Καστοριά

«Πώς πέρασα το Δωδεκαήμερο» (του Νίκου Μπαλιάκα)


Σαν κάτι μ’ έπιακε και αδουκήθκα τα σκολικά τα χρόνια, να φιάκω μιαν έκθεσις σαν τότε, δώρος για την κερά δασκάλα μου, την Καλλιόπη την σχωρεμένη…
Το λοιπόν ρχινάω με τα κόλιεντα.
Είπαμε να καλαντίσουμε με τη Μύση, σα κάθα χρόνο. Μαζέφκαμε λοιπόν στου γραφείγιου και ντύθκαμε με τα καναγκιουρίσια τα στράνια. Οι τζούφκες κι οι κυρές με τις στόφες, τα φέσια με τους πλουμιστούς τεπέδες και τις χρυσές τις φούντες, τα σαγιάκια τα κεντητά και τις λεμαρές στουν λαιμό και στα μανίκια, άντε και τα φλουριά και τα γκούρτσουλα στα στήθια, λέλε λέλε… μόνε κουσές που δεν είχανε, γιτί σήμερις τα θηλυκά τα μαλλιά τους τα φκιάνουν απ’ τη μια σαν φουκαλιστήρια, απ’ την άλλη σαν συρματόβουρτσες απ’ αυτές που έχουν οι σταματωτάδες ή σαν έζιοι μαδημένοι… Άντε φιάκε κουσά αν μπορείς… ε; μπορείς; ε; Έβαλαν απου πάνου και τζιουμπέδες και γουναρικά, κι έτοιμες!
Φόρεσάμε κι εμείς οι άντρηδες, οι μπίρτσιοι, οι καμαρωτοί τι να σε πω, κρούγματα ένα πράμα, τα αντεριά μας, τα ριγωτά, τα σταυρωτά, έβαλάμε και τα φέσια μας τα τουνούζικα (μη και αστοχήσουμε τον σουλτάνο ντε), τα ζουνάρια καλοδεμένα και σφικτά να μάσουν λίγο-λίγο τις πατσές και τα κιμπαριλίκια στις κοιλιές, φόρεσάμε και ότι πίσημα παλιά παλτά βρήκαμε από μακαρίτες, έτοιμοι κι εμείς…
Ήρθαν και τα βγελιά και βουρ στις ούλτσες και τα σουκάκια… μπαρ μπαρ μπαρ, μπαρ μπαρ μπαρ, τραγούδησάμε ένα γκερεμέ, το κουτί άδειο από ευρωκατσίδες, και για, φτάνουμε στο δεσποτικό. Πιάνουμε του λακαρντί απ’ έξω, τι να ειπούμε στον δέσποτα. Άλλος κι ετούτος. Από κανα δυό χρόνια που σέβηκε, έφιακε δικά του κόλεντα να του τα λέει ου κόζμος ντε και καλά για του δώκει τον δώρο. Κατοσταριές χρόνια ίδια κι απαράλαχτα, κι τα πείραξεν ετούτος. Το λοιπόν, λέμε αναμεταξύ μας θα να ειπούμε τα καναγκιουρίσια κι ας είναι ο δώρος για λίμα. Είχαμε σωσμένα και κάτι σκαρωμένα στίχια από καιρόν ειδικά για δεσποτάδες, που λέγανε κάτι για προσόντα και κέτοια, και έκαναν τις μπάμπες να κοιτιούνται και να δαγκώνουνται στα μουλωχτά.
Σεβαίνουμε λοιπόν στον δέσποτα, να ευκές και κεράσματα, και ρχινάμε τα κόλιεντα. «Γραμματικός και λειτουργός», «σ΄αυτό το σπίτι πούρθαμε», «Καλέ Παναγιώτατε, Χρυσέ μας Ποιμενάρχα», κι άλλα αποτέτοια δικά μας.
Λέμε λέμε λέμε, ρχινάει αυτός : «τώρα δα ειπείτε και τα δικά μου»;
«Όχι» εμείς!
«Άμα δα ειπείτε τα δικά μου, διπλός ο δώρος» αυτός τον χαβά του.
