(το κείμενο μπορεί να διαβαστεί και μόνο στο Υγ.)
Πάντα, έχω στο νου μου (μερικές φορές και στην καρδιά μου), εσάς τους βιαστικούς κι ανυπόμονους αναγνώστες.
Μέσα στις πολλές τις έννοιες, δεν είχε συνειδητοποιήσει πότε ‘φτασαν τούτα τα Χριστούγεννα.
Δεν είχε στενοχώριες, μα, και οι χαρές, φέρνουν έννοιες και, άμα βιάζεσαι να τα τελειώσεις όλα, σου σώνονται οι μέρες, σαν τις μωρές Παρθένες ένα πράμα, και, σε βρίσκει ο Νυμφίος ξεγύμνωτο με άδεια τα λυχνάρια και τα καντήλια σου.
Τέλος πάντων, μέσα σ’ όλα που είχε να κάνει, ήταν και μια επίσκεψη προληπτικής εξέτασης στο μεγάλο Νοσοκομείο. Αυτό, της έφερνε μια αναστάστωση –όσο να πεις.
Με μια, σωστής δόσης, νευρικότητα, κάθισε στον διάδρομο της αναμονής και με το χαρτάκι με το νούμερο που αντικαθιστά το όνομα και χαρακτηρίζει τον ασθενή ή τον υποψήφιο ασθενή, περίμενε.
Οι γκρι βιενέζικες γαλότσες την είχαν βολέψει και σήμερα, που άλλαξε ο καιρός και πήρε να φυσάει και να βρέχει, σωστός Χειμώνας. Η δεξιά, στη μέσα μεριά της έχει ανοίξει σα να την έκοψες με μαχαίρι. Μια στάλα, όχι πολύ. Δεν κολλάει και δεν ράβεται. «Πρέπει να τις αντικαταστήσω», σκέφτηκε, και με μιας, της ήλθαν στο μυαλό όλα τα μέρη που την πήγαν τούτες οι γαλότσες… Χαμογέλασε κουνώντας το πόδι της πάνω –κάτω, και έμοιασε προς στιγμή, να μην είναι το κούνημα που έπιανε το δεξί της πόδι όταν νευρίαζε και θύμωνε με κάτι. Σα να χάιδευε η ψυχή της τη γαλότσα, έμοιασε. Δε βαριέσαι, μίλησε στη γαλότσα, δε φαίνεται και πολύ, μαζί θα τον βγάλουμε κι αυτόν τον χειμώνα.
Οι άνθρωποι περνούσαν από μπροστά της διαρκώς. Σαν εκκρεμές. Ασταμάτητα. Συνήθως σε ζεύγη. Από μέση ηλικία και πάνω. Κάποιοι νέοι με πατερίτσες και γύψους, δυο παιδιά γύρω στα 10 με κρεμασμένο χέρι, ένας κύριος με καπέλο που σκέπαζε ένα δίχτυ σε όλο του το κεφάλι, τρεις –τέσσερις σε αναπηρικά αμαξίδια, μία κυρία με σκεπασμένο το ένα μάτι με επιδέσμους. Όλοι με ένα χαρτάκι στο χέρι. Γιατροί, νοσοκόμες, εργαζόμενοι τεχνίτες, ιατρικοί επισκέπτες… Ξανά γιατροί, νοσοκόμες, ασθενείς και τραυματιοφορείς.
Λες, και, χίλιοι Άγγελοι με άσπρες φορεσιές, πηγαινοέρχονταν, όλοι με μια, με δυο με χίλιες έννοιες να κρατούν χαμηλωμένα τα φτερά τους…
Λες και όλοι βιάζονταν να αποτελειώσουν τα μικρά –μικρά θαυματάκια τους στη γη, πριν προλάβει και γεννηθεί ο μικρός τους Χριστός, για να τους έχουν όλους τακτοποιήσει χαρούμενους γύρω από τις φάτνες…
Κρατούσε το χαρτάκι με τον αριθμό της στο χέρι. Μπροστά της. Κάθε λίγο ακουγόταν η φωνή της νοσοκόμας στη γραμματεία να φωνάζει τον επόμενο αριθμό. Φοβόταν ότι δεν θα τον ακούσει καλά, θα κάνει λάθος και θα χάσει τη σειρά της. Όλα τρέχαν γύρω της και το μόνο που δεν προλάβαινε να σκεφτεί ήταν η δική της, προληπτική ως προς ώρας, εξέταση.
