Ο θρησκευτικός γάμος, ως μυστήριο της χριστιανικής θρησκείας, που χαρακτηρίζει τη νόμιμη ένωση και συμβίωση άνδρα και γυναίκας με σκοπό την πνευματική και σωματική ένωση και τη γέννηση τέκνων, επέζησε δύο περίπου χιλιετίες από τη γέννηση του Χριστού μέχρις ότου αρχίσει η απομυθοποίησή του που ξεκίνησε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και τις χώρες της Β. Ευρώπης.
Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1960, και ιδίως με την είσοδο στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση και στην Παγκοσμιοποίηση, οι παραδοσιακές κοινωνικές αξίες και η θρησκεία άρχισαν να προκαλούν στους ανθρώπους του δυτικού κόσμου λιγότερο έντονα συναισθήματα. Ο θεσμός της πυρηνικής οικογένειας απονευρώθηκε και έπαψε να συνιστά ιδεότυπο και ιδανικό τύπο συμβίωσης και η πίστη στα θεία κλονίσθηκε σοβαρά στις χώρες της Β. Ευρώπης, της Β. Αμερικής και της Ωκεανίας. Οι οπαδοί του αγνωστικισμού και της αθεΐας πολλαπλασιάστηκαν, κερδίζοντας σημαντικό έδαφος σε βάρος των παραδοσιακών πιστών.
Από τη δεκαετία του 1960, η σεξουαλικότητα και το δικαίωμα του σεξουαλικού αυτοκαθορισμού του ατόμου αναδείχθηκαν σε κυριαρχικά στοιχεία της ατομικής ταυτότητας του καθενός και της καθεμιάς και στον τρόπο ζωής των Δυτικών ενσωματώθηκε ως βασικό στοιχείο ο άκρατος σεξουαλικός και καταναλωτικός ηδονισμός. Στις συλλογικές εθνικές και κοινωνