Το ξυλόχτενο χτυπά δυνατά, αράδα-αράδα και το υφαντό παίρνει μορφή, γεννιέται με τη συνοδεία των ήχων του αργαλειού της υφάντρας Γκόλφως Μαρκεζίνη, που ξεσηκώνει το παρελθόν, και με αγάπη, κρατώντας γερά τη σαΐτα, το ταξιδεύει στο σήμερα του Μεγανήσιου.
Μέχρι και την τελευταία μου πνοή θα κρατώ τη σαΐτα.
Η Γκόλφω Μαρκεζίνη είναι 86 ετών και παραμένει η καλύτερη υφάντρα του νησιού. Μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων εκμυστηρεύεται ότι «μέχρι και την τελευταία μου πνοή θα κρατώ τη σαΐτα. Εγώ τον αργαλειό μου τον αγαπώ και δε θα σταματήσω να φτιάχνω σαΐσματα, ταπέτα, σεντόνια, μεντανίες, πετσέτες και όλα τα υφαντά, με το ανεμίδι μου. Αυτός με έζησε, μεγάλωσε το παιδί μου, αυτός με έντυσε, αυτός μου έδωσε χαρά».
Γιατί οι γονείς της την έκρυβαν στο σπίτι
Το όνομα Γκόλφω της το έδωσαν γιατί ήταν πολύ όμορφη «με έκρυβαν δυο μήνες οι γονείς μου, γιατί τότε μπαίνανε να ασημώσουν το παιδί. Οι συγγένισσες έδιναν ένα λεφτό και για να μη με δει καμιά γυναίκα που ήθελε να με ασημώσει, με βασκάνει και πεθάνω, με έκρυβαν δεν με έβγαζαν έξω». λέει και γελάει και συνεχίζει «η μάνα μου, έκανε πέντε αγόρια στη σειρά και έζησαν τα τρία. Όταν ρωτούσαν τα αδέλφια μου, τι θα κάνει η μαμά σου, έλεγαν μια Γκόλφω, όταν γεννήθηκα με έβγαλαν Γκόλφω. Ήθελαν τόσο πολύ να κάνουν κορίτσι οι δικοί μου, που ο πατέρας μου, που ήταν ψαράς, έλεγε στα αδέλφια του, ότι το πρώτο ψάρι που θα βγάλω όσο μεγάλο και να είναι και 15 κιλά, θα είναι δικό σας, εάν μου πείτε ότι γέννησε η γυναίκα μου κορίτσι και όταν του το είπαν δεν το πίστευε και ήθελε να με δει από κοντά για να σιγουρευτεί».
Η ογδονταεξάχρονη με τα ζωηρά ματιά περιγράφει τη δύσκολη ζωή της. «Από 20 ετών είμαι χήρα, ούτε χόρεψα, ούτε τραγούδησα, μεγάλωσα την κόρη μου με τον αργαλειό μου και σήμερα έχω και την εγγονή μου. Πήγε ο άνδρας μου στην Αμερική και σκοτώθηκε, έπεσε από το καράβι. Όλοι έλεγαν ότι ήμασταν το ωραιότερο ζευγάρι του νησιού».
Παρά τις δυσκολίες, η Γκόλφω δεν εγκατέλειψε τον τόπο της
Παρά τις δυσκολίες, η Γκόλφω Μαρκεζίνη δεν εγκατέλειψε ποτέ τον τόπο της: «δεν έχω φύγει ποτέ από το Μεγανήσι. Τον χειμώνα είναι δύσκολα τα πράγματα, δεν έχουμε συγκοινωνία, δεν έχουμε γιατρούς μόνιμους. Η ζωή μας είναι πάρα πολύ δύσκολη δεν έχουμε ούτε τα απαραίτητα, δεν φέρνουν τα καταστήματα πολλά εμπορεύματα, γιατί πάνε χαμένα. Από τον Μάρτιο όμως όλα αλλάζουν, ανοίγουν οι δουλειές, όλοι προετοιμάζονται για το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι χαίρεσαι να κάθεσαι να κοιτάς τον κόσμο, τους τουρίστες που είναι όλοι χαρούμενοι και τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα. Όποιος έχει κτήματα και ξενοδοχεία εδώ, είναι άρχοντας».
Μπορεί ο αργαλειός να είναι η μεγάλη της αγάπη, αλλά όπως λέει από μικρό παιδί εργάζεται στους αγρούς, ενώ για ένα μεγάλο διάστημα υπήρξε και η μαμή του Μεγανησίου. «Από μικρή δουλεύω, ήμουν αγρότισσα, δούλευα πάρα πολύ, πάταγα τα σταφύλια για να βγάλουμε κρασί και τα ποδαράκια μου έκαναν πληγές από τα τσαμπιά» δηλώνει συγκινημένη και αναφέρει πως «ήμουν όμως και η μαμή του νησιού, 20 παιδιά έφερα στον κόσμο, έφτιανα ενέσεις, έβγαζα δόντια, έφτιανα τα ποδάρια, τις πλάτες και τα χέρια που έσπαγαν οι γριές και τα παιδιά. Είμαι η «κυρά Ρίζω» από τις Άγριες Μέλισσες… μου λένε… Παλιότερα μου ζήτησαν να πάω στην Πρέβεζα για να γίνω μαμή στον καλύτερο γυναικολόγο, αλλά δεν μπορούσα να αλλάξω τον τόπο μου, να αφήσω το νησί μου, με τίποτα».
Η Γκόλφω Μαρκεζίνη και η οικογένεια της παραμένουν φύλακες του απομακρυσμένου νησιού του Ιουνίου πελάγους. Το Μεγανήσι δεν είναι απλά ο τόπος που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν είναι το σπίτι τους. «Αγαπάμε τον τόπο μας και εμείς θα μπορούσαμε να φύγουμε, να έχουμε δουλειές, αλλά αγαπάμε πολύ αυτόν τον ταλαιπωρημένο τόπο. Η κοπέλα μου (η κόρη μου) έφυγε, πήγε δυο χρόνια στην Πάτρα, αλλά δεν άντεξε και γύρισε εδώ. Εδώ τα έχουμε όλα, έχουμε κτήματα, λίγα προβατάκια, κότες, αβγουλάκια, το λάδι μας, τα δικά μας κρέατα και παίρνω και 400 ευρώ σύνταξη. Όλα στο σπίτι μας είναι δικά μας, δεν αγοράζουμε σχεδόν τίποτα» περιγράφει με περισσή περηφάνια.
ΑΠΕ