Θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη». Έτσι ονειρεύτηκε τη ζωή του ο Ιταλός ζωγράφος Αμεντέο Μοντιλιάνι. Το «χαρμόσυνo» αρκετοί θα μπορούσαν να το αμφισβητήσουν. Ίσως ο «Μόντι», όπως ήταν το ψευδώνυμο του, για πολλούς και ιδιαίτερα της εποχής του, να ήταν περισσότερο ένας «σκληρός» και «καταστροφικός» ήχος. Σίγουρα όμως έγινε το «πλουσιοπάροχο ποτάμι» που επιθυμούσε
O Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι γεννήθηκε στο Λιβόρνο, στις 12 Ιουλίου 1884. Η αστική οικογένεια του σύντομα καταρρέει οικονομικά. Ο «φιλάσθενος» πιτσιρικάς, αποτέλεσμα της φυματίωσης που τον χτύπησε στα πρώτα χρόνια της ζωής, αγάπησε από νωρίς την ζωγραφική και σε ηλικία μόλις 14 χρόνων άρχισε τα μαθήματα πάνω στην τέχνη που στο μέλλον θα αποτελέσει το δημιουργικό καταφύγιο του.
Ο Μοντιλιάνι θα βαλθεί να αποδείξει στην οικογένεια του, στους φίλους του αλλά κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό, ότι μπορούσε να γίνει αυτό που τελικά έγινε, ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους του 20ου αιώνα.
Στα 17 του γράφεται στη στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού(Scuola libera di Nudo) της Φλωρεντίας και ένα χρόνο αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας.
Ανυπάκουος και εμπνευσμένος από τους «καταραμένους» ήρωες του, τον Toulouse-Lautrec αλλά και τον Νίτσε, ακολουθεί μια ζωή βασισμένη στην αταξία και στις καταχρήσεις. Αλκοόλ και ναρκωτικά θα αποτελέσουν αναπόσπαστα κομμάτια της σύντομης ζωής του.
Τα βήματα των ηρώων του αναζήτησε και στο Παρίσι, το 1905. Άλλωστε η Γαλλική πρωτεύουσα υπήρξε το καλλιτεχνικό όνειρο, όλων των «ανήσυχων» της εποχής. Εκεί, θα βρει στέγη στο Le Bateau-Lavoir, ένα κοινόβιο για τους ανέστιους καλλιτέχνες. Το παριζιάνικό προάστιο της Μονμάρτης θα φιλοξενήσει τον Μοντιλιάνι για τρία χρόνια. Σε αυτό το διάστημα ο Μοντιλιάνι αναπτύσσει το δικό του ιδιαίτερο ύφος, μια πρωτότυπη και προσωπική τεχνοτροπία.
Τα γυμνά μοντέλα αποτέλεσαν σημείο έμπνευσης για τον Ιταλό ζωγράφο αλλά και σημείο αναγνώρισης. Ο ίδιος έλεγε ότι «οι όμορφες γυναίκες που αξίζει να ζωγραφίσει ή να σμιλέψει κανείς μοιάζουν συχνά να επιβαρύνονται από τα ρούχα τους». Η άστατη ζωή του σε συνδυασμό με τις κοινωνικές συνθήκες της περιόδου τον και την τραγική οικονομική κατάσταση του ιδίου, τον οδήγησαν στην απόγνωση και αποφασίζει να αποχωρήσει από το Παρίσι και να επιστρέψει στο Λιβόρνο.
Η ιδιαίτερη πατρίδα του όμως φάνταζε μικρή για να χωρέσει την ιδιοφυϊα και τις αγωνίες του, έτσι το 1909 ταξιδεύει και πάλι για το Παρίσι, αλλά αυτή τη φορά αποφασισμένος να εγκατασταθεί μόνιμα στη συνοικία Μονπαρνάς. Ως άλλος «Λοτρέκ» βυθίζεται στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τον πληρωμένο έρωτα.
Σύντομα, όμως το «άγιο ρεμάλι» συναντά τον πρώτο μεγάλο του έρωτα, τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα. Οι συνεχείς εκρήξεις του θα την απομακρύνουν και μετά από ένα χρόνο θυελλώδους σχέσης, η Αχμάτοβα επιστρέφει στο σύζυγό της. Η φυγή της τσακίζει τον συναισθηματικό του κόσμου. Ναρκωτικά και αλκοόλ, ακόμη μία φορά, θα αποτελέσουν τα «νηπενθή του φάρμακα».
Η συνάντηση με τον Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι θα του ανοίξει το κόσμο της γλυπτικής. Ένα κόσμο που ο Μοντιλιάνι θα αγαπήσει τόσο που για έξι χρόνια θα του αφιερωθεί ολοκληρωτικά, ξεχνώντας σχεδόν τη ζωγραφική. Δυστυχώς, ο ίδιος κατέστρεψε τα περισσότερα έργα του. Ωστόσο πρόλαβε να εκθέσει ορισμένα από αυτά στο Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1912. Εκείνη τη περίοδο ο Μοντιλιάνι εξασφαλίζει χρήματα πουλώντας σχέδια του.
Λέγεται ότι κρατώντας ένα χαρτί και ένα μολύβι, έμπαινε στα καφέ και αντάλλασσε σχέδια, τα οποία ζωγράφιζε επιτόπου, με κάποια ποσότητα αλκοόλ, ενώ η υγεία του επιβαρύνεται όλο και περισσότερο.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά και ο φιλάσθενος Μοντιλιάνι δεν γίνεται δεκτός στο στρατό, παρά την επιθυμία του. Η ολοκληρωτική αφοσίωση στη ζωγραφική μοιάζει σχεδόν μονόδρομος και με την βοήθεια του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, ενός εμπόρου τέχνης, μετατρέπει τη σκοτεινή περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, σε περίοδο δημιουργίας.
Σε διάστημα πέντε ετών (1915-1920) Μοντιλιάνι ζωγράφισε πάνω από τριακοσίους πίνακες, πραγματοποιώντας παράλληλα την πρώτη – και τελευταία- του έκθεση το 1917. Την ίδια περίοδο, γνωρίζει και την 19χρονη Ζαν Εμπιτέρν, τη γυναίκα που θα τον συντροφεύσει μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και θα του χαρίσει τη μοναδική απόγονο του. Μαζί θα ταξιδέψουν στην Κυανή Ακτή, όπου θα ζωγραφίσει τους πιο δημοφιλείς του πίνακες.
Εκεί θα γραφτεί και ο επίλογος της ζωής του, καθώς όντας επιβαρημένος από τις καταχρήσεις, προσβάλλεται από μηνιγγίτιδα και στις 24 Ιανουαρίου 1920, ο Μοντιλιάνι αφήνει την τελευταία του πνοή. Μια μέρα αργότερα, η εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, Ζαν Εμπιτέρν, αδυνατώντας να δεχτεί την απώλεια, αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή της πηδώντας από το παράθυρο.