Όταν μου είπε η μητέρα μου ότι θα με έπαιρνε μαζί της να επισκεφτούμε μία παλιά της φίλη, δεν ενθουσιάστηκα καθόλου· μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Περίμενα πώς και πώς τις διακοπές των Χριστουγέννων για να πέσω με τα μούτρα στο παιχνίδι. Ο πατέρας μου, εκπαιδευτικός, δεν επέτρεπε να ανοίξουμε σχολικά βιβλία αυτό το διάστημα. «Ό,τι δεν μάθατε τον χρόνο όλο μέσα στην τάξη, μην περιμένετε να το αναπληρώσετε στη διάρκεια της σχόλης», έλεγε, απευθυνόμενος κυρίως στις μεγαλύτερες αδελφές μου. Δεν ίσχυε το ίδιο και για τα εξωσχολικά αναγνώσματα. Αυτά τα θεωρούσε απαραίτητους συνοδούς για τα κρύα, σκοτεινά βράδια των Χριστουγεννιάτικων διακοπών.
Η παλιά λοιπόν φίλη της μητέρας μου, ανώτερο στέλεχος μιας πολυεθνικής εταιρίας με έδρα τις Βρυξέλλες, είχε αγοράσει ένα εξοχικό σπίτι σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου και η πρόσκληση ήταν ακριβώς γι’ αυτό το νησί. Η ίδια δεν είχε κάνει δική της οικογένεια και ζούσε μόνη. Διστακτική η μητέρα στην αρχή· επέμενε ο πατέρας και οι αδελφές μου να μην χάσει αυτή την ευκαιρία, να ξεκουραστεί από τη δουλειά και τις καθημερινές ασχολίες του σπιτιού, αλλά με την προϋπόθεση να πάρει και μένα μαζί. Ένα εντεκάχρονο αγόρι δεν ήταν εύκολο να το φέρουν βόλτα οι αδελφές -ποτέ μου δεν τις άκουγα- και θα διευκόλυνε και τον πατέρα, ο οποίος θα έβρισκε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να ασχοληθεί με τις συγγραφικές του μελέτες.
Δεν ρωτήθηκα καθόλου αν συμφωνούσα ή όχι. Απλά μου ανακοινώθηκε ότι θα αναχωρούσαμε σε δυο μέρες. Στις αντιρρήσεις μου, πως δεν θα είχα με ποιον ή με τι να παίξω, έβαλε ο πατέρας σε μία τσάντα μία ντουζίνα βιβλία και είπε: «Να μια πολύ καλή ευκαιρία να γνωρίσεις τους μεγάλους μας πεζογράφους και όσα ωραία έγραψαν για τα Χριστούγεννα, αρχίζοντας από τον Παπαδιαμάντη!».
Το σπίτι της Μαρίτσας -άκου όνομα για διευθύντρια πολυεθνικής!- ήταν σε ένα ύψωμα, πάνω από το κεντρικό λιμάνι. Θέα καταπληκτική, αλλά κάπως απομονωμένο. Εδώ κι εκεί υπήρχαν σκόρπια και άλλα σπίτια, σχεδόν όλα παραθεριστικές κατοικίες, μα από παιδιά στην ηλικία μου, ούτε ίχνος. Οι δύο φίλες μια χαρά περνούσαν. Στις περιηγήσεις βέβαια, πήγαινα κι εγώ μαζί τους. Εκεί απολαμβάναμε από ψηλά τα απίθανα γαλανά νερά και τα όμορφα, διάσπαρτα σπιτάκια σε όλο το νησί. Η πλήξη ερχόταν και με καταλάμβανε τις υπόλοιπες, απογευματινές ώρες της μέρας. Φυσικό ήταν να αρχίσω τη γκρίνια. Τα εξωσχολικά βιβλία δεν τα είχα ανοίξει καθόλου. Γύριζα στο σπίτι, στη γύρω αυλή, στον γειτονικό λοφίσκο, μήπως και βρω κάτι ενδιαφέρον να κάνω. Τίποτα…
Ώσπου ανακάλυψα εκείνες τις ομπρέλες. Στοιβαγμένες σε ένα επίμηκες χαρτοκιβώτιο, πάνω από είκοσι, σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και τις ενδιάμεσες αποχρώσεις του. Κόκκινες, κίτρινες, πράσινες, γαλάζιες! Στην αποθήκη του υπογείου, όπου η Μαρίτσα φύλαγε διάφορα πράγματα, άχρηστα κατά τη γνώμη μου. Όχι, φυσικά, κατά τη δική της. Μου εξήγησε ότι κάθε φορά που ταξίδευε σε κάποια πόλη και τύχαινε να πιάσει βροχή, έμπαινε στο πλησιέστερο κατάστημα και αγόραζε μία ομπρέλα, μονόχρωμη πάντοτε, σε διαφορετικό χρώμα. Έτσι, είχε ολόκληρη συλλογή. Επειδή ωστόσο, δεν υπήρχε αρκετός χώρος στην κατοικία της στην πόλη, τις μετέφερε εδώ με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός τους.
