Όλο και συχνότερα έρχονται στη δημοσιότητα περιστατικά έμφυλης βίας και γυναικοκτονιών. Είναι οι διαστάσεις του φαινομένου που μεγεθύνονται ή η ορατότητά του; Τι το συντηρεί και ποιος είναι ο ρόλος των επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Ο Δρ Βασίλης Κιοσσές, Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ιατρικής, απαντά
*Γράφει ο Δρ Βασίλης Κιοσσές, Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ιατρικής
Το 2022 οι γυναικοκτονίες ήταν 24, το 2021 οι γυναικοκτονίες ήταν 31, το 2020 ήταν 19. Φέτος, μέχρι και το τέλος Νοεμβρίου οι γυναικοκτονίες έφτασαν τις 8, ενώ για την ίδια χρονιά οι καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία που έφτασαν στην Αστυνομία ήταν σχεδόν 10.000.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι αναδεικνύοντας πως το φαινόμενο της έμφυλης βίας ήταν και είναι εδώ και απαιτεί την προσοχή μας. Στη βάση της, η έμφυλη βία ξεκινά από ένα σύστημα πεποιθήσεων που θεωρεί τη γυναίκα και οποιαδήποτε θηλυκότητα υποδεέστερη, πάνω στην οποία ο άνδρας έχει εξουσία και μπορεί να διαχειρίζεται από θέση ισχύος.
Θα ήταν αρκετά να ριψοκίνδυνο να πούμε πως αυτή τη στιγμή η βία κατά των γυναικών έχει αυξηθεί, συνεπώς θέλω να είμαι εξαιρετικά προσεκτικός στις σκέψεις και τις τοποθετήσεις μου. Η αίσθησή μου είναι πως αυτή τη στιγμή πράγματι η έμφυλη βία έχει αποκτήσει μεγαλύτερη ορατότητα, τίθεται ως ζήτημα στο δημόσιο διάλογο, τίθεται ως ερώτημα στα θεσμικά όργανα, υπάρχει περισσότερη πρόσβαση στην πληροφορία, έχουν δημιουργηθεί συλλογικότητες που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών.
Συμβαίνει όμως και κάτι ακόμα. Αυτή τη στιγμή τα θύματα, οι επιζώσες και όσες έχουν υποστεί οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης ολοένα και περισσότερο αναζητούν βοήθεια. Αυτό δείχνει σε κάποιο βαθμό μια εμπιστοσύνη προς διάφορες δομές υποστήριξης γυναικών και ταυτόχρονα πως η βία κατά των γυναικών είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα και όχι μια ιδιωτική υπόθεση.
Η πολιτεία αρνείται αυτή τη στιγμή να αναγνωρίσει τον όρο «γυναικοκτονία» και αυτό είναι πράγματι μία σοβαρότατη παράλειψη. Η γυναικοκτονία αποτελεί την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας και στην Ελλάδα και όσο δεν αναγνωρίζεται, τόσο περισσότερο η πολιτεία στέλνει ένα μήνυμα ανοχής στους θύτες. Το διακύβευμα δεν είναι μόνο η ποινική αναγνώριση του όρου αλλά και η ένταξή του στον ποινικό κώδικα. Και ενώ το κοινωνικό ενδιαφέρον έχει αυξηθεί για τον όρο γυναικοκτονία, η πολιτεία αδρανεί. Όσο λείπει ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο να αναγνωρίζει πως οι γυναίκες αυτές έχουν υποστεί την πιο ακραία μορφή βίας λόγω του φύλου τους, τόσο δεν αναγνωρίζεται πως οι γυναικοκτονίες αποτελούν συστημική βία.
Από την άλλη είναι εξαιρετικά θλιβερό να ξεκινήσουμε να περιγράφουμε τί είναι αυτό που θα πρέπει να κάνουν οι γυναίκες προκειμένου να νιώθουν προστατευμένες και θωρακισμένες. Είναι θλιβερό γιατί θα είναι σαν να ζητάμε από τα θύματα να αναλάβουν την ευθύνη της βίας που υφίστανται «επειδή δεν ήταν αρκετά προστατευμένες» ή επειδή «δεν πρόλαβαν».
