Ελλάδα

Σινεμά: Κοινωνικές αγωνίες, πληγωμένα παιδιά και… χασογκόληδες

Το κοινωνικό ρεαλιστικό ισπανικό δράμα «Μητέρα, Πατρίδα», η ανάλαφρη δραμεντί από τη Βρετανία, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Αλάνι» και η σπιντάτη δυναμική περιπέτεια «Ο Γρήγορος Τσάρλι», με τον Πιρς Μπρόσναν, ξεχωρίζουν από τις οχτώ νέες ταινίες που κάνουν απόψε πρεμιέρα. Για τους θαυμαστές του Άντονι Χόπκινς υπάρχει το βιογραφικό δράμα «Μια Ζωή», για τους ποδοσφαιρόφιλους η κωμωδία «Ένα Γκολ για τη Νίκη» και για τους μερακλήδες της λαϊκής μουσικής παράδοσης το ελληνικό ντοκιμαντέρ «Οι Οργανοποιοί των Εξαρχείων».

Μητέρα, Πατρίδα – Matria

Κοινωνικό δράμα, ισπανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Άλβαρο Γκάγκο, με τους Μαρία Βάσκεζ, Σάντι Πρέγκο, Σουζάνα Σαμπέδρο, Σοράγια Λούτσες κ.ά.

Οξύ ρεαλιστικό κοινωνικό σινεμά από την Ισπανία, για το άγχος και τους αγώνες μιας συνηθισμένης εργαζόμενης γυναίκας και μάνας που δεν γνωρίζει τι της ξημερώνει. Στο ντεμπούτο του ο νεαρός σκηνοθέτης από τη Γαλικία, Άλβαρο Γκάγκο, δείχνει σχεδόν έτοιμος να πάρει τη σκυτάλη από τον Κεν Λόουτς και να συνεχίσει στο δρόμο της κινηματογραφικής αφύπνισης, της ανάδειξης των κοινωνικών αδικιών και της πατριαρχικής καταπίεσης που επιμένει.

Η ταινία, που θα μπορούσε, με ένα διαφορετικό σάουντρακ και ορισμένες ελαφρές μετατροπές να ιδωθεί και ως θρίλερ, έκανε πρεμιέρα στο πρόγραμμα Panorama του φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ η αξιοθαύμαστη ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Μαρία Βάσκεζ κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ της Μάλαγα και διεκδικεί το Γκόγια.

Η Ραμόνα, παγιδευμένη σε μία αποτυχημένη σχέση και μητέρα μιας δεκαεπτάχρονης, εργάζεται σε ένα εργοστάσιο σε μια παραθαλάσσια πόλη της Γαλικίας και όταν οι αλλαγές στο εργοστάσιο της περικόπτουν το μισθό δραματικά, την αναγκάζουν να αναζητήσει νέα δουλειά και αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός ηλικιωμένου που πρόσφατα έχασε τη γυναίκα του.

Ο Γκάγκο, εμπνευσμένος από τη γυναίκα που φρόντιζε τη γιαγιά του, θα γυρίσει μία συναρπαστική ιστορία, όπου το καθημερινό άγχος μιας εργαζόμενης μητέρας θα την φτάσει στα άκρα της. Γυρισμένη στη Γαλικία και στην τοπική γλώσσα, ο Γκάγκο αποδίδει με ρεαλισμό μια γειτονιά – οποιαδήποτε γειτονιά – της σημερινής Ευρώπης, αναδεικνύοντας την εκμετάλλευση των ανθρώπων στο βωμό του κέρδους και της αδιαφορίας των κρατούντων που ενδιαφέρονται μόνο για τους αριθμούς και τις στατιστικές.

Θα φτιάξει ένα ομολογουμένως συνταρακτικό πορτρέτο μίας γυναίκας που ξεσπαθώνει μπροστά στην κατάφωρη αδικία, κόντρα στις αντιξοότητες της πατριαρχικής και εργοδοτικής καταπίεσης, προσπαθώντας να επιβιώσει και να διατηρήσει ζωντανά τα όνειρά της. Τις όποιες αδυναμίες τής, έτσι κι αλλιώς, ενδιαφέρουσας ταινίας, που οφείλονται στην απειρία και τον υπέρμετρο συναισθηματισμό του Γκάγκο, έρχεται να καλύψει με τη συνταρακτική ερμηνεία της η Μαρία Βάσκεζ, καθώς ο ρόλος τής προσφέρει τη δυνατότητα να αναπτύξει το ταλέντο της και να δώσει σάρκα και οστά στις μεγάλες καθημερινές ηρωίδες που βρίσκονται δίπλα μας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Εγκλωβισμένη σε ένα βροχερό παραθαλάσσιο χωριό κάπου στην ισπανική Γαλικία, η Ραμόνα είναι επικεφαλής συνεργείου καθαρισμού σε εργοστάσιο που αλλάζει χέρια, με αποτέλεσμα ο μισθός της να μειωθεί ξαφνικά στο μισό. Είναι η μόνη που τολμάει να εναντιωθεί στα αφεντικά και να τα βροντήξει, μαρκάροντας την αφετηρία ενός αγώνα δρόμου που κόβει την ανάσα.

 Το Αλάνι – Scrapper

Δραματική κομεντί, βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Σάρλοτ Ρέγκαν, με τους Χάρις Ντίκινσον, Λόλα Κάμπελ, Λόρα Άικμαν, Κάρι Κράνκσον κ.ά.

Τρυφερή ταινία για τη σχέση ενός πανέξυπνου και θαρραλέου αγοροκόριτσου με τον ανώριμο πατέρα του. Μια ανάλαφρη και στιλάτη δραμεντί που απέσπασε το Μέγα Βραβείο στο φεστιβάλ του Sundance, από την πρωτοεμφανιζόμενη Βρετανίδα νεαρή σκηνοθέτιδα Σάρλοτ Ρέγκαν.

Ανεξάρτητη παραγωγή και κυρίως με ανεξάρτητο πνεύμα, το φιλμ, διάρκειας μόλις 80 λεπτών, υιοθετεί μία αισιόδοξη προοπτική, μεταδίδει θετικά μηνύματα, αποφεύγοντας τον διδακτισμό και την κυριαρχία της πολιτικής ορθότητας, ενώ διαθέτει και ως πρωταγωνίστρια την αξιαγάπητη 12χρονη Λόλα Κάμπελ.

Μια 12χρονη, που χάνει τη μητέρα της και μένει μόνη της, αφού ο πατέρας είχε εξαφανιστεί προ καιρού, θα αναγκαστεί να στήσει ένα περίπλοκο σύστημα για να παραπλανήσει το σύστημα αναδοχής και να ζήσει ανεξάρτητη. Αφενός λέγοντας στο σχολείο της και στις αρχές ότι ζει με τον ανύπαρκτο – δικής της εμπνεύσεως – θείο της και αφετέρου βγάζοντας τα προς το ζην κλέβοντας ποδήλατα. Ώσπου μια μέρα, θα εμφανιστεί ένας νεαρός αλλόκοτος άνδρας, που θα συστηθεί ως πατέρας της και θα δημιουργήσει μία νέα πραγματικότητα στη ζωή της.

Το παιχνίδι συμβίωσης ή και εξημέρωσης μεταξύ παιδιού και πατέρα, είναι αρκούντως απολαυστικό, καθώς η Ρέγκαν προσεγγίζει το θέμα της από την πλευρά του κοριτσιού, με μία φρέσκια ματιά και με μία αναζωογονητική διάθεση, με ευχάριστα και πολύχρωμα καρέ, περιπαιχτικά ευρυγώνια πλάνα, αλλά και συνδυάζοντας τις περισσότερες φορές πετυχημένα την ανωριμότητα και αδεξιότητα του πατέρα, με την απότομη ενηλικίωση της οξυδερκούς μικρής ηρωίδας.

Με ιδιαίτερη αίσθηση της οικονομίας του χρόνου, η Ρέγκαν, παρότι δείχνει ακόμη άπειρη, χάνοντας ορισμένες ευκαιρίες να αναπτύξει καλύτερα τους χαρακτήρες και τις απρόβλεπτες καταστάσεις, θα καταφέρει να θίξει και μια σειρά από κοινωνικά ζητήματα και να φτιάξει μία ταινία που θυμίζει τις καλύτερες στιγμές του είδους των δεκαετιών ’70 και ’80, όπου ανακαλύψαμε τις Τζόντι Φόστερ και Τατούμ Ο’Νιλ.