Μου έδωσε την άδεια να τις περιεργαστώ και, αν πρόσεχα, μπορούσα να τις μεταφέρω έξω στην αυλή. Θα τις άνοιγα και θα έκανα διάφορους χρωματικούς συνδυασμούς! Η ιδέα με ενθουσίασε. Διστακτικά την πρώτη μέρα, φρόντισα να ανοίξω όσες αποτελούσαν τα βασικά χρώματα του ουράνιου τόξου. Την επομένη άρχισα να διευρύνω τον κύκλο και με τους ενδιάμεσους χρωματισμούς. Ανοιχτό ροζ, πιο σκούρο πράσινο, κίτρινο κρόκου…Απίθανη απασχόληση. Την τέταρτη μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, αμέσως μετά τη βόλτα στο λιμάνι και την αγορά των μποναμάδων, έβγαλα όλες τις ομπρέλες και ο κύκλος κατέλαβε την αυλή ολόκληρη!
Μαγικό το θέαμα! Έτρεξα ενθουσιασμένος να φωνάξω τη Μαρίτσα και τη μητέρα μου. Δεν έπρεπε να το χάσουν. Χαμογελαστές μου πρότειναν να καθίσω για λίγο μαζί τους και να πιώ ένα τσάι. Πέντε λεπτά; Άντε δέκα. Ένα δυνατό ρεύμα αέρα είχε σηκωθεί ξαφνικά και, όταν βγήκαμε έξω, η πλαγιά είχε γεμίσει από τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ούτε μία ομπρέλα δεν είχε μείνει στην αυλή. Πετούσαν σε διάφορες κατευθύνσεις, άλλες προς το λιμάνι χαμηλά, άλλες στις γειτονικές αυλές. Οι πιο “τολμηρές” έκαναν βουτιά στην ήδη ταραγμένη θάλασσα…
Κοίταζα αποσβολωμένος, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα που ήδη είχαν αρχίσει να αυλακώνουν τα μάγουλά μου. Ο αέρας όσο πήγαινε και δυνάμωνε και από το ύψωμα όπου βρισκόταν το σπίτι ήταν αδύνατον να τις συγκρατήσουμε.
Η Μαρίτσα με πλησίασε και με αγκάλιασε σφιχτά. «Δεν χάθηκε ο κόσμος, παλικάρι μου. Ευκαιρία να ανανεώσω τη συλλογή μου. Να ’χεις πάλι απασχόληση του χρόνου!».
Όχι και τόσο εύκολο να δεχτώ ότι “δεν χάθηκε ο κόσμος”, γιατί τρεις ομπρέλες μόνο καταφέραμε να συλλέξουμε τελικά. Οι υπόλοιπες, είτε πέταξαν για άλλη γη και άλλα μέρη, ή φρόντισαν να καλύψουν ανάγκες βροχερών ημερών, ντόπιων και παραθεριστών…
Από τότε μου έμεινε μια έντονη απέχθεια αλλά και φοβία για ανοιχτές ομπρέλες. Προτιμώ να γίνομαι παπί, παρά να παίρνω μαζί μου μία, έστω και αν ρίχνει καρεκλοπόδαρα!