Ένα καλοκαίρι πίσω στην δεκαετία του 80, μου λέει ένας φίλος ότι ο μπασίστας στην “Kastor”, στα μπουζούκια, ψάχνει αντικαταστάτη για μερικές εβδομάδες, για να πάει με την γυναίκα του διακοπές.
Μιλάμε για τα χρόνια που τα μπουζούκια λειτουργούσαν 7 στα 7 χωρίς ρεπό.
Χρειάζομαι τα μεροκάματα, οπότε πάω, τους γνωρίζω, με δοκιμάζουν αν ξέρω να παίζω, και να ‘μαι στο πατάρι ροκάς εγώ με απολύτως μηδενικό λαϊκό ρεπερτόριο.
Όταν λέω μηδενικό, εννοώ ότι είχα ακούσει κάποια ελαφρολαϊκά τραγούδια που παίζανε στο ραδιόφωνο εκείνα τα χρόνια, αλλά αυτά δεν περνούσαν ούτε από την πόρτα των σκυλάδικων της εποχής.
Πρώτη εβδομάδα στην δουλειά, ίσα που έχω βρει τον μπούσουλα στο πρώτο πρόγραμμα και παλεύω με την λαϊκή ώρα που κάτι παραπάνω ήξερα μεν, αλλά τα βαριά λαϊκά της παραγγελιάς τα αγνοούσα παντελώς, ανοίγει η κουρτίνα δίπλα μου και σκάει ένας χαμογελαστός τύπος που δεν τον έχω ξαναδεί με το μικρόφωνο στο χέρι, και βγαίνει στην πίστα.
Χαμός από κάτω στα τραπέζια, γυρίζει ο μπουζουξής και μου λέει…
Ο Καράς…
Ποιος; Ρωτάω…
Ο Βασίλης Καρράς, ξαναλέει…
Ποιος είναι αυτός ρε; Ξαναρωτάω…
Καλά ρε, δεν ξέρεις ούτε τον Καρά; Μου λέει.
Όχι απαντάω. Είπαμε… Από λαϊκά μηδέν και τίποτα…
Ο Βασίλης είχε κλείσει σεζόν να δουλέψει στην “Διαδρομή” στην Καλλιθέα Χαλκιδικής, το μαγαζί ήταν ιδιοκτησία του μακαρίτη του Γιώργου Οικονόμου που είχε και την “Kastor”.
Εκείνο το καλοκαίρι έβρεχε τόσο πολύ κάθε μέρα, που δεν μπορούσαν ούτε καν να ανοίξουν στην Καλλιθέα.
Έφερε λοιπόν τον Βασίλη για ένα διήμερο στην Καστοριά που το μαγαζί ήταν χειμερινό…
Τα κομμάτια του τουλάχιστον τα ξέρεις; Ρωτάει πάλι ο μπουζουξής…
Από πού να τα ξέρω ρε Κώστα; Ότι παίζουμε εδώ είναι ότι ξέρω από αυτή τη μουσική.
Καλά, πάμε τώρα κι ότι μπορείς και ξέρεις παίξε.
Κάποια στιγμή λοιπόν γυρίζει ο Βασίλης, έρχεται κοντά μου χαμογελαστός πάντα, και μου λέει.
Τι γίνεται ρε πιτσιρίκο; Άνοιξε λίγο, δεν σε ακούω…
Ο άνθρωπος δεν με άκουγε γιατί δεν έπαιζα, δεν ήξερα την τύφλα μου από τα κομμάτια του…
Ότι ήξερα το έπαιζα, κι όταν έπαιζα και με άκουγε, γύριζε και μου έκανε νόημα και χαμογελούσε.
Μετά την δουλειά, του εξήγησα τα πως και τα γιατί, και έσκασε στα γέλια…
Περίμενε εδώ, μου λέει…
Βγαίνει στο πάρκινγκ, και γυρίζει με δύο κασέτες εταιρίας σφραγισμένες στο χέρι.
Πάρε να ακούσεις μου λέει, δεν είναι τίποτα, αύριο θα τα ξέρεις όλα…
Τον συνάντησα τελευταία φορά το καλοκαίρι του 2000 στα “Φεγγάρια” στην Θεσσαλονίκη, εγώ έπαιζα με τον Γιώργο Αλκαίο τότε, Καρράς-Αλκαίος το σχήμα, χαμός…
Συναντιόμαστε στον διάδρομο στα καμαρίνια, σταματάει, με κοιτάει και έλαμψε το μάτι του.
Ρε! Ο πιτσιρίκος! Τα έμαθες τα κομμάτια ρε; με ρώτησε σκαμμένος στα γέλια…
15 χρόνια μετά…
Αυτός ήταν ο Βασίλης που ήξερα…
Καλό ταξίδι μεγάλε μου.
Ο καθένας σε θυμάται όπως σε γνώρισε…
2 λεπτά ανάγνωση