«Αβρε δεν γένεται λέμε, το αντέτι δεν αλλάζει.» Ημείς εκεί στυλωμένοι στο πείσμα.
«Σας λέγω ότι με τάπανε κατά πως θέλω εγώ, και σχολεία και συλλόγοι πριν από σας, για να πάρουνε τον διπλό τον δώρο» (μέχρι την μητρόπολη ακούστηκαν από τους Μύλους τα κόκκαλα των αποθαμένων). Δούλοι του Θεού και δούλοι του παρά, ένα και το αυτό… τι να ειπείς…
«Όχι» και πάλι εμείς.
Στου σώνι μας έδωκε το τσιούτσκανο το δώρο, τσοκολατάκι και λικεράκι, κι «Άϊντε μπαϊντός, και του χρόνου». Έφυγάμε και πήγαμε παραδίπλα στον πούστο τον Λίπο με τα γιουφτόκαρφα και τις γουδέλες, να τουν δώκουμε κουράγιο, αγάπη κι έγνα τουν καψερό. Ντουλτσό μετά, και χαιρετήθηκάμε για του χρόνου και πάλι γεροί.
Πέρασάνε οι μέρες, γιάτη η Πρωτοχρονιά με φαγί άσουτο από σαρμάδες, αρμιόπιτες, σουτζούκια και μπιλίτσκες, πιοτί από κράσσον ωραίο μπρούσικο ματουμένο, ρακές, άργανα, χόσικα και σιακάδες, κάτι πρώτα μπουλούκια να ρίχνουνται, όλα καλά. Κότα, πήτα τον Γενάρη, κόκκορα τον Αλωνάρη απού λέμε εδώ στο Κάστρο…
Γιάτα και τα Φώτα, στην ώρα τους, σαν τον λογαριασμό της ΔΕΗ… Με λαμπούσκες και ντουμανίτσες μας τηρώ σε καναν καιρό… Ικεί να δείτε σείσματα, τσακίσματα και λουϊστά και φανταχτερά. Τζουμ ταρατατζούμ, με ξαπτέρυγα, κονίσματα, αγιαστούρες, γκιλιβντένια, όλνοι οι κόζμοι παράτα, με τους παπάδες και τουν δέσποτα στο κεφάλι, κόσιεψαν τουν κατήφερο ‘πο την μητρόπολη στουν Σταυρό. Αρχίνισε τις φουνές ου δέσποτας «Εν Νιορδάνη…» αμολάει τουν σταυρό στη λίμνη, γιάτοι πεντέξη στούρνοι πουσταλιάδες γκόλιαβοι ρίχνουνται ‘πο τα καράβια γύρω γύρω να τουν πιάκουν, μπιτουκλώνουνται, μπατακώνουνται, μπουχανιές, δαγκώματα και τσιμπήματα και στου σώνι ένας τα καταηφέρνει και τουν δίνει πίσω στουν παπά. Παίρνει τον δώρο του έναν τσούτσκανο σταυρό, και βουρ κατευθείαν για τσιάι και βεντούζες από την μάνα του την καψερή μην και «προβοδήσει» αρχύτερα την ώρα του τον γιόκα της. Αμέσως μετά άρχίνεψαν οι κόζμοι να τζουκώνουν νερό από την λίμνη, ντεμέκ αγιασμένο, κι έτρεχαν μετά ζαρ-ζαρ στουν χαλέ, μη τους απολυθούν τσαρτσαλίδες και γιομόσουν τα βρακιά…

Άϊντε ντε, ήρθε και του τρανό του αντέτι… Τα Ραγκουτσιάργια… ή το Καστουργιανό του καρναβάλι, να το πούμε κι έτσι για να καλοπιάσουμε ψίχα και τους πουσταλιάδες που τους πιάνει ου γκούσμανος άμα πάνε να πούνε Ραγκου…, και γκουρλώνουνται, φτιούνε και βήχουνε, άσε…
Μαζέφκαμε πάλι στην Μύση.
-Αρέ τι θα φκιαστούμε; Ρωτάει η Φιγένη.
