Καστοριά

Η διεισδυτική ανάλυση της Σοφίας Κλειούση στην ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου “επτά ανάσες πριν”

 

1. Η Ελένη Αλεξίου από την έκδοση κιόλας της πρώτης της ποιητικής συλλογής, με τον τίτλο «Φλας» το 2009, κατέστησε διακριτό το στίγμα της, κομίζοντας τις πρώτες ύλες της γραφής της: ολιγόστιχες συνθέσεις, ματιά εστιασμένη στο καίριο και στο ελάχιστο και ο κόσμος οργανωμένος στις αιώνιες αντιζυγίες: έρωτας και απώλεια, μνήμη και λήθη, φως και σκοτάδι.

Στα «Ποιήματα που γράψαμε μαζί», τη δεύτερη συλλογή του 2015, η πορεία των προσωπικών αναζητήσεων της ποιήτριας συνεχίζεται, ενώ οι κύριες προεξοχές της γραφής της εδραιώνονται και κατισχύουν. Παράλληλα όμως η ματιά βαθαίνει, για να συλλάβει αυτό που αείποτε εκκρεμεί, αυτό που αείποτε διαφεύγει

  1. «επτά ανάσες πριν»: Με την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής της Ελένης Αλεξίου το ποιητικό τοπίο πλαταίνει υπέροχα, από τις σελίδες του καλαίσθητου βιβλίου αναδύεται ένα πολύμορφο σύμπαν από λέξεις που ζητούν να γονιμέψουν το σκοτάδι, να αποκαλύψουν την πρώτη τους αλήθεια, το πρώτο τους μάγεμα, ν` ακουστούν ατόφιες, πλέριες, να ξαναβρούνε τη χαμένη τους στίλβη, να κάνουνε τον κόσμο να ξαναειπωθεί αλλιώς.

Όταν πήρα στα χέρια μου την ποιητική συλλογή της Ελένης, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν ( πρώτη έκδοση τον Απρίλιο του 2022), την προσοχή μου είλκυσε αμέσως το λιτό εξώφυλλο με το επιδεκτικό πολλαπλών αναγνώσεων εικαστικό θέμα, φιλοτεχνημένο από τη Μάτω Ιωαννίδου. «Στάμπα σε χαρτί»: ο δισυπόστατος εαυτός μας, ψυχή και σώμα, ύλη και σκιά, το εγώ και το alter ego του; Το αφήνω σε εσάς. Ο καθένας θα βρει τους δικούς του συμβολισμούς και θα δώσει τις δικές του προεκτάσεις στο έργο του εξωφύλλου…

Και έπειτα ο τίτλος… «Επτά ανάσες πριν»… Ήταν εμφανώς ο καταλύτης που επιτάχυνε την αδημονία μου να εισέλθω στο σώμα της συλλογής, ερεθίζοντας την αναγνωστική μου περιέργεια στο έπακρο. Γεννήθηκαν έτσι τα πρώτα εύλογα ερωτήματα:

Ανάσες… Κρύβεται ίσως κάποια σημαίνουσα   αλληγορία πίσω από την κεντρική λέξη του τίτλου; Και γιατί επτά; Και τι σηματοδοτεί αυτό το πριν άραγε;

Μόνο όταν πια ολοκληρωνόταν η περιδιάβασή μου, όταν έφτασα δηλαδή στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής, είδα τον τίτλο να φωτίζεται αλλιώς. Στο μεταξύ, καθ` όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής μου περιπέτειας, ο τίτλος αυτός αποδείχτηκε εξαιρετικά ευεπίφορος σε πολλαπλές ερμηνείες και συνειρμούς.  Θα το διαπιστώσετε άλλωστε μέσα από τη δική σας γνωριμία με τα ποιήματα του βιβλίου.

Τρεις λέξεις: η ματιά σκαλώνει σε τρεις λέξεις που συνιστούν ένα είδος αφιέρωσης ή μότο, προτού περάσει κανείς στο κύριο μέρος του έργου: Μάνα, πατέρα, θάλασσα… Όχι στην ονομαστική, αλλά στην πτώση των επικλήσεων. Ρίζες και απεραντοσύνη μαζί… Ισχυρός ο προϊδεασμός. Ισχυρές και ανεξάλειπτες και οι πρώτες εντυπώσεις αλλά και οι δονήσεις του νου και των αισθήσεων, καθώς αρχίζει να ανελίσσεται η ποιητική γραφή της Ελένης. Επτά ενότητες απαρτίζουν τη συλλογή· όσες και οι «ανάσες» του τίτλου.

3. Από τους «Βηματισμούς σε ένα ξερό ρυάκι», την πρώτη δηλαδή ενότητα μέχρι την τελευταία, η οποία, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, δίνει τον τίτλο της σε όλη τη συλλογή, λέξη τη λέξη, ανάσα την ανάσα, ανασταίνεται ένας κόσμος φτιαγμένος από ρητές και άρρητες σημασίες, φωνές και σιωπές, ήχους, μουσικές, αισθήματα, δηλούμενα και υποδηλούμενα, τοπία εξωτερικά ( αστικά ή φυσικά), τοπία εσωτερικά, μνήμες, απώλειες, αποχωρισμούς, θάλπος και παγωνιά.

Και όλα αυτά ειπωμένα με λόγο που αγαπά την πυκνότητα και όχι την έκταση, το ακαριαίο και όχι την ανάλυση, την κορυφαία στιγμή του δράματος και όχι την φλυαρία γύρω από αυτό, τον πυρήνα και όχι το κέλυφος των πραγμάτων.

Μικρά, ολιγόστιχα ποιήματα ή αλλιώς η αφαίρεση στην πιο καλή της ώρα.

Από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, ενταγμένο στην ενότητα «Βηματισμοί σε ένα ξερό ρυάκι», το ποιητικό υποκείμενο λειτουργεί ως όραση και προς τα έξω και προς τα μέσα, καθώς διαγράφεται μια πορεία σ` ένα άνυδρο τοπίο, με το ξερό ρυάκι να γίνεται συνώνυμο της απουσίας, της απώλειας, της αφωνίας. Ο τόνος είναι εναγώνιος, απορηματικός.

Ξερό ρυάκι

σε παίρνω με το μάτι ανάποδα –πού βγάζεις;

πέφτω σε ίσκιο γνώριμο που κάποτε θυμήθηκα

κι απόμεινα ρυτίδα στην κρούστα της γης.

Και λίγο παρακάτω

Πότε λιγόστεψε η βροχή

Πότε στεγνώσαμε από τη θάλασσα;

απ` την αγάπη; και γίναμε

 

ξερό ρυάκι

φίδι χωμάτινο που

κυλιέται στ` αγκάθια;

Το άνυδρο ωστόσο αυτό τοπίο δεν παραμένει υπόθεση εξωτερική αλλά βιώνεται ως εσωτερικό, σωματικό γεγονός. Οι εικόνες εδώ αναδύονται άτριφτες, δραστικές.

Ξερό ρυάκι

κλωστούλα στη γλώσσα

ρουφήχτρα σιωπή

Διψώ!

Και το αντίδοτο στην αφωνία, στη σιωπή, στον μαρασμό: Η βροχή που «φτάνει μέχρι το κόκαλο της μνήμης» και ενεργοποιεί τον λόγο τον ζωοποιό και την παραμυθητική λειτουργία της θύμησης.

Κάποτε βρέχει μέχρι το κόκαλο της μνήμης

σπαρταρά στα δόντια

πέστροφα

η γλώσσα

Θυμάμαι τα φιλιά.

Οι δύο στίχοι που ακούγονται στο τέλος των «Βηματισμών σε ένα ξερό ρυάκι» αποκαθιστούν την πρώτη και τη στερνή μας αλήθεια και συγκλονίζουν με την αμεσότητα και την πίστη τους στην προαιώνια ουσία του ανθρώπου.

