Καστοριά

“Ο ξυλόγλυπτος Δον Κιχώτης”: Πρωτοχρονιάτικο διήγημα της Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπου

Ανεβαίνω στο υπεραστικό ακριβώς την ώρα που ο οδηγός ετοιμάζεται να κλείσει τις πόρτες. Κι ακούω αρκετούς επιβάτες να σιγοψιθυρίζουν: «Τελευταία στιγμή, η κυρία! Ολόκληρο λεωφορείο να την περιμένει…»

Τελευταία στιγμή, ναι. Το λεωφορείο, ωστόσο, δεν καθυστέρησε ούτε λεπτό! Το ταξίδι εντελώς αναπάντεχο. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Τηλεφώνημα από κοντινό συγγενή για επείγουσα εισαγωγή στο νοσοκομείο της θείας, η οποία έμενε μόνη τα τελευταία δύο χρόνια. Και το υπεραστικό γεμάτο. Τέσσερις ώρες ορθοστασία, λοιπόν. Ακουμπώ στην πλάτη του τελευταίου καθίσματος και προσπαθώ να βολευτώ όσο το δυνατόν πιο σταθερά. Είμαι αποφασισμένη να προχωρήσω και να καθίσω στο σκαλοπάτι της μεσαίας εξόδου, αν φυσικά δεν μου βάλει τις φωνές ο οδηγός. Πώς να αντέξω όρθια και σε τέτοια ψυχική διάθεση; Προτού, όμως, να κάνω δύο ασταθή βήματα προς τα μπρος, σηκώνεται ένας νέος άντρας από το τελευταίο κάθισμα και μου απευθύνει τον λόγο, δείχνοντας τη θέση του: «Καθίστε, παρακαλώ. Εγώ θα βολευτώ, μη σας απασχολεί αυτό». «Μααα…» Δεν προφταίνω να ολοκληρώσω τη φράση μου. Με πιάνει από τους ώμους και με βάζει να καθίσω. Αμήχανη, παρατηρώ τον νέο αυτόν άντρα που στέκει όρθιος μπροστά μου. Ισχνό πρόσωπο, έντονα ζυγωματικά, φρύδια μαύρα και πυκνά. Τα μάτια του, μεγάλα και κατάμαυρα. Εκείνο, πάντως, που ξεχωρίζει, είναι η γερακίσια μύτη, η οποία καταλήγει σε ένα πυκνό μουστάκι. Χείλη μετά βίας διακρίνονται, γιατί, ακριβώς κάτω απ` αυτά, αρχίζει ένα πυκνό, κοντό υπογένειο, πολύ περιποιημένο. Και, όπως στέκει όρθιος μπρος μου, κάτι μου θυμίζει, αλλά τι; Την ίδια στιγμή τείνει το δεξί του χέρι με ένα πακετάκι μαστίχες και λέει ευγενικά: «Μπορώ να σας προσφέρω μία;» Δέχομαι την προσφορά και προσπαθώ να θυμηθώ πού έχω ξαναδεί το πρόσωπό του. Εις μάτην…Τότε ακριβώς σταματά το λεωφορείο και η γυναίκα που κάθεται δίπλα μου κατεβαίνει σε μία στάση έξω από το πλησιέστερο χωριό. Να λοιπόν που η υποχρέωση στον μυστηριώδη συνεπιβάτη μου λύνεται και του παραχωρώ τη θέση του αφού έχω ήδη βολευτεί στη διπλανή, στο παράθυρο. -«Σας βλέπω κάπως αναστατωμένη. Σας συμβαίνει κάτι σοβαρό;». Η ερώτησή του με βρίσκει απροετοίμαστη, αλλά αμέσως μετά αρχίζω να του αφηγούμαι τον λόγο του εσπευσμένου μου ταξιδιού. Πληροφορούμαι στη συνέχεια ότι είναι νέος γιατρός και ήλθε στην πόλη μας για να αποχαιρετήσει μερικούς καλούς φίλους. Ο ίδιος ανήκει πλέον στους γιατρούς χωρίς σύνορα και θα αναχωρήσει για την Αφρική, όπου σκοπεύει να μείνει για τουλάχιστον δύο χρόνια. Οι γονείς του; ρωτάω διστακτικά. Ω, δεν ήταν εύκολο να τους πείσει, θα συνηθίσουν τελικά στην ιδέα. Άλλωστε, από μικρό παιδί του άρεσαν οι περιπέτειες, καταλήγει. Συνεχίζουμε την κουβέντα σε όλη τη διαδρομή. Μαθαίνει για τη δική μου ζωή, μου εξιστορεί ενδιαφέροντα περιστατικά από τη δική του. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν οι τέσσερις ώρες. Στον σταθμό αντευχόμαστε τα καλύτερα και παίρνω ταξί για το νοσοκομείο, ενώ ο στρατευμένος γιατρός παίρνει το αστικό για το σπίτι του.

Σ` όλη τη διαδρομή προσπαθούσα να φέρω στη μνήμη μου πού είχα ξαναδεί τη φυσιογνωμία του, δίχως να τα καταφέρω. Οι έγνοιες με την άρρωστη θεία και πολλές άλλες με απορρόφησαν εντελώς. Δεν απασχόλησα περισσότερο το μυαλό μου με το τόσο οικείο μα και τόσο άγνωστο πρόσωπο του μουσάτου νέου.

Το επόμενο καλοκαίρι βρέθηκα με φιλική παρέα στην Ισπανία. Απόφαση ειλημμένη από πριν: όχι όλη την ώρα στα μαγαζιά για ισπανικές πορσελάνες και μαργαριτάρια. Προτιμότερο στον ελεύθερο χρόνο μου να τριγυρίζω στους δρόμους και να παρατηρώ την ζωή των ντόπιων. Δεν είχα προχωρήσει ούτε πενήντα μέτρα στη μεγαλύτερη λεωφόρο της Μαδρίτης, την Grand Via, όταν καρφώθηκε το βλέμμα μου σε μία βιτρίνα ενός καταστήματος με ξυλόγλυπτα αντικείμενα. Εκεί, σκαλισμένος σε ξύλο, έστεκε ο νέος που μου είχε προσφέρει πριν μερικούς μήνες τη θέση του στο λεωφορείο. Ο Δον Κιχώτης, μου εξήγησε ο υπάλληλος, όταν μπήκα να ρωτήσω για το ξυλόγλυπτο της βιτρίνας. Μαζί με τον Σάντσο Πάνσα, τον πιστό του ιπποκόμο. Και τοποθέτησε το ζευγάρι των ξυλόγλυπτων επάνω στον πάγκο. Ζήτησα να μου τα πακετάρουν, χωρίς καν να ρωτήσω την τιμή τους. Και τότε θυμήθηκα πότε είχα δει για πρώτη φορά τον Δον Κιχώτη. Μα στα Κλασσικά Εικονογραφημένα των παιδικών μου χρόνων!

Έκτοτε, οι αχώριστοι σύντροφοι, στέκουν στο παραγώνι επάνω και συχνά γυρίζει το μυαλό μου στον νέο εκείνο γιατρό που του άρεσαν οι περιπέτειες και βρέθηκε στην Αφρική. Άραγε τι απέγινε; Δον Κιχώτης κι αυτός που κυνηγούσε ανεμόμυλους; Πολεμάει ακόμη την πείνα και τις αρρώστιες των κακόμοιρων Αφρικανών; Βρήκε εκεί την Δουλσινέα του και πήρε άλλο δρόμο η ζωή του;

Απάντηση αρνούνται να μου δώσουν τα ξυλόγλυπτα…

 

Back to top button