«Ναι, κόρη μου καλή. Μόλις χτες το έμαθα. Χρειάζεται να το χωνέψω. Μου το είπε και η γιατρός. Θα το χωνέψω και θα το αντιμετωπίσω. Μην ανησυχείτε… Θα το πω και στην κόρη μου. Στην μικρή δεν θα το πω. Δηλαδή, θα της πω αλλά, όχι όλη την αλήθεια… Δεν γίνεται να της το πω. Προσέξτε μη σας ξεφύγει κι εσάς…Πώς να της πω τέτοιο πράμα… Πώς είναι ο γιος μου; Ναι, δώσ’ τον μου κι αυτόν…»
Ήθελε δεν ήθελε, ήθελες δεν ήθελες, άκουγες τη συνομιλία της κυρίας που καθόταν δίπλα της, κι ας τις χώριζε το τραπεζάκι και μία άδεια καρέκλα. Εντύπωση σου έκανε η γλυκιά της φωνή κι ο γλυκός, αξιοπρεπής και ήρεμος τρόπος που μιλούσε.
Ω, σκέφτηκε, πολλά παιδιά έχει η γυναίκα… Και, σίγουρα, κάτι άσχημο της συμβαίνει…
«Γιε μου…» πήρε την άλλη γραμμή ο γιος της –ως φαίνεται…
Συνέχισε να μιλά, και η δική της σκέψη μπουρδουκλώνονταν ανάμεσα στη φωνή της, στον κόσμο που πηγαινοέρχονταν και στη φωνή με τους αριθμούς. Δεν ξέρω τι άλλο είπανε, θεωρούσε ντροπή της να κρυφακούει, μα δεν «κρυφα» άκουγε, σας λέω, γιατί δεν κρυφομιλούσε η άγνωστη διπλανή της. Δεν ξέρω και πόση ώρα πέρασε χωρίς να τους ακούει, ώσπου, οι λέξεις της «ναι, παιδί μου, όλα θα πάνε καλά, παιδί μου, όλα θα πάνε καλά, όλα…», πνίγηκαν στον λυγμό της και κάπως έτσι έκλεισαν τη γραμμή τους. Έσκυψε το κεφάλι της ανάμεσα στα στήθη της που έβγαζαν κάπου –κάπου από έναν βαθύ αναστεναγμό, και έμεινε έτσι, εκεί, αγκαλιασμένη με την απόγνωσή της, κάνοντας ένα βήμα προς το «να το χωνέψει» το κακό που την βρήκε και που μόλις εψές της το έμαθε.
Μια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι της για να φουσκώσει στα πνεμόνια της την ανάσα που της έλειπε. Έφεραν ένα γύρω τα μάτια της, σα να ζητούσε Θεό, να την βεβαιώσει αυτό το «ναι, όλα καλά θα πάνε»…
Στο αριστερό γύρο της, τα μάτια της σταμάτησαν στα μάτια της διπλανής της, προληπτικά εξεταζόμενης ή, πες, της υποψήφιας ασθενούς. Κοιτάχτηκαν μάτια με μάτια.
«Θέλω δεν θέλω, σας άκουσα» της είπε δειλά η δεύτερη. «Συγγνώμη…» ψέλλισε.
«Δεν πειράζει» απάντησε με τον ίδιο γλυκό, μελιστάλακτο τρόπο, με τον ίδιο ήρεμο τόνο η πρώτη. «Μόλις εψές το βράδυ το έμαθα και δεν μπορώ ακόμη να το διαχειριστώ». Μιλούσε, εκτός από τα άλλα, και με όμορφα λόγια, την ήξερε καλά την γλώσσα, δεν κατάλαβε η δεύτερη αν ήταν σπουδαγμένη, πάντως, ήξερε να μιλάει σωστά.
