Άργος ΟρεστικόΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Πρωτοχρονιά στο παλιό Πετροπουλάκι


Τη μέρα των Χριστουγέννων, πηγαίναμε νύχτα στην Εκκλησία μικροί-μεγάλοι. Την Πρωτοχρονιά πηγαίνανε πάλι νύχτα, αλλά μόνο οι γέροντες. Οι νεότεροι ετοιμάζονταν για το Καρναβάλι. Οι προετοιμασίες βέβαια γίνονταν πριν από πολλές μέρες, ώστε την μέρα της Πρωτοχρονιάς να είναι όλα έτοιμα.
Ξεχύνονταν από τις γειτονιές παρέες-παρέες και μάλιστα για να μην τους καταλάβουν, ποιοι είναι, βγαίνανε έξω από το χωριό και μπαίναν από διαφορετική γειτονιά, ώστε να τους μπερδεύουν. Έτσι ο Κώστας και ο Καραπαύλης μπαίνανε από την κατεύθυνση του προφήτη Ηλία. Ο Κώστας ανεβασμένος πάνω σε γάϊδαρο ήταν Αϊ-Βασίλης, τον έσερνε από το καπίστρι ο Καραπαύλης τραγουδώντας τα Κάλαντα:
Άγιος Βασίλης έρχεται
Από την Καισαρεία
………………….
Όταν είχε πολύ χιόνι τα τετράποδα δεν ακολουθούσαν τα καρναβάλια. Πανικός έπιανε τις υπόλοιπες παρέες, μη λάχει και αργήσουν και δεν βγουν πρώτοι στο πανηγύρι του καρναβαλιού. Αχτύπητο δίδυμο αποτελούσε ο Κύρος με τον Μήτσο Τσούτσε. Ο Κύρος έπαιζε το ρόλο του αρκουδιάρη και ο Μήτσος Τσούτσε φορώντας γουρουνόδερμα, κάλυπτε το πρόσωπό του , παριστάνοντας την αρκούδα. Δεμένη η αρκούδα με αλυσίδες, βάδιζε ή χόρευε τους ρυθμούς του τύμπανου, που βαρούσε ο αρκουδιάρης, εκτελώντας τα θελήματά του. Τα παιδιά όταν τους έβλεπαν φεύγανε μακριά και κρύβονταν στα κρεβάτια των οντάδων. Μια φορά, καθώς γύριζαν τα σπίτια, αυτή η αρκούδα πλησίασε και αγκάλιασε ένα παιδί του Θανάση Σταυρόπουλου. Όπως όλα τα παιδιά και αυτό φοβήθηκε και μάλιστα έπαθε νευρικό κλονισμό. Από τότε αρρώστησε βαριά. Τα παιδιά μπορεί να χαίρονταν με τα καρναβάλια,αλλά φοβούνταν πολύ τις άγριες φιγούρες, τους θόρυβους από τα κυπροκούδουνα, τα όπλα και τα σπαθιά. Πάντως στα σπίτια οι μεγάλοι περίμεναν την αρκούδα και αυτή με την σειρά της πατούσε στη μέση, αφού ξάπλωνε στο χώμα, όσοι είχαν πρόβλημα υγείας για να απαλλαγούν από τις αρρώστιες.
Οι παρέες πολλές φορές σμίγανε και με «όργανα» πήγαιναν στα σπίτια, όπου τους κερνούσαν και μαζεύανε λεφτά.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας έβγαιναν οι εκκλησιαζόμενοι στους δρόμους για τα σπίτια τους. Τα καρναβάλια φρόντιζαν να ανταμώνουν τους πιο κουβαρτάδες στον δρόμο. Εκεί ένα παιδί έπεφτε κάτω στο χιόνι και έκαμνε τον μισοπεθαμένο.
– Εσύ τον σκότωσες, έλεγαν. Να φέρουμε τον γιατρό μας να τον κάνει καλά και να τον πληρώσεις. Ερχόταν ο Καρνάβαλος γιατρός, το εξέταζε, σηκωνότανε το παιδί και ο γιατρός απαιτούσε την αμοιβή του.
– Πάρε πέντε δραχμές.
– Αυτά δεν φτάνουν, δώσε και άλλα.
Αφού συμφωνούσαν στο ποσό, τον αφήνανε να πάει στο σπίτι. Οι μασκοφόροι κυνηγούσαν τις περισσότερες φορές, ορισμένους που είχαν χρήματα, όπως το Ζήση Σιδηρόπουλο, το Χρήστο Θωμόπουλο, τον Αλέξη Δημητρόπουλο κ.α.
Αφού οι παρέες γύριζαν όλα τα σπίτια, μάζευαν χρήματα και διάφορα άλλα πράγματα, μαζεύονταν όλοι στην Πλατεία του χωριού, όπου γίνονταν το γλέντι μέχρι το βράδυ. Έτσι οι χωριανοί ξεχνούσαν τα βάσανα τους, τους πόνους και έπαιρναν δύναμη για την καινούργια χρονιά.
Χαρακτηριστικό της ημέρας ήταν η Βασιλόπιτα, φτιαγμένη με τραχανά (Τραχανόπιτα), όπου βάζανε μέσα νόμισμα, την στρούγγα και ένα στάχυ σταριού. Ανάλογη σημασία είχε σε όποιο μέλος της οικογένεια τύχαινε ένα από τα τρία δώρα.
Για την Πρωτοχρονιά όλα τα σπίτια φτιάχνανε την λεγόμενη «γλυκειά πίτα», σαν τον συνηθισμένο μπακλαβά, που ξετρελαίνονταν τα παιδιά και οι μεγάλοι.
Αφού τελείωναν οι γιορτές αυτές, οι κάτοικοι επέστρεφαν στους κανονικούς ρυθμούς της ζωής, οι μαθητές πηγαίνανε στα σχολεία και οι μυλωνάδες στους μύλους μέχρι τις Αποκριές.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1. Καρναβάλια 1967.
Ο Κίτσος είναι νύφη και ο Βαγγέλης γαμπρός.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2.
Τα παιδιά του χωριού ντυμένα καρναβάλια
Αντώνης Σιδηρόπουλος

Back to top button