Η Πόλα Κάμπελ, πλέοντας μέσα σε μια ποδοσφαιρική φανέλα, θα μας γοητέψει με την ανεπιτήδευτη και πηγαία ερμηνευτική της άνεση και το εκφραστικό της προσωπάκι, ενώ και ο Χάρις Ντίκινσον είναι συμπαθής στο ρόλο του ουρανοκατέβατου πατέρα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια κόρη που αναγκάζεται να ενηλικιωθεί απότομα κι ένας πατέρας που τα βρίσκει πραγματικά σκούρα προσπαθούν να δυναμώσουν τη σχέση μεταξύ τους.

Ο Γρήγορος Τσάρλι – Fast Charlie

Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Φίλιπ Νόις, με τους Πιρς Μπρόσναν, Μορένα Μπακαρίν, Τζέιμς Κάαν, Κρίστοφερ Μάθιου Κουκ κ.ά.

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ο «John Wick» της τρίτης ηλικίας, αλλά πιο σκεπτόμενος – καλά ας μην υπερβάλουμε – και λιγότερο σκοτεινός. Ο πολύπειρος αλλά και αρκετά άνισος Φίλιπ Νόις («Ο Ήσυχος Αμερικάνος», «Ο Μακρύς Δρόμος του Γυρισμού», «Παιχνίδια Ολέθρου») έχοντας ένα στόρι, που το γνωρίζουμε από το αστυνομικό δελτίο ως «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», μία συνηθισμένη υπόθεση τιμωρίας και εκδίκησης αλλά και πίστης στη φιλία, θα αποφύγει τα πολλά κλισέ του είδους και θα παραδώσει αν μη τι άλλο μία διασκεδαστική δυναμική περιπέτεια.

Ήρωας είναι ένας επαγγελματίας εκτελεστής, που δουλεύει για έναν υπερήλικα μαφιόζο, που όταν μία αντίπαλη συμμορία αποπειράται να τον δολοφονήσει, θα λάβει δράση, αφήνοντας πίσω του πολλά πτώματα.

Η ταινία, που ξεκινά λίγο αμήχανα, θα αποκτήσει σχετικά σύντομα τον καταιγιστικό ρυθμό που απαιτεί το είδος, ενώ ελκυστικό είναι και το μπλέξιμο του ήρωα με μία ατρόμητη γυναίκα. Οι διάλογοι έχουν κάποιο ενδιαφέρον, το χιούμορ είναι σωστά μοιρασμένο και αποτελεσματικό, ενώ υπάρχουν ορισμένες σκηνές δράσης που είναι πραγματικά διασκεδαστικές. Αν ο Νόις δούλευε λίγο καλύτερα και το βάθος των χαρακτήρων και απέφευγε το γλυκανάλατο φινάλε, ίσως να ξέφευγε κατά πολύ από το μέσο όρο των ταινιών αυτών, που τις περισσότερες φορές απλώς σπαταλάνε τον χρόνο μας.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο όπλο του Νόις είναι ο πρωταγωνιστής Πιρς Μπρόσναν, που με μία ξεχωριστή χαλαρότητα, απολαμβάνει το ρόλο του και μας φέρνει στο νου τους κορυφαίους πρωταγωνιστές των δεκαετιών ’60 και ’70. Στα αξιοσημείωτα φυσικά και η τελευταία εμφάνιση του γηραιού Τζέιμς Κάαν, λίγο πριν πεθάνει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν το αφεντικό του, ένας ηλικιωμένος μαφιόζος, δολοφονηθεί, ο Τσάρλι Σουίφτ, ως πιστός φίλος και μισθωμένο όπλο, δεν θα σταματήσει πουθενά στην προσπάθειά του να καταρρίψει τη νέα ομάδα που έρχεται να τον εκτοπίσει.

Μία Ζωή – One Life

Δραματική ταινία, βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Χόους, με τους Άντονι Χόπκινς, Έλενα Μπόναμ – Κάρτερ, Τζόνι Φλιν, Λένα Όλιν, Τζόναθαν Πράις κ.ά.

Η ιστορία του «Βρετανού Σίντλερ», όπως έγινε γνωστός ο Σερ Νίκολας Γουίντον, που έσωσε 669 παιδιά, στην πλειονότητά τους εβραιόπουλα, από την Τσεχοσλοβακία, λίγο πριν εισβάλει η Γερμανία και οι ναζιστές επιδοθούν στο αποτρόπαιο έργο τους, μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον Τζέιμς Χόους, έναν τηλεοπτικό σκηνοθέτη με μακρά πορεία, αλλά πρωτόβγαλτο στον κινηματογράφο.