Στη στιγμή, άρχισαν να μιλούν οι δυο τους σα να γνωρίζονταν από χρόνια. Και έλεγε η μια στην άλλη (η πρώτη στη δεύτερη) για το πρόβλημά της, και, να, μα την Αλήθεια, και η δεύτερη είχε να της παραδείξει δικά της παρόμοια παθήματα και αλήθειες.
«Με την κοπέλα του γιου μου, μιλούσα πριν (το «κόρη μου καλή»!). Συζούν με τον γιο μου. «Περιμένω την Πρωτοχρονιά να μου ζητήσει να παντρευτούμε» μου είπε και της ευχήθηκα «μακάρι να στο κάνει», της περιέγραψε και άστραψαν τα δακρυσμένα της μάτια από λάμψη χαράς.
«Μ’ έχουν ανάγκη» συνέχισε. «Μεγαλώνω τα παιδιά της μεγάλης μου κόρης και τον Γενάρη γεννάει η μικρή μου, και θα μεγάλωνα κι αυτό. Τώρα, ποιος ξέρει πού θα είμαι εγώ τον Γενάρη… Γι΄ αυτό δεν πρέπει να της πω την αλήθεια όλη. Πώς να της πω τέτοια αλήθεια της ετοιμόγεννης κόρης μου;»
Η δεύτερη γυναίκα, η διπλανή, την ένιωσε καλά σ’ αυτή τη κουβέντα. Γιατί, είχε βρεθεί στη θέση της μικρής κόρης…
«Πιστεύεις στην εξέταση αυτή;» ρώτησε συνωμοτικά σχεδόν η πρώτη και σηκώθηκε από την θέση της και κάθισε στην άδεια θέση δίπλα από την άλλη γυναίκα. Και, άρχισε να εξηγεί ακριβώς το τι και το πώς της ιστορίας της.
Η ψυχή της αλληνής, μάτωνε στις λέξεις της άγνωστης. Το πόδι με τη γκρι γαλότσα είχε σταματήσει να χτυπιέται πάνω- κάτω από ώρα. Τώρα, τα δάχτυλα και των δυο της ποδιών είχαν μαζευτεί από κάτω τους , σα να θελαν να φρενάρουν την ταχύτητα του κακού της διπλανής.
Δεν είπαν τα ονόματά τους. Δεν συστήθηκαν σαν δυο καθώς πρέπει άγνωστες. Δεν είπαν καν τους αριθμούς τους.
Η δεύτερη, ήθελε τόσο πολύ να τη ρωτήσει. «Ξέρω πως δεν βοηθάει» της είπε «αλλά θα σε σκέπτομαι». Θα εύχομαι και θα προσεύχομαι για σένα, εννοούσε αλλά δεν το είπε. Δεν τόλμησε να την ρωτήσει το όνομα.
Προσπάθησε να της δώσει κουράγιο, ψάχνοντας μέσα από τις λέξεις της να συλλάβει τον τρόπο της σκέψης της. Σίγουρα, είχε τον Θεό της, η γυναίκα, γιατί οι φράσεις της τελείωναν συχνά με το «έχει ο Θεός», «καθένας με τη τύχη του», «ποιος να ξέρει το θέλημα του Θεού» και, «υπάρχουν και χειρότερα»…
Οσο έλεγε αυτές τις λέξεις, έμοιαζε να νιώθει ελπίδα. «Θα πάρω τα αποτελέσματα τώρα- αυτά περιμένω- και, ελπίζω να κανονίσει η γιατρός μου να εγχειριστώ άμεσα. Εντάξει, μετά τα Χριστούγεννα, φτάσαν τώρα, δεν έχει μέρες» είπε και, φαινόταν να πιστεύει ότι έτσι θα γίνουν τα πράματα, και, μετά, βλέπουμε, έχει ο Θεός.
«Είστε από εδώ;» τη ρώτησε μόνον. Λες και είχε καμιά σημασία για την ευχή και την προσευχή της.
