Οι γάμοι των ομόφυλων ζευγαριών, τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και η οικονομική πολιτική βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνέντευξης του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Θανάση Κοντογεώργη, στο ertnews.
Εισαγωγικά στο θέμα για την ισότητα του γάμου, ο Θ. Κοντογεώργης επικαλέσθηκε αυτό που είχε πει ο πρωθυπουργός, ότι δηλαδή «κυριαρχεί η συνείδηση του κάθε βουλευτή στο θέμα αυτό. Σχεδόν σε όλα τα κόμματα υπάρχουν διιστάμενες απόψεις ή αποχρώσεις, όπως και μέσα στην κυβέρνηση βέβαια», συμπλήρωσε με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «εμάς μας ενδιαφέρει η υπερψήφιση του νομοσχεδίου, όμως ο δρόμος της αποχής είναι μια επιλογή».
Και, εν συνεχεία, «δεν υπάρχει θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου και σε αυτό συγκλίνουν, νομίζω, όλες οι απόψεις των συνταγματολόγων μας». Σε σχέση με όσα υποστήριξε ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ δήλωσε ότι είναι «γνωστές οι απόψεις του κ. Βορίδη, έχει μια συγκεκριμένη νομική θεώρηση και κατασκευή γύρω από το πλαίσιο, την οικογένεια, πώς λειτουργεί ο αστικός κώδικας. Δεν υπάρχει κανένα νομικό θέμα, έχει γίνει μια συστηματική δουλειά για αρκετούς μήνες στο θέμα αυτό. Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα», κατέληξε. Όπως επίσης και για τις θέσεις του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στα θέματα αυτά, απάντησε πως είναι είναι γνωστές.
Σε άλλο θέμα της επικαιρότητας, για τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, τόνισε πως «η χώρα μας παύει να αποτελεί μια εξαίρεση», επιπλέον ότι το επικείμενο νομοσχέδιο «έρχεται συμπληρωματικά σε μια αναβαθμισμένη δημόσια εκπαίδευση που επιδιώκουμε».
Για αυτό και υπενθύμισε «όλες τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με το νέο νόμο – πλαίσιο για τη δημόσια εκπαίδευση, με τα θέματα χρηματοδότησης και με τους πόρους που εξασφαλίσαμε μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης -περίπου 1 δισεκ. για τη στήριξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των άλλων βαθμίδων αυτής». Συνεπώς, συνέχισε, «εμείς είμαστε σταθερά προσανατολισμένοι στο δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης αλλά, ταυτόχρονα, πρέπει να δούμε και τα μη κερδοσκοπικά, μη κρατικά ιδρύματα. Υπάρχει μια μεγάλη φυγή, περίπου 40.000 νέων ανθρώπων προς άλλες χώρες», εξήγησε ακόμη.
‘Αλλωστε, τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα θα λειτουργήσουν κάτω από υψηλούς όρους, προσέθεσε και, τούτων δοθέντων, «θα έχουμε ένα άρτιο δημόσιο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε ο κάθε νέος αυτό που έχει στο μυαλό του και επιθυμεί, να το κάνει πραγματικότητα».
Ως προς το χρόνο ψήφισης του νομοσχεδίου, «θα ακολουθήσει η διαβούλευση και μέσα στο Φεβρουάριο είναι πολύ πιθανόν – έχει να κάνει και με το νομοθετικό προγραμματισμό της Βουλής – θα ψηφισθεί. Αυτή η εθνική εξαίρεση θα κλείσει τον κύκλο της», επέμεινε δε.
Συγχρόνως, όμως, σχολίασε ότι «αυτά που γίνονται στα πανεπιστήμια με τις καταλήψεις, δεν περιποιούν τιμή στο εκπαιδευτικό σύστημα, χρειάζεται σεβασμός και στη διοίκηση και το εκπαιδευτικό προσωπικό και τους φοιτητές».
Αλλάζοντας θέμα, «το 41% ήταν μια εντολή προς τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση να προχωρήσουν γρήγορα σε αυτά που έχουμε να κάνουμε, και να χρησιμοποιούμε την εντολή αυτή με μετριοπάθεια και σεμνότητα».
Και, για το οικονομικό πλαίσιο, τέλος, «με τις αυξήσεις που δόθηκαν στο δημόσιο τομέα μετά από 14 χρόνια αλλά και με την αύξηση του κατώτατου μισθού, με το ξεπάγωμα των τριετιών και άλλες δράσεις», η κυβέρνηση πέτυχε να ενισχύσει «με σταθερό και μόνιμο τρόπο το εισόδημα».
Συγχρόνως, «έχουμε αποδείξει τα προηγούμενα χρόνια ότι εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη και όσο μας επιτρέπει το δημοσιονομικό περιβάλλον – γιατί δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος – ενισχύουμε με τον τρόπο που πρέπει, συστηματικά και στοχευμένα εκεί που υπάρχουν μεγαλύτερες ανισότητες, αυτούς που πραγματικά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την κρίση». Σε κάθε περίπτωση, συμπλήρωσε, «η διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι βασικό συστατικό για να αντιμετωπισθούν οι συνθήκες αυτές».
Ερωτηθείς γιατί η κυβέρνηση δεν προχωρά σε μείωση του ΦΠΑ κ.ο.κ., όπως διεκδικούν αντιπολίτευση και φορείς, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ επιχειρηματολόγησε ότι «είναι δύσκολο να αντικατασταθούν αυτοί οι φόροι, πρέπει να βρεθεί δημοσιονομικό εισόδημα, που σημαίνει ότι πρέπει να κόψουμε από αλλού».
Εξ άλλου, «πολλές φορές οι μειώσεις αυτές δεν φθάνουν στην τσέπη του καταναλωτή, γιατί υπάρχουν αρκετοί μεσάζοντες. Και κυρίως όπου δοκιμάσθηκε, σε δέκα χώρες περίπου, όλες αναγκάσθηκαν να το πάρουν πίσω ως μέτρο». Τέλος, «όσοι το προτείνουν θα πρέπει να μας πουν από πού θα πρέπει να κόψουμε», ανέφερε κλείνοντας ο Θ. Κοντογεώργης.
ΑΠΕ