Ο Στελάκης είναι αλλιώτικο παιδί. Δεν ονειρεύεται. Κάνει ή δεν κάνει ό, τι του προστάξει η στιγμή. Το αλφαβητάρι της ζωής του δεν έχει ύψιλον, ήτα ή ωμέγα. Δεν έχει τόνους, δεν έχει ορθογραφία και κανόνες. Δύσκολο να τον καταλάβει κανείς! Στο χωριό, δηλαδή, κανείς δεν τον έχει καταλάβει. Αλαφροΐσκιωτο, καθυστερημένο ή κουτό τον φωνάζουν οι περισσότεροι. Οι πιο γραμματιζούμενοι παιδί με ειδικές ανάγκες και οι πιο γαλαντόμοι παιδί με ειδικές ικανότητες. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι
ο Στελάκης. Ένα ευαίσθητο παιδί είναι, μεγαλωμένο στην ορφάνια, δίχως να πάρει αγάπη από τους κοψοχέρηδες του χωριού ή μια σταγόνα πίστη, να μπορέσει μ’ αυτή να κολλήσει τα κομμάτια της ψυχής του.
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Ε Ι Ν Α Ι Σ Κ Ο Ι Ν Ι Α Κ Ο Μ Μ Ε Ν Α
Για μαθητές δημοτικού σχολείου και Γυμνασίου.
Για γονείς και δασκάλους.
Λ ί γ α λ ό γ ι α γ ι α τ ο έ ρ γ ο
Κεντρικοί ήρωες της ιστορίας, είναι ο Αλέξης και ο Στελάκης δυο απόφοιτοι μαθητές του δημοτικού σχολείου.
Ο Αλέξης ζει σε μια επαρχιακή πόλη και είναι μαθητής με «μέτριες» επιδόσεις. Προτιμά να εκφράζει τη σκέψη του με τη γλώσσα των χρωμάτων. Αντιλαμβάνεται τα μεγάλα προβλήματα με μια προσωπική λογική, την οποία απεικονίζει ή διατυπώνει ανορθόγραφα, χωρίς περιστροφές. Η «αποκλίνουσα» εκφραστική ιδιορρυθμία του παιδιού, πολλές φορές τον οδηγεί σε σύγκρουση με τη λογική του σχολείου και την οργή του δασκάλου.
Ο Στελάκης τελείωσε «κακήν κακώς» το δημοτικό, στο μικρό σχολείο του χωριού του. «Ανεπίδεκτος μαθήσεως, παιδί με νοητική υστέρηση», έλεγε ο δάσκαλος, «αλαφροΐσκιωτος και παρλιακός», έλεγαν οι θαμώνες του καφενείου.
Η απαξία, η χλεύη, η σκληρή έκφραση του εκφοβισμού και η αναλγησία των οξειδωμένων κοινωνικών και παιδαγωγικών αντιλήψεων της εποχής, καθορίζουν ανάλγητα την καθημερινότητα του παιδιού. Μοναδικό καταφύγιο για εκείνον, είναι η κοινωνική απομόνωση και η σιωπή.
Ο Αλέξης μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο επιλέγει να κάνει τις διακοπές στο μικρό ορεινό χωριό του παππού του.
Από την πρώτη κιόλας ημέρα η αποτρόπαιη συμπεριφορά των παιδιών του χωριού σε βάρος του Στελάκη γίνεται αιτία βίαιης σύγκρουσης του Αλέξη με τον Στάθη, τον αρχηγό της παιδικής παρέας. Το άτυχο περιστατικό γεννάει μια δυνατή φιλία ανάμεσα στον Αλέξη και τον Στελάκη. Το όστρακο της ψυχής του φοβισμένου παιδιού ανοίγει και ανακαλύπτει ο Αλέξης πως ο φίλος του δεν έχει καμιά σχέση με όσα του καταλογίζει το σχολείο και το χωριό. Απεναντίας, ο Στελάκης είναι ένα έξυπνο, φιλομαθές και πολύ ευαίσθητο παιδί. Η αγάπη του Αλέξη, τού δίνει δύναμη να κόψει τους βρόχους της σκλαβωμένης ψυχής κι αρχίζει η προσπάθεια, με τον φίλο και δάσκαλό του πια, να κερδίσει ό, τι του στέρησε το σχολείο και οι «κοψοχέρηδες» του καφενείου.
Η εικαστική έκφραση των παιδιών στον τοίχο του δρόμου, προκύπτει όχι μόνο ως ανάγκη αισθητική, αλλά περισσότερο ως μέσο έκφρασης. Είναι η γλώσσα του πινέλου που τόσο πολύ ενοχλούσε το σχολείο του Αλέξη και που τώρα αναστατώνει το χωριό. Η παρουσία του κυρίου με τα στρογγυλά γυαλιά, δικαιώνει την επιλογή των παιδιών να ζωγραφίζουν στον τοίχο και δίνει ένα μάθημα σ’ εκείνους που χαρακτηρίζουν τα έργα τους «ορνιθοσκαλίσματα».
Η «ασύμβατη» φιλία ενοχλεί τους θαμώνες του καφενείου. Προσπαθούν είτε με συκοφαντία είτε με λογικοφανείς αιτιάσεις να τους απομακρύνουν, μα δεν τα καταφέρνουν. Στο πλευρό των παιδιών πάντοτε βρίσκεται ο παππούς που ενθαρρύνει και βοηθά τα παιδιά να νιώσουν τη χαρά της ζωής.
Η ευαισθησία των παιδιών απέναντι στο περιβάλλον και τα ζώα, τους οδηγούν σε πράξεις «ακτιβισμού», οι οποίες συνεχίζουν να τους φέρνουν σε σύγκρουση με τους κατοίκους.
Προς το τέλος του καλοκαιριού μια γενναία πράξη του Στελάκη, τους συμφιλιώνει την παρέα του Στάθη. Ο σεβασμός και η αναγνώριση αλλάζουν την ποιότητα ζωής του Στελάκη και δίνουν υποσχέσεις για καλύτερα καλοκαίρια.
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Ε Ι Ν Α Ι Σ Κ Ο Ι Ν Ι Α Κ Ο Μ Μ Ε Ν Α