«Από εδώ απ’ έξω» απάντησε η ασθενής.
«Να έχειτε κουράγιο και ελπίδα» πρόλαβε και της ευχήθηκε και, εκείνη τη στιγμή, φώναξε η νοσοκόμα από τη γραμματεία «Η κυρία …» και η ασθενής, σηκώθηκε από τη θέση της και κατευθύνθηκε στο γραφείο του γιατρού της.
Η διπλανή, επανέλαβε 5-6 φορές το όνομά της « … » για να το εντυπώσει ο εγκέφαλός της ο μπερδεμένος. Όχι γιατί θα τη ξανασυναντούσε ποτέ, αλλά, για να δίνει στον Θεό της να καταλάβει για ποια ζητά να μεσολαβήσει. Όχι πως ήταν καμιά αγία αυτή, ή πως πίστευε πως είναι. Αλλά, να, ήταν σίγουρη πως δεν της χαλούσε τέτοια χατίρια ο Θεός της.
………………………..
«Καλά Χριστούγεννα» της φώναξε περνώντας λίγη ώρα μετά από μπροστά της, φεύγοντας, βιαστικά, από το γραφείο του γιατρού, με τα αποτελέσματα στο χέρι. Μάλλον, δεν ήθελε να την φορτώσει άλλο με τα δικά της, γιατί, αν ήταν πολύ χαρμόσυνα, θα είχε λόγο να σταθεί να τα μοιραστεί με μιαν άγνωστη…
………………………………………………………………………………………………..
Οι σαρμάδες βράσαν καλά. Λίγο λεμόνι τους έλειπε μόνον. Οι μυρουδιές από τους μπακλαβάδες και τους κουραμπιέδες, αυθάδικες όπως πάντα κι ασυμμάζευτες, είχαν τρυπώσει από την χαραμάδα και ξεχύθηκαν στην αδειανή οικοδομή κι από εκεί, τις πήρε ο μικρός γαλάζιος βοριάς και τις μοίρασε, παντού. Οι μυρουδιές ξέρουν το δρόμο για να βρούνε ολωνούς στα καινούργια τους σπίτια και να τους ζεστάνουν τη ψυχή… Η διπλανή, πίστευε πάντα πως, όσους σκέπτεσαι βαθιά, όσους αγαπάς πολύ, όσους νοιάζεσαι αληθινά, ακόμη κι εκείνους που δεν τους ξέρεις σαν πρόσωπα, ακόμη κι εκείνους του αναγκεμένους του κόσμου όλου, τους βρίσκουν πάντα οι μυρουδιές και τους αγκαλιάζουν. Όπου κι αν βρίσκονται. Ακόμη κι αν πονούνε, να, σα χάδι, τους γιατρεύουν για λίγο, για απόψε, για ένα βράδυ, για ένα ξημέρωμα μιας ακόμη αναπαραστούμενης Χριστού γέννας…
……………………………………………………………………………………………….
Αυτή η ευχή για «Καλά Χριστούγεννα», έφτασε ως μέσα στην ψυχή της σαν η πιο αληθινή, ζεστή κι ανθρώπινη ευχή που είχε δεχτεί ποτέ της, από γνωστούς και φίλους, η διπλανή.
Και, ευτυχώς, θυμάται καλά το όνομα για την προσΕυχή της.
Καλά Χριστούγεννα, κυρία …
Υγ. Για εκείνα τα μικρά -μικρά κομματάκια Φως που -ίσως- περάσουν απόψε από τα σπίτια σας, σας έχω ξαναμιλήσει. Απλώστε τα χέρια σας και μαζέψτε όσα πιο πολλά μπορείτε.
Από αύριο και μετά, θα βεβαιωθείτε ότι, αυτά ήταν Ευτυχία, η Ευτυχία σας και πόσο τυχεροί είσαστε που τη νιώσατε!
Καλή Χριστού Γέννα, Κυρίες και Κύριοι όλου του κόσμου, οι αναγκεμένοι και οι χαρούμενοι.
7 λεπτά ανάγνωση