Επιπλέον, ενώ η πολιτεία έχει πάνω από 40 συμβουλευτικά κέντρα γυναικών, ξενώνες φιλοξενίας αλλά και την τηλεφωνική γραμμή SOS στην Ελλάδα, σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετά. Αυτή τη στιγμή μία γυναίκα θα ταλαιπωρηθεί πολύ εάν πέσει θύμα σεξουαλική παρενόχλησης ή βιασμού καθώς θα χρειαστεί ιατροδικαστική εξέταση για να το αποδείξει (εκτός από το ψυχολογικό φορτίο που απαιτείται για να φτάσει εκεί) σε πολλές περιοχές της περιφέρειας δεν υπάρχει πρόσβαση. Επιπλέον η δευτερογενής θυματοποίηση των γυναικών από φορείς ασφάλειας και φορείς υγείας λειτουργούν εξαιρετικά αποθαρρυντικά για τις γυναίκες που αποφασίζουν να καταγγείλουν τη βία που υφίστανται. Δεν αρκεί λοιπόν μόνο η δημιουργία ενός ακόμα φορέα που ασχολείται με την έμφυλη βία αλλά απαιτείται η διασύνδεση φορέων και η κατάρτιση του προσωπικού που θα δημιουργεί ένα ασφαλές πλαίσιο για τις γυναίκες και τις θηλυκότητες.
Η πρόκληση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας
Η μεγαλύτερη πρόκληση των ψυχολόγων αλλά και των επαγγελματιών ψυχικής υγείας εν γένει είναι να μπορέσουν να αφουγκραστούν τον εσωτερικευμένο σεξισμό ο οποίος υπάρχει a priori στον καθένα και την καθεμία μας ξεχωριστά. Χρειάζεται να μπορούμε να είμαστε σε επαφή με το πως έχουμε ενσωματώσει τα έμφυλα στερεότυπα, στα οποία είμαστε όλες και όλοι εκτεθειμένοι και πως μπορούμε να τα αποδομήσουμε στην καθημερινή μας πρακτική.
Από την άλλη έχει σημασία να αναγνωρίζουμε και να επικυρώνουμε, όχι από θέση ισχύος, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία γυναίκα απλά και μόνο επειδή είναι γυναίκα. Αυτό έχει μεγαλύτερη αξία ακόμα περισσότερο για εμάς τους cis άντρες οι οποίοι βρισκόμαστε σε προνομιακή θέση σε αυτή την πατριαρχική κοινωνία. Αυτό το προνόμιο δεν είναι ούτε επιλογή ούτε ευθύνη μας. Η ευθύνη μας έγκειται στο να μπορούμε να το αναγνωρίζουμε ακόμα και μέσα στη θεραπευτική σχέση.
Θα ήθελα να είμαι περισσότερο αισιόδοξος από όσο είμαι τώρα σχετικά με το κατά πόσο το φαινόμενο της έμφυλης βίας μπορεί να εξαλειφθεί. Και αυτό γιατί η κακοποίηση των γυναικών και των θηλυκοτήτων βασίζεται σε ένα ολόκληρο σύστημα πεποιθήσεων. Αυτό το σύστημα είναι αρκετά άκαμπτο και είναι πολύ δύσκολο να εκριζωθεί, όσο εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους άλλους και να κλονίσουμε πεποιθήσεις που έχουν ενδοβάλει γενιές ολόκληρες.
Έχοντας δουλέψει με γυναίκες θύματα έμφυλης βίας ως ψυχολόγος στο Συμβουλευτικό Κέντρο Γυναικών του δήμου Καστοριάς για σχεδόν 7 χρόνια, παρατηρώ και καταλήγω πως η σκληρότερη επίπτωση της έμφυλης βίας είναι πως διαμορφώνει ταυτότητες. Η εικόνα που έχει μια γυναίκα μετά από τη βία που υφίσταται επιδρά με τέτοιο τρόπο ώστε διαστρεβλώνεται η εικόνα που έχει για τον εαυτό της. «Το άξιζα», «το προκάλεσα», «θα μπορούσα να το προβλέψω», «θα μπορούσα να το προλάβω».
Αυτό το κείμενο λοιπόν ας είναι μια υπενθύμιση σε όλες αυτές τις γυναίκες πως είναι περισσότερα από τη βία που έχουν υποστεί.