Κάτι, που είναι εμφανές, καθώς η ταινία, που θα μπορούσε να είναι ένα δυνατό αντιπολεμικό δράμα, να αναδείξει τη φρίκη του πολέμου, τις ναζιστικές θηριωδίες, να ταρακουνήσει συναισθηματικά με τις αποχρώσεις των ανθρώπων που νοιάστηκαν και αυτών που αδιαφόρησαν και θα περνούσε αποτελεσματικότερα το επίκαιρο μήνυμα του ασύλου για ανθρώπους που το έχουν ανάγκη, τσαλαβουτά σε ρηχά νερά και με το ζόρι επιπλέει. Ακολουθώντας μια ακαδημαϊκή προσέγγιση, ο Χόους στηρίζεται αποκλειστικά στην ισχύ της ιστορίας και χωρίς να σκάψει βαθύτερα στο συνταρακτικό θέμα του, συμβιβάζεται με την παράδοση ενός τυπικού φιλμ για αξιέπαινες ιστορίες ηρωισμού του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ιστορία, που βασίζεται στο βιβλίο της κόρης του Γουίντον, Μπάρμπαρα, «The Life of Sir Nicholas Winton», μας πάει στα τέλη της δεκαετίας του ’30, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ένας νεαρός Βρετανός χρηματιστής, γερμανοεβραϊκής καταγωγής, ο Νίκολας Γουίντον επισκέπτεται την Τσεχοσλοβακία, για να δει με τα μάτια του την ανθρωπιστική κρίση και τον πανικό που αντιμετωπίζει η εβραϊκή κοινότητα. Σοκαρισμένος απ’ αυτό που είδε και με τη βοήθεια της θαρραλέας μητέρας του, θα βοηθήσει να διασωθούν 669 παιδιά, τα περισσότερα εβραιόπουλα. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, ο Γουίντον ζει στοιχειωμένος από τα παιδιά που δεν κατάφερε να σώσει, κατηγορώντας τον εαυτό του που δεν έκανε περισσότερα.

Χωρισμένη, σε δυο περιόδους και με αρκετά άτσαλα φλας μπακ, η ταινία δεν αποκτά ρυθμό, οι χαρακτήρες μένουν στην επιφάνεια, η φρίκη του ναζισμού μας ακουμπά ξώφαλτσα και το μόνο που απομένει είναι η επιτηδευμένη συγκινησιακή φόρτιση του κοινού. Στα θετικά, η ξεχωριστή οπτική προσέγγιση για καθεμιά από τις περιόδους, καθώς για τη δεκαετία του ’30 επιλέγεται μία νευρική κινηματογράφηση, με την κάμερα στο χέρι και ψυχρούς και δυσοίωνους χρωματισμούς του γκρι, εν αντιθέσει με τη δεκαετία του ’80, που τα πλάνα είναι σταθερά και τα χρώματα πιο γλυκά και ζεστά. Απ’ την άλλη, όμως, η σύνδεση των δυο εποχών μοιάζει ανυπέρβλητο εμπόδιο για έναν σκηνοθέτη τηλεοπτικής εμπειρίας και αισθητικής.

Αν δεν υπήρχε ο υποβλητικός Άντονι Χόπκινς, η ταινία θα πέρναγε σχεδόν απαρατήρητη, παρότι ο διάσημος Βρετανός ηθοποιός μοιράζεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο με τον άχρωμο Τζόνι Φλιν (υποδύεται τον νεαρό Σερ Γουίντον) που κρατά και τον κυριότερο ρόλο στην ιστορία – μια εντελώς λαθεμένη επιλογή. Μαζί με τον εξαίρετο και πάλι Άντονι Χόπκινς, εμφανίζονται οι αξιόπιστοι ηθοποιοί Έλενα Μπόναμ-Κάρτερ, Τζόναθαν Πράις και Λένα Όλιν, αλλά ό,τι και να κάνουν δύσκολα μπορούν να καλύψουν τις αδυναμίες της ταινίας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η αληθινή ιστορία του Sir Nicholas ‘Nicky’ Winton, ενός νεαρού μεσίτη από το Λονδίνο, ο οποίος, λίγους μήνες πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έσωσε 669 παιδιά από τους Ναζί.

