο τραγουδιού.
Είναι ένας χορός ενδοστρεφής και ενδοσκοπικός, αντίθετα με άλλους χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί. «Ο γερμανός πίνει μπίρα, μεθοκοπάει και χορεύει αφελώς, ο «πορτένιο» χορεύει ένα τάνγκο για να σκεφθεί την τύχη του, που δεν του φέρθηκε ευνοϊκά» συμπληρώνει ο Ερνέστο Σάμπατο. Μεγάλη ώθηση στο ταγκό έδωσε το μπαντονεόν, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του. Είναι ένα είδος ακορντεόν που έφτασε από τη Γερμανία, με ήχο συναισθηματικό, βαθύ και δραματικό, που εκφράζει τέλεια τους καημούς του «πορτένιο». Ο συνθέτης και βιρτουόζος του μπαντονεόν Άστορ Πιατσόλα (1921-1992) ήταν ο αυτός, που έβαλε το ταγκό στις αίθουσες συναυλιών, ενώ μεγάλη ήταν και η συνεισφορά του κορυφαίου τραγουδιστή του είδους Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935).