Οι έρωτες, μεγάλοι και ανεκπλήρωτοι, σημαδεύουν τις ανθρώπινες ζωές. Δεν είναι λίγες οι φορές που η αγάπη είναι η τέλεια αφορμή για να γραφτεί ένα σπουδαίο τραγούδι. Οι δημιουργοί, εξάλλου, είναι πάνω απ΄ όλα άνθρωποι. Ποθούν και πονούν. Ραγίζουν μέσα τους. Συγκλονίζονται και συγκλονίζουν.
Αρχόντισσα
Θεσσαλονίκη, 1938. Ο μεγάλος Βασίλης Τσιτσάνης υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών. Ταξιδεύει συχνά στην Αθήνα για να ηχογραφήσει τραγούδια. Σε μια από τις επισκέψεις του, συναντά έναν παλιό του φίλο και συμμαθητή από τα Τρίκαλα, τον Λάκη. Εκείνος τον προσκαλεί να έρθει μαζί του σε ένα ζαχαροπλαστείο όπου είχε ραντεβού με μια πολύ όμορφη νέα κοπέλα, την Ελίζα. Ο Τσιτσάνης δέχθηκε. Την γνώρισε και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Όταν ο Λάκης σηκώθηκε για λίγο από το τραπέζι, εκείνη του έδωσε ένα χαρτάκι με τη διεύθυνσή της για να βρεθούν.
«Βασίλη», του εξολομογήθηκε, «εγώ δεν θα ερωτευτώ ποτέ ξανά στη ζωή μου. Κάθε βράδυ τον έχω δίπλα μου». Γυρνώντας το βλέμμα στο Λάκη, αναφώνησε: «Τι περιμένεις από εμένα; Να σου δώσω ελεημοσύνη; Αν οι συναντήσεις μας σου έγιναν έμμονη ιδέα εγώ δεν φταίω σε κάτι». Και κοιτώντας ξανά τον Τσιτάνη, είπε: «Εγώ, Βασίλη, δεν θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου». Στην αυτοβιογραφία του, ο Τσιτσάνης αναφέρει ότι η συνάντηση με την Ελίζα τον σημάδεψε. Η εικόνα της κοπέλας να φεύγει και του Λάκη να βάζει τα χέρια στο κεφάλι του απαρηγόρητος δεν έσβησε ποτέ.
Την επόμενη μέρα, ο Τσιτάνης πήγε στη διεύθυνση που του έδωσε η Ελίζα. Στάθηκε μπροστά από ένα μεγάλο αρχοντικό. «Αρχικά», εξιστορεί ο σπουδαίος δημιουργός, «πίστεψα ότι η διεύθυνση δεν ισχύει». Έκανε μερικές βόλτες γύρω από το σπίτι έως ότου άκουσε μια γυναικεία φωνή να τον καλεί. Μπήκε στο σαλόνι και είδε την Ελίζα να τον περιμένει. Μίλησαν για ώρα. Της ζήτησε να του εξηγήσει τι εννοούσε όταν του είπε ότι κάθε βράδυ «τον έχει δίπλα της». Εκείνη τον οδήγησε στο δωμάτιό της. Πίσω από μια κουρτίνα, του έδειξε μια προτομή. «Τον βλέπεις;», τον ρώτησε. «Αυτός είναι ο άγγελός μου. Κάθε βράδυ είναι δίπλα μου. Γελάμε και κλαίμε μαζί». Άγγελος ήταν το όνομα του άνδρα της, που σκοτώθηκε όταν έπεσε από τα βράχια μια μέρα που πήγαν παρέα για μπάνιο στη θάλασσα. Το πρόσωπο της κοπέλας σκοτείνιασε. Είχε σπασμούς σε όλο το κορμί. Όταν ήρθε το ασθενοφόρο να την παραλάβει, ένας γιατρός λέει στον Τσιτσάνη: «Συνηθισμένη ιστορία». «Αυτή η φράση με τσάκισε», θα γράψει χρόνια μετά ο συνθέτης.
Ο Τσιτσάνης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Έγραψε την «Αρχόντισσα» και συγκλόνισε την Ελλάδα. Συναντήθηκε άλλες δύο φορές με την Ελίζα. Η υγεία της επιδεινωνόταν διαρκώς. Έπινε και τα βράδια έβγαινε στους δρόμους. Μεθυσμένη έβριζε τους Γερμανούς. Ένας από αυτούς την εκτέλεσε επί τόπου το 1941. Ήταν 30 χρονών. Ο Τσιτσάνης, που τότε υπηρετούσε στο αλβανικό μέτωπο, πληροφορήθηκε για το χαμό της 7 χρόνια μετά, όταν τηλεφώνησε μια μέρα σπίτι της.
«Το 1973», αναφέρει ο Τσιτάνης, «είμαι σε ένα μαγαζί για να αγοράσω πουκάμισα. Με πλησιάζει ένας κύριος και με αγκαλιάζει. Μου είπε ότι ήταν ο αδελφός της Ελίζας. Ήταν αυτός που απάντησε στο τηλεφώνημά μου το 1948».
Η Ελίζα υποσχέθηκε στον Βασίλη Τσιτσάνη ότι δεν θα φύγει ποτέ από τη ζωή του. Και δεν έφυγε ποτέ…
Του Γιάννη Αλέξανδρου Ιωαννίδη
ΑΠΕ