…και μην αφήσεις να σου πουν

ότι στερέψαμε από αγάπη

Ποτάμι είμαστε [ … ]

κι επίτηδες στο σημείο αυτό αφήνω τον στίχο ανολοκλήρωτο. Ο αναγνώστης θα βρει την απάντηση.

 

  1. Και προχωράμε σε μια αλλιώτικη, αναπάντεχη και ατίθαση συνάμα Γραμματική: Τη «Γραμματική του Καλοκαιριού». Είναι ο τίτλος της δεύτερης ενότητας. Εδώ το καλοκαίρι γεννιέται, ανθίζει και κατισχύει στη σκέψη και τη φαντασία του δημιουργού και του αναγνώστη συλλαβή –συλλαβή, γράμμα-γράμμα, ενώ οι αισθήσεις μεταλαμβάνουν τη ρέμβη, το άρωμα, το φως, τους ήχους και τις μουσικές ενός νεογέννητου, αρχετυπικού κόσμου. Στην καλοκαιρινή ποιητική τοιχογραφία της Ελένης Αλεξίου το αστικό περίκλειστο τοπίο συνυπάρχει με την ανοιχτωσιά και την απεραντοσύνη της θάλασσας, την ακατάλυτη του κύματος ορμή, με την αρμύρα του κορμιού και με το θαλασσόβρεχτο τραγούδι του κοχυλιού.

 

εκεί που δένει ο κισσός κι η λαμαρίνα

στην πίσω σκάλα πάνω απ` το γκαράζ

κρυμμένο το βάζο με τις πεταλούδες

 

γυάλινη ελευθερία

καλοκαίρι στην πόλη.

Και ως οφείλει μια Γραμματική , έτσι και η «Γραμματική του Καλοκαιριού», διεισδύει παιχνιδιάρικα στη δομή και στον πυρήνα του θαυμαστικού λόγου: συλλαβίζει τις λέξεις της σοφής γιαγιάς, ετυμολογεί την αιώνια της θάλασσας αστείρευτη ροή, αποθησαυρίζει εικόνες συνωνύμων, ορίζει τα τρία γένη της υπομονής, διαπλέκει τα δύο πρόσωπα της αντωνυμίας εις το διηνεκές, παίζει με το αρχέγονο ζευγάρι αντωνύμων, κλίνει τα ουσιαστικά που θεμελιώνουν τον κόσμο αναδεικνύοντας τη δόξα της κλητικής πτώσης και στήνει μια ιστορία με υλικό της το ελάχιστο.

Παραθέτω ένα μικρό δείγμα από το ευφάνταστο αυτό και τολμηρό ταυτόχρονα παιχνίδι….

 

συνώνυμες εικόνες / απλούστευση του μπλε

 

βάρκες / σύννεφα/ κυματισμοί

 

«γλά-ρος»/ με διόρθωσε το ψαροπούλι

***

( τα τρία γένη της υπομονής) / ο διψασμένος /η δίψα /το ξεδίψασμα

***

σκοτάδι φως σκοτάδι φως / αναποφάσιστος ο φάρος

***

ο ήλιος /του βουνού/ την θάλασσα /ω Πήλιο

 

Είναι τόσο απέραντος ο πλούτος της ενότητας αυτής σε εικόνες, τολμηρές λεκτικές ακροβασίες, που δεν μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο μιας παρουσίασης. Θα το διαπιστώσετε εξάλλου και οι ίδιοι μέσα από την προσωπική, ιδιωτική σας αναγνωστική εμπειρία.

 

  1. Το εκτενέστερο ποίημα της συλλογής από μόνο του αποτελεί μια ενότητα. Πρόκειται για την τρίτη ενότητα με τίτλο «Δήλωσις Πίστεως». Και η θέση της, κεντρική και άκρως εμβληματική στο σώμα της συλλογής.

