ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

“Χόσικα Γκαρουφιάρηδων”: Αστειολογήματα παλαιών Καστοριανών

Τρεις Καστοριανοί, που είχαν τσακωθεί και δεν μιλούσαν μεταξύ τους, βρέθηκαν κάποια ημέρα στο καφενείο του “Ρόντσιε”. Αφού παρέμειναν εκεί αρκετή ώρα αμήχανοι και αμίλητοι, πήρε ο ένας το λόγο και είπε στους άλλους:

«Αρέ, τί κάθουμέστε, και κοιτάζουμέστε, αφού ξέρουμέστε;»

  • 2) Ένας Καστοριανός είπε κάποια μέρα στους φίλους του:«Αρέ, πάμε πουθενά, να δούμε κανέναν, να πούμε τίποτα».
  • 3) Ο Τσιόλκας (: Χριστόδουλος) πήγε μια μέρα στο καφενείο, βρήκε τον Νούμτσε (: Ναούμ), στον οποίο είχε δανείσει δυο φορές χρήματα και τον είπε:

– Αμπρέ, τι θα γένει μ’ εκείνο το παλιό το χρέος;

– Το παλιό το χρέος; Ξέχασέ το!

– Αμ με το νέο;

– Άστο να παλιώσει!

  • 4) Οι παλιοί Καστοριανοί αγαπούσαν υπερβολικά τη “Γκαρούφα”, που ήταν ψαρόσουπα μαγειρεμένη με καρύδια (!), σκόρδα και “ταλιμάδι”(;). Όσοι απ’ αυτούς βρίσκονταν στην ξενιτιά ανυπομονούσαν να γυρίσουν στην Καστοριά για να φάνε την πεντανόστιμη Γκαρούφα. Ένας απ’ αυτούς, που εργάζονταν στη Νέα Υόρκη, πήρε κάποτε το καράβι του γυρισμού κι έφτασε στην Ελλάδα. Μόλις κατέβηκε στον Πειραιά έστειλε αμέσως το εξής τηλεγράφημα στη γυναίκα του που ζούσε στην Καστοριά:«Έφτακα, φκιάκε γκαρούφα!».
  • 5) Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο βασιλιάς Παύλος επισκέφτηκε την Καστοριά. Οι προεστοί της πόλης τον υποδέχτηκαν με τις αρμόζουσες τιμές και του παρέθεσαν γεύμα με φαγητά της τοπικής κουζίνας, στα οποία περιλαμβανόταν βεβαίως και η ψαρόσουπα γκαρούφα.

Την ώρα που ο βασιλιάς έτρωγε τη γκαρούφα, ένας απ’ τους συνδαιτυμόνες ενθουσιάστηκε και φώναξε:

«- Ρούφα, ρούφα γκαρούφα, Σεβασμιότατε (!), έχουμε και τσιορβά.

– Μεγαλειότατε και όχι Σεβασμιώτατε, τον διόρθωσε ο διπλανός του.

– Με ξούφυγε, Μεγαλειότατε, είπε ο πρώτος».

6)     Όταν οι Σοβιετικοί έστειλαν τον πρώτο πύραυλο στο Διάστημα, θίχτηκε το έντονα πατριωτικό, αντιρωσικό και φιλοαμερικανικό συναίσθημα των Καστοριανών. Τότε λοιπόν, κάποια μέρα, ο Μανιός αντάμωσε στο Τσαρσί (= αγορά) τον Χρυσό και τον είπε:

  • – – Τόμαθες, αρέ μπέτσκα μ’ (= αρνάκι μου, καλέ μου); Οι Ρώσ’ πήγαν στο φεγγάρ’.
  • – – Σαν πήγαν, τι ! Κι εμείς θα πάμε στον ήλιο! Απάντησε ο Χρυσός.
  • – – Ναι, αλλά ο ήλιος κάβ’ (= καίει), είπε ο πρώτος.
  • – – Σαν κάβ΄, τι, εμείς θα πάμε τη νύχτα (!), είπε ο δεύτερος.

Σημείωση “Γκαρουφάδες” ή “Γκαρουφιάρηδες” αποκαλούσαν ειρωνικά τους παλιούς Καστοριανούς οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών και πόλεων, επειδή είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στο φαγητό “γκαρούφα”, που ήταν ψαρόσουπα παρασκευασμένη από κεφάλι γριβαδιού, καρύδια και σκόρδα.

Γιώργος Τ. Αλεξίου

fos-kastoria.blogspot.gr

Back to top button