-Ηγώ λιέγω καστουργιανές νάβες ή μιλιτένιες ή ανεμικές. Ησείς τι λιέτε;
-Ημείς λιέμε ναϊάδες;
-Νεάδες; Τι είναι τούτο;
-Πρώτα πρώτα είναι ναϊάδες αρέ οξουπαρμένε κι όχι ναιάδες. Δε τηράς τα διαλυτικά;
-Α έτσι τα λιέν αυτά; Ηγώ πάλι νόμισα τίποτας μυγουχέσματα είναι.
-Το λοιπόν είναι οι νεράϊδες το ίδιο με αυτές τις καστουργιανές απού λες ισύ, αμά ναϊάδες τις καταλαβαίνουν καλύτερα οι ντανούκηδες οι παλιολλαδίτες που θα μας δούνε στου γυαλί.
-Θα να φκιαστούμε και νεράϊδοι οι άντρηδες, γιτί είμεστε ψίχα μαλλιαροί ε;
Πάει καλά, συμφώνησάμε, ρχινάμε… Πιάνουμέστε απού λιέτε με τα παρτάλια, τα κόκκαλα και τα κέρατα, τα σιόχαλα και τα σιάφαρα, ουντρές και μπαμπίτσες, φούρκες, τσιρίσια και προσωπίγια… Κόψε, ράψε, κόλνα, δέσε, γιάτες, οι νύμφες και οι νύμφοι οι περεκεντέδες, έτοιμοι γιε του μαρς…
Τα Φώτα το απόγιουμα, φωτίσκαμε κι μεις… σαν τα κονίσματα… αμά τα καμμένα και τα σαλιωμένα από τις μπάμπες… Μπουλουκουμπούλουκο σανιασμένο, σβαρνισμένο και βασανισμένο, μας μαζώνει μια γύρα ου Θόφιλος με του μπουρί και μας λέγει «Ντού ρε»… «ε ντού» λέμε κι ημείς… τι ντού δηλαδή άφκε… άλλου του πουνούσαν τα πουδάρια, άλλη σφίγγουνταν γιτί βρήκε μέρα να φάει ρουβύθια, άλλνου του έπεσαν τα «ψαράκια», κάτι τσιούτσκανα μαζί μας με την μύξα μακαρόνι, άλλος σε κάθα κιουσέ στις ούλτσες ξαλάφρωνε τουν προστάτη, ένας τρίτος για να μη πιεί, έλεγεν πως έβγαλε παραδάγγαλα, άλλη ήθελε να μάθει ντε και καλά αν το μπουρί φυσάει ή ρουφάει… άφκετε… σανιός-μανιός, σιούρτα -φέρτα τ’ ανέμου, μουρ-μουρ και μπορ-μπορ και σιάγκαρ-μάγκαρ, μαμαλίγκες ένα πράμα, τράβηξάμε κατ’ του Τσιαρσί… Αμ εκεί; Μπουτσιαγμός!!! Εκεί να ιδείς σιουματάς. Άσουτα μπουριά, βγελιά και άργανα να λαλούν όλα μαζί. Τα μπουλούκια τίγκα κόζμους κάθα εποχής και χρόνων, να ρίχνουνται, να ντρουμουλιάζουνται, να βγάνουν μαχαιρουμένες μέχρι τον ουρανό, να αδειάζουν στον χάντακα σιουσιέδες ολόκληρους με κρασί, τσίπουρο, βίσκυ, μαλάμες, μπουρεί και γκάζι… ε ναι, καμιά φορά και τέτοιο, μπουρεί δεν λέω… εκεί στα γκαβά ότι βρεις τζουκώνεις… Ντομούς-ντουλιάπια, μάτσια-μούτσια τα παιδόπλα κι τα τσουπιά, στρακαστρούκες, όπας-όπατα οι πάπποι και τσούρλα παπαδιά, ένα κάρμα-καρισίκ όλα… Γιας-πους στο τέλος, κι έψαχνάμε ου ένας με τουν άλλον κανα γυαλί αρμόζμο για σιάξιμο. Απού την μια ντούρι-μπέρι κι απού την άλλη γιάμπαλα… τι να σας ειπώ…
Με τα πολλά, ράντα-ράντα ανέφκαμε του Τσιαρσί, έκαμάμε ντεμέκ πως ρίχτηκάμε σαν καναν καιρόν πούμεστε παιδόπλα, τζούκωσάμε και ψίχα παραπάνω από τους σιουσιέδες (πουναι οι νταματζάνες οι παλιές που σώσμα δεν είχαν…ε;), και στην Ομόνοια, στο μεγντάνι, είπαμε σιούκουρ, κι όπως λέμε, έκοψάμε ρόδα μυρωμένα ο καθένας, για να προλάβει να ετοιμαστεί για του κέντρο ντεμέκ… αβρε όλοι να προλάβουν τα χάπια τους ήθελαν και τα σιουρόπια, τους κορσέδες και τα γιαλισμένα τα γιμινιά για στράγκες και άλλα κέτοια που τηρούν οι φυραόνηδες τα πουρνά στου γυαλί… κι ύσταρνα, σαν χαλασμένες καλύβες όλνοι… Γιούφτικα τσουκάλια… Απού του κέντρο δεν ξέρω να σας παραδείξω, γιτί δεν πάϊσα… να ειπώ την άσια μου, με έρχεται σάμπως αχαμνά να πάω… σα να με κλεις στην μισάντρα ένα πράμα…
Τ’ Αγιαννιού την άλλη μέρα, όπως τα είπεμε προυτύτερα, αλλά δέκα φόρες παραπάνου σε φασαρίγια… Τρόντους και βρόντους οι χαροκοπιές. Μπούτσιαξαν του Τσιαρσί κι οι ούλτσες μέχρι τουν Ντουλτσό και του Απόζαρι… Κόζμοι μελίσσι κι ας ήταν όλοι κάσσιαβοι από την βροχή… ούντε που χαμπάριζαν… ντούρου ντούρου μέχρι την Παταρίτσα του ξημέρουμα ρίχνουνταν σαν ζουζουλικά…τσιόρμπα-ρίμπα όλοι και όλα…
Κούτσουρ-μούτσουρ στου τέλος, την χαραή, σούρθηκαν στα σπίτκια τους και χίρισαν οι μακραπέδοι να τοιμάζονται γιε του μαρς του γιόμα… οι μανάδες και οι γυναίκες τσούτσκες πεπεργιές από τα νεύρα… ξεπατουμάρα, φάγουσα, νεροβούρκα και σαραμπιάς να σας πιάκει… οι ευκές τους…
Με τα πολλά πάησάμε κι μεις, ντύθκαμε οι νεράιδες απού παράδειχνα πρωτύτερα, κι δρόμο μουρ-μουρ βαστηγμένοι ου ένας με τουν άλλον, μη ντρουμπουλιαστεί κανείς, να πάμε για του μαρς… την παρέλαση απού την λένε, για να μπιτίσει και του αντέτι… Αμά φτάκαμε εκεί που περίμεναν όλνοι οι μασκαρωμένοι κι οι ραγκουτσιάρηδες κι οι κομψευάμενοι καρναβαλισταί, γλιέπω μια μπάμπω μισή γκόλιαβη να γκιζερνάει… Βάνω τα γυελιουμάτκια, τηρώ ξανά, τι να ιδώ… Στην σίκλα είχειν ακουλημμένα κάτι στούρνα καροφύλλια σα λισιτσίνες τσίκναβες απού κρεμαστάρια. Πέντε δάχτυλα κουραζάνη στη μπτζιέραβη τη μούτσκα, ότσκια και φρύδια βαμμένα με καραμπουγιά, κοκκινάδι στα αχείλια σα καμμιά τσούπω της παντρειάς. Είχεν τζιουμπέν από λεουπάρδαλη και φόρεμα λουλουδάτο τσίκμαβο τι να σε ειπώ, σαν ζαβωμένη χαϊβανέζα.
«Άϊ μαρή θειά της λέγω τι ραγκουτσιάρι ντύθκες;»
«Αρέ τι θειά;» με λέγει «δε με κατάλαβες;»
«Εμ έτσι καστανίκαβη που φκιάστηκες που να σε καταλάβω;»
«Για τήρα με καλύτερα; Ούτε τώρα;» κορδώθηκεν…
Τηρώ, ξανατηρώ, με μπαίνει σιουμπές.
«Μαρή δεν είσαι μπάμπω;»
«Όχι»
«Ε τι είσαι πάπος;»
«Αρέ τι πάπος βρε παρλακάδι; Ο Σπύρτσιες είμαι ‘πο το Απόζαρι»
«Αρέ ο Σπύρτσιες ο αγγονός του Μπαρμπατσούλη;»
«Αυτός»
«Αρέ και τι φκιάστηκες έτσι; Τι είσαι;»
«Μπλιούμπατα γιε την λίμνη. Γιε να κολυμπήσουμε.»
«Χαχαχα τι μπλιούμπατα βρε. Εψέ ήταν τα Φώτα το αστόησες; Κοίτα μη μπατακουθήτε. Πιο καλά πάρετε κολυμπήθρα»
«Ημείς οι Αποζερινοί και γιελουπάη να έχει, πάλι μπλιούμπατα θα φκιάνουμε…κι ας σαβουρντιόμαστε».
Γέλασάμε, είπαμε ευκές, φιλήθηκάμε σαν τις συμπεθέρες, από μακρά, μη χαλάσουν οι κουραζάνες, και πήραμε τόπον γιτί ρχινούσε του μαρς.
Ντράμπα ντρούμπα τζίμπαμπα τα όργανα και τα μπουριά, και κίνησάμε… Απού του δημαρχείγιο ως τουν Ντουλτσό. Ζαβώθκαμε. Πάενάμε σα να φύσηξεν σιαγκαλής, κρεπενιώτης κι έκαμε κυαμέτι… πέρα δώθε, σβάρνα απ’ εδώ, σβάρνα απ΄εκεί, ξάπλα ντεμέκ λάγκαγμα, τζούκωμα κανά πιοτί στα μουλουχτά και κάθε πέντε μέτρα ξαπόσταμα ντεμέκ μη και σκάσουν τα μπουριά στον ανήφορο για του Τσιαρσί. Οι κόζμοι δεξά ζερβά στουν δρόμο χειροκροτούσαν και χαίρουνταν με του χάλι μας…
Με τα πουλλά, σα έφτασάμε στο Παλλάδγιο σιμά, λέλε ούρμησεν στουν δρόμο ένας ντόντος, ένας μπαμπαρόκος, ένας βρουκόλακας, τι να σας ειπώ. Φρινιάστηκα. Με λύθηκεν ου αφαλός. Είχεν κάτι ότσκια πρασινοκίτερνα όκαχτος λύκος και από κάτου τα είχεν μπουγιατιζμένα με δυό δάχτυλα λουλάκι. Γένεια τρανά μέχρι την μπάκα, έναν τζιουμπέ σα χλαίνη ταλιάνικη, στα χέρια άσουτα δαχτυλίδια και μπιλιντζίκια, κυλότα αρβανίτη χαλβατζή και γιμινιά μέχρι του γόνατο σαν κανα γκαιρόν που φορούσαν στο ιππικό. Κρατούσε μια τζουμπανίκα με φραμπαλάδες, και στο κεφάλι κορώνα με κάτι τζούπες μισό μέτρο η μία. Ήρθε καρσί κατά πάνω μας.
-Αρέ τι είσαι ισύ βρε μακραπέδο; Τουν ρώτηξα.
-Πειρατής. Με λέει
-Και τι ‘ναι πειρατή;.
-Να αυτός ου πλιατσκατζής ου πλιακαντόρας που στην θάλασσα κάνει κρούσο τα καράβια με το δικό του το καράβι, κι φαρμακώνει φλουριά, μαργαριτάρια, χρυσαφικά κι ασημικά, και τσούπες λέλε σαν τα κρύα νερά…
-Α κατάλαβα… να σε πω, κάπουτες, ιδώ ήταν ένας σιστουβίνας, ο Νούλκας, απού σέβαινε κρυφά στα καράβια μας τα καστουργιανά για να τσωρέψει κανά τσουκάνι ή κανα γουλιανό ου πούστος. Καμιά φορά αν του ψάρι ήταν τρανό, το έφκιανε κραμαστάρι από τα βρακοζούνια κάτω απού του αντερί, ντεμέκ να μη φαίνεται. Κι άμα του έρμου πλαταρνούσε, φαίνουνταν ο Νούλκας να έχει ένα τσιβί ίσα με του γόνα και δώστου να κουσιεύουν πίσω του οι μπάμπες και οι χήρες ξελιγωμένες… Κέτοιος είσαι;
-Όχι βρε παρλακάδι. Θα σε ειπώ άλλη φορά. Δώκε με το τηλέφωνό σου.
-Άμα σε δώκω μόνε το νούμερο πειράζει; Το τηλέφουνο το θέλω να βγάνω σέλφιες, να φτιούμαι απού μόνος μου με τέτοια μούτσκα φατζιάνι.
Με τούτα και με κείνα, μπίτισεν του μαρς στουν Ντουλτσό. Χόρεψάμε ψίτσκα εκεί για το αντέτι και πάησάμε στα σπίτκια μας ντιπ καραβουτσακισμένοι. Σε μια-δυό ώρες αρχίνεψαν τα αψού, κι ου πυρετός, ο γκούσμανος να καίει, τα γκαρλιτσώματα κι οι μύξες πουρρόϊ απού την μούτσκα.
Του ταχιά που κοιμούνταν όλνοι σαν αγγελοκρουγμένοι, στου αρς και του μαρς, πάησα στουν φίλο μου τον Κούζο απού είναι σπετσέρης στην Κάτου Αγορά, να με δώκει κανά φάρμακο να με φκιάσει καλά, μπίρτσιο και μπαμπάτσκο.
-Αρέ κρούγμα τι θέλεις εδώ πρωί πρωί;
-Κούζο, ο γκούσμανος με καίγει… φόγκα έχω… να με δώκεις κάτι να πέσει κι ο πυρετός;
-Να σε δώκω υπόθετο;
-Τι είναι αυτό το πόθετο;
-Αρέ αδουκιέσαι στο πυροβολικό τις οβίδες που βάναμε στα κανόνια;
-Τις αδουκιούμαι.
-Ε όκαχτο είναι, αλλά πιο τσούτσκανο. Σα την άκρα απού τη τζουπέτσκα.
-Και πως το παίρνω αυτό;
-Τήρα, όταν δεν σε κοιτάει κανείς, θα του φτύσεις και ζαρτς θα το μπήξεις στον τσούφκο σου, θα σφίξεις τα γκουλγκάνια και τα κουλιά να το σκαπετήσουν, κι έτοιμος.
-Αρέ ανέχραστε, στον γκούσμανο πονάω, στουν τσούφκο θα φαρμακωθώ;
Έβαλα απού λέτε τις κουσιάτες και άρθεν-μπόρθεν, για πότε σέβηκα στου σπίτι δεν κατάλαβα. Ούντε πόθετα, ούντε κινίνα, ούτε σπιρίνες, ούντε τίπουτας. Ρώτηξα κανα δυό μπάμπες και με έδωκαν ιλιάτσκια καναγκιουρίσια, να περάσουν όλα. Σιγά μην έκανα τον τσούφκο μου τηλεβόλο σαν το «τόπι» απού είχαν οι Τουρκαλάδες πάνω απού του Βαρόσι και το βαρούσαν κάθε που είχαν ραμαζάνι. Να με φύγει καμιά αδέσποτη και να αρχίσει ου κόζμος νηστεία στα καλά του καθουμένου. Και τώρα απού σας γράφω, περιμένω τα περαστικά…
Ουφ μπεζέρησα… γιάτος κι ο γκαβονούμης…
μπίτησα…
Άϊντες και του χρόνου γεροί, και όπως ήλεγεν ου μακαρίτης, ου παλιός, ου Καρακώστας «Και του χρόνου λαχτάρες, Και του χρόνου, βρωμηοί»
Μπαϊντός!!!

…μυθοπλαστικόν του Νίκου Μπαλιάκα

Back to top button