Εδώ η ποιήτρια ορίζει με διάθεση βαθύτατα εξομολογητική την καταστατική συνθήκη της έμπνευσης και της δημιουργικής της πράξης.  Και αυτή δεν είναι άλλη από την πίστη στον Άνθρωπο-Θεό, την πίστη στην ελπίδα και στη συνέχεια του κόσμου, τουτέστιν στο παιδί, στο υπέρτατο αυτό θαύμα, την πίστη στον  αιώνιο  συμπαντικό νόμο της Αγάπης που καταλύει του θανάτου τη φθορά. Βαθιές λοιπόν ομολογίες πίστεως, οι οποίες συναιρούν όλες τις αντιθέσεις που συγκροτούν τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης: Ιδέα και χωμάτινο κορμί. Λάθος και μάθος. Αθέατο και προφανές. Προσδοκίες και ματαιώσεις.

Διαβάζω μικρά αποσπάσματα:

 

πιστεύω εις ένα θαύμα, το Παιδί /

            ( δάκρυζε ο βλαστός, έραινε το Μάγουλο το ζωντανό /κλωνάρι) 

Και λίγο παρακάτω.

 

πιστεύω στο αθέατο /( το πίσω χρώμα της ελιάς, το ασημένιο)

            στο προφανές / (   ένας ο δρόμος της βροχής/το ανεπίστρεπτο)  

 

Και μετά την πίστη, η προσδοκία: της συγχώρεσης και της ζωής του μέλλοντος παρόντος.

 

  1. Την ακινησία της νύχτας αιφνιδιάζουν οι λέξεις στα ποιήματα της επόμενης, της τέταρτης ενότητας, διαρρηγνύοντας με τη φανερή και την κρυφή τους μαγγανεία το σκοτεινό, το ανείπωτο, το άρρητο. Τα περιγράμματα των πραγμάτων γίνονται ρευστά, ακαθόριστα, υποβλητικά, η μεταμορφωτική επενέργεια της νύχτας διαχέεται παντού.

 

[…] το μαύρο δεν είναι χρώμα / είναι στομάχι της λήθης  

                           το ποίημα δεν είναι ποίημα

                       -είναι φεγγάρι /κουκούτσι αμάσητο στο λαρύγγι του χρόνου

Ή ακόμη

 

φεγγάρι μάτι γουρλωμένο /αστέρια φακίδες.

 

Το ασάλευτο νυχτερινό τοπίο εμψυχώνεται, μια πρωτεϊκή ακολουθία εικόνων, μικρές φωτεινές αστραπές, ανάσες έμπνευσης διαβαίνουν λάμποντας ως φευγαλέες συλλήψεις αχνών φασμάτων. Εκείνο ωστόσο που διαμορφώνει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στα ποιήματα της συλλογής δεν είναι άλλο από τους ήχους, από τους ήχους που δαμάζουν την ακαμψία της σιωπής και την καθιστούν φωνήεσσα, σημαίνουσα και ενίοτε εκκωφαντική: οι βραχνές εξατμίσεις καθώς τσαλακώνουν το πουκάμισο του ύπνου, οι φωνές νεαρών που πίνουν στο πάρκο, το κλιματιστικό που μουρμούριζε μια αόρατη απειλή, το γάβγισμα το ξερό σαν τσακμακόπετρα, πατήματα, σουρσίματα, τριγμοί και το ατίθασο ρουθούνισμα και τα ρολόγια που απαγγέλλουν τον χρόνο σε τροχαϊκό δισύλλαβο.

Και αν για τον Τάσο Λειβαδίτη η νύχτα είναι «μια φωτισμένη πολιτεία που τη λυμαίνονται οι αλήτες και οι ποιητές» , στην «Ακίνητη νύχτα» της Ελένης Αλεξίου τον πρώτο λόγο έχουν οι έρωτες της σκιάς και του μισοσκόταδου: παλιοί εραστές που γίνανε άντρες, το άβολο φιλί πισώπλατο σε τοίχο, ο Νόστος που γράφεται στις ραψωδίες της νύχτας και η Μεγάλη Θλίψη, η επινοημένη πηγή έμπνευσης της τυφλής ποιήτριας.