Sound of Freedom, Η Μελωδία της Ελευθερίας

Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Αλεχάντρο Μοντεβέρδε, Τζιμ Καβίζελ, Μάιρα Σορβίνο, Μπιλ Καμπ, Εδουάρδο Βεραστάγκι κ.ά.

Αν και το απεχθές στόρι, που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και αφορούν το εμπόριο παιδικής σάρκας, είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, στο τέλος μοιάζει περισσότερο με μια δικαιολογία για να στηθεί ακόμη μία δυναμική περιπέτεια, με τον καλό και «μοναχικό Αμερικάνο ήρωα» να τα βάζει με θεούς και δαίμονες υπερασπιζόμενος τις ηθικές του αξίες.

Ένας ομοσπονδιακός πράκτορας, αφού σώζει ένα παιδί από αδίστακτους διακινητές, μαθαίνει ότι η αδελφή τού παιδιού είναι ακόμη σε αιχμαλωσία και ξεκινάει μια αποστολή να τη διασώσει. Θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη δουλειά του, αφού η υπηρεσία δεν δικαιολογεί τα έξοδα της αποστολής και θα ταξιδέψει στα βάθη της ζούγκλας της Κολομβίας, για να σώσει το παιδί.

Η ταινία του Αλεχάντρο Μοντεβέρδε, μία ανεξάρτητη παραγωγή που έκανε θραύση στο αμερικάνικο box office, λόγω της καταγγελτικής της ρητορείας και βάζοντας στο στόχαστρό της την αμερικάνικη ελίτ, που σε συνεργασία με το λατινοαμερικάνικο οργανωμένο έγκλημα, έστησε ένα ευρύ κύκλωμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών. Και ναι, παραπέμποντας σαφώς στο κύκλωμα Επστάιν και στη μακρά λίστα του που απαρτίζεται από «αξιοσέβαστους» της αμερικάνικης ελίτ, θα ενθουσιάσει και ορισμένους μεγαλόσχημους παράγοντες των ΗΠΑ.

Αυτά, όμως, αφορούν τους Αμερικάνους και όχι τους θεατές που θα βρεθούν απέναντι σε αυτή την άνιση, αν μη τι άλλο, περιπέτεια, που ξεκινά ενθαρρυντικά, κάνει μία τεράστια κοιλιά, συνέρχεται κάπως στη συνέχεια και τελειώνει αναμενόμενα. Πραγματικά, κάπου στο μισάωρο, που αρχίζεις να χάνεις κάθε ενδιαφέρον για την ταινία, νιώθεις ότι κάποιοι επεμβαίνουν, για να βελτιωθεί η κατάσταση, να ξαναμπείς στο στόρι, αλλά χωρίς να γίνεται ποτέ μια καλή ταινία. Πληττόμενη βαριά από αθεράπευτη σοβαροφάνεια, αλλοπρόσαλλη και χωρίς συνοχή, σκηνοθεσία, με τα γνωστά κλισέ και ένα σενάριο που μοιάζει με τίτλους από το τουίτερ, η ταινία μοιάζει με τη χειρότερη εκδοχή του Ράμπο. Και μέσα σε όλα αυτά έρχεται και η ξύλινη ερμηνεία του Τζιμ Καβίζελ και μας αποτελειώνει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Αφού σώζει ένα παιδί από τα νύχτα αδίστακτων διακινητών, ένας ομοσπονδιακός πράκτορας μαθαίνει ότι η αδελφή του παιδιού είναι ακόμα σε αιχμαλωσία, και ξεκινάει μια αποστολή να τη διασώσει. Ο χρόνος όμως δεν είναι υπέρ του, και αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη δουλειά του και να ταξιδέψει στα βάθη της ζούγκλας της Κολομβίας, βάζοντας σε άμεσο ρίσκο την ίδια του τη ζωή.

Ένα Γκολ για τη Νίκη – Next Goal Wins

Κωμωδία, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Τάικα Γουαϊτίτι, με τους Μάικλ Φασμπέντερ, Όσκαρ Νάιτλι, Καϊμάνα, Ράκελ Χάουζ κ.ά.

Μια ευδιάθετη, καλών συναισθημάτων αθλητική κωμωδία, που δεν απευθύνεται μόνο στους ποδοσφαιρόφιλους, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτοί θα γελάσουν περισσότερο με τους «άμπαλους» πρωταγωνιστές.

Ωστόσο, η ταινία του Γουαϊτίτι, ορισμός του εμπορικού ανέμελου ψυχαγωγικού σινεμά, που μπορεί να είναι ευχάριστη και ορισμένες φορές ξεκαρδιστική, μένει αρκετά στην επιφάνεια, ενώ το σενάριο μοιάζει με ξεχειλωμένο ανέκδοτο, παρότι βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία. Αυτή της ποδοσφαιρικής ομάδας, της αμερικάνικης Σαμόας, που αφού χάνει με… 31-0 από την Αυστραλία, καταλαμβάνοντας την ταπεινωτική τελευταία θέση στην παγκόσμια κατάταξη των εθνικών ομάδων της FIFA, θα προσλάβει τον Αμερικανο-ολλανδό προπονητή Τόμας Ρόγκεν, μήπως και γλυτώσει και άλλα ρεζιλίκια. Έναν καταθλιπτικό, αλκοολικό, αντικοινωνικό προπονητή, που θα προσπαθήσει να βάλει σε τάξη την ομάδα του μπροστά στην πρόκληση των προκριματικών του Μουντιάλ 2014.

Ακόμη μία, δηλαδή, αθλητική ταινία για αουτσάιντερ, που αγγίζει το Slapstick και χρησιμοποιεί τα κλισέ του είδους, για να βγάλει γέλιο και να περάσει τα χιλιοειπωμένα – τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο – μηνύματα για την εμψύχωση, την ομαδικότητα, τη φιλία, αλλά και ότι το ποδόσφαιρο πάνω απ’ όλα είναι ένα παιχνίδι χαράς, μια γιορτή που ενώνει τους ανθρώπους. Και βεβαίως για την ελπίδα, που πεθαίνει τελευταία τόσο στο γήπεδο όσο και για τον ψυχολογικά τραυματισμένο προπονητή (τον συμπαθή Μάικλ Φασμπέτερ), που και αυτός με τη σειρά του θα βρει τον εαυτό του, μέσα από τις στραβοκλωτσές των αξιαγάπητων, αλλά άσχετων, ποδοσφαιριστών του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Αμερικανικής Σαμόα, διαβόητη για την ταπεινωτική της ήττα με σκορ 31-0, στρέφεται στον κακότυχο και αντισυμβατικό προπονητή Τόμας Ρόνγκεν με την ελπίδα να μεταμορφωθεί σε μία αξιοπρεπή ομάδα.

 Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

  • Οι Οργανοποιοί των Εξαρχείων

Ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ του Νίκου Παπακώστα, για τους εναπομείναντες κατασκευαστές παραδοσιακών οργάνων στη γειτονιά των Εξαρχείων. Ένα πολύτιμο φιλμ, καθώς η λαϊκή παράδοση της χώρας εκτιμάται και προβάλλεται περισσότερο από ειδήμονες του εξωτερικού, παρά στην Ελλάδα. Και μόνο που ο Νίκος Παπακώστας μας θυμίζει την αξία όλων αυτών των μαστόρων έχει τη σημασία του. Όλων αυτών των πολύτιμων τεχνητών, που έχουν εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στην οδό Αλιπέδου και κατασκευάζουν με μοναδικό μεράκι μπουζούκια, κιθάρες, μπαγλαμάδες, λαούτα, βιολιά και αρχαιοελληνικές λύρες και μεταδίδουν σε όσους ακόμη αντιστέκονται στις εφήμερες μόδες και στην αντιαισθητική βιομηχανία της διασκέδασης. Μία ευγενική, φιλότιμη προσπάθεια, που παρά όποιες αδυναμίες της, έχει τη χρησιμότητά της και θα φανεί σε βάθος χρόνου.

  • Τρεις Κλέφτες και Ένα Λιοντάρι – Three Robbers and a Lion

Χαριτωμένη έως αδιάφορη παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, νορβηγικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ράσμους Σίβερτσεν, που απευθύνεται στα νήπια. Τρεις μικροί ταραξίες που ζουν μαζί με το πάντα πεινασμένο λιοντάρι τους, σε ένα ειδυλλιακό χωριό, μπαίνουν σε περιπέτειες όταν σκεφτούν να απαγάγουν την αυστηρή θεία που τους προσέχει. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.

ΑΠΕ

Back to top button