 

  1. Οι τρείς τελευταίες ενότητες της συλλογής συνιστούν κατά την προσωπική μου εκτίμηση μια τριλογία, η οποία θέτει στο κέντρο του νοήματος και της ποιητικής αλήθειας την ασύλληπτη οδύνη του ανθρώπου.

« Προσφυγικός Καταυλισμός» : Εδώ οι στίχοι ακροβατούν ανάμεσα στην αιχμηρότητα της κοφτερής λεπίδας και στο νοτερό μινύρισμα της νύχτας για το παιδί που ο κόσμος του σωριάστηκε σε συντρίμμια μέσα σε μια στιγμή. Στιγμιότυπα συγκλονιστικά, όνειδος στον μακάριο εφησυχασμό μας  και λέξεις  ματωμένες που πασχίζουν να χωρέσουν την αιώνια του ανθρώπου κραυγή. Το βλέμμα του ποιητικού υποκειμένου, ανήσυχο,  ευαίσθητο και διερευνητικό εστιάζει στις δύο κορυφαίες μορφές του ατελεύτητου δράματος: στη μάνα και στο παιδί.

Τα κλεμμένα χρόνια της αθωότητας που γυρεύουν την εκδίκησή τους μέσα στο μητρικό, πικρό νανούρισμα, το παιδί που έγειρε για τον αιώνιο ύπνο στο δάσος με τις φυλλωσιές και τα υγρά σκοτάδια και το τρομάζει η ανάσα του βουνού συνθέτουν ένα σκηνικό ωμού, ανελέητου ρεαλισμού. Η ομολογία των μικρών ξεριζωμένων προκαλεί ισχυρές αναταράξεις:

Το βράδυ παίζουμε πόλεμο / να θυμηθούμε την πατρίδα.

Και εκεί ακριβώς μέσα στην απόγνωση και στην απελπισία του προσφυγικού καταυλισμού, η ζωή γεννιέται μέσα από τις στάχτες. Η Μεριέμ που γεννά στην τέντα ΙΑΤΡΕΙΟΝ με την Παναγία Ελευθερώτρια στα χέρια σαρκώνει τη δύναμη του ανθρώπου να αντιπαλεύει τα σκοτάδια του χαμού.

« Θέμα Ανατομίας» Η προτελευταία ενότητα της συλλογής. Ο λόγος εδώ εκφέρεται ως ανάσα, ανάσα παγωμένη, που αγγίζει τον αναγνώστη μέχρι τα τρίσβαθα της ύπαρξής του. Οι νεκροί που δε διάλεξαν τη μοίρα τους, η ερημία του παράλογου και άδικου πολέμου και τα πικρά λάφυρα του θανάτου, όλα αυτά σκιαγραφούν με αδρές, σκληρές πινελιές το αποτρόπαιο πρόσωπο του ανθρώπινου αλληλοσπαραγμού. Και πίσω από τα παράσημα και τα δαφνόφυλλα της άσκοπης θυσίας, από το Μνήμα των Ηρώων και τη Σημαία της Ειρήνης με το στραβό γαζί, προβάλλει  ατόφια και ολοκάθαρη  η πιο οδυνηρή αλήθεια του ανθρώπου.

Θέμα ανατομίας / το θαύμα/ η ζωή / το  μάταιο / η νίκη

όπως

η κοιλιά των γυναικών

στη γέννα ελαφριά / βαρύτερη στο πένθος.

Τη συλλογή ολοκληρώνει και επιλογίζει με μια κορύφωση συγκλονιστική η ενότητα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή: « Επτά Ανάσες Πριν» .

Σε πρώτο πλάνο και πάλι η σκληρότητα και η μοναξιά του θανάτου στο σκηνικό που διαμόρφωσε η πρόσφατη πάνδημη δοκιμασία: τα εύθραυστα όρια ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα, άνθρωποι που χάθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη και γίνηκαν αριθμοί, εκείνοι που φύγανε μες στους ψυχρούς θαλάμους της εντατικής άκλαυτοι και δίχως μια αγρύπνια καθώς πρέπει  αποδίδονται με λόγο δωρικό, στιβαρό και με έντονη, δραστική εικονοποιία.

Το τελευταίο ποίημα της ενότητας αρχίζει με τον στίχο- τίτλο: «Επτά ανάσες πριν»….  Ο βιωμένος χρόνος που πνέει τα λοίσθια μετρημένος αντίστροφα σε ανάσες και ένα συγκλονιστικό καλωσόρισμα. Αφήνω σε εσάς την απόλαυση της ανάγνωσής του.

 

  1. Ξεκίνησα αρχικά να συντάσσω το κείμενο τούτης της παρουσίασης με νωπές ακόμη τις εντυπώσεις, τα συναισθήματα και τους συνειρμούς που μου προκάλεσε η γνωριμία με τη συλλογή. Όσο όμως προσέγγιζα εκ νέου το περιεχόμενό της, τόσο ανακάλυπτα και άλλες οπτικές, διαφορετικές συγκινήσεις και μια γοητευτική πολυσημία πίσω από το σχήμα και το κέλυφος των λέξεων. Έτσι, χρειάστηκε αρκετές φορές να αναθεωρήσω και να αλλάξω το αρχικό κείμενο.

«Επτά ανάσες πριν» : Με σχηματισμένη πλέον την εικόνα του συνόλου,  ο τίτλος της συλλογής επιτρέπει κι άλλους συμβολισμούς, επιτρέπει κι άλλες νοηματοδοτήσεις, που λίγο-πολύ μας οδηγούν σε έναν φυσικό και εξόχως γοητευτικό συσχετισμό:

Η ποίηση ως ανάσα.  Η ποίηση ως ζωτική ανάγκη να καταλύσεις τις παραδοχές και τα σχήματα, να αφεθείς στη μουσική γεωμετρία των λέξεων και να αφουγκραστείς τους κρυφούς αναπαλμούς του σωπασμένου κόσμου.

Αυτή ακριβώς την αίσθηση μεταδίδει η γραφή της Ελένης Αλεξίου: το κάθε ποίημα μοιάζει να συλλαμβάνεται και να εκφέρεται ως ανάσα, οι στίχοι μοιάζουν να ανασαίνουν φυσικότατα την απολύτως ενσωματωμένη αυθεντικότητα και ελευθερία τους.

Με τον ποιητικό της λόγο η Ελένη μας κάνει κοινωνούς στον δικό της τρόπο θέασης του κόσμου, μας μυεί στη γραμματική του δικού της καλοκαιριού και μοιράζεται μαζί μας την ικανότητά της να βλέπει την αθέατη όψη των πραγμάτων, « το πίσω χρώμα της ελιάς, το ασημένιο», χωρίς να αποστρέφει στιγμή το πρόσωπό της από τις πληγές του ανθρώπου, από τον πόνο της προσφυγιάς, του πολέμου, της αρρώστιας.

Ολοκληρώνοντας την ερμηνευτική δοκιμή του πιο πρόσφατου έργου της Ελένης Αλεξίου θα ήθελα να επισημάνω πόσο ευτυχής είναι η συγκυρία για την πόλη μας να έχουμε κοντά μας ανθρώπους με τόσο αξιόλογη πνευματική και εκπαιδευτική δράση.

Στην ποιήτρια, μουσικό και καθηγήτρια Ελένη Αλεξίου εύχομαι να είναι γερή και να συνεχίσει « λέξη- λέξη, να  ράβει της σκέψης το πανί»  και να προσφέρει απόλαυση αισθητική με την καλλίτοκο πένα της.

 

Σοφία Κλειούση, Καστοριά 28- 01-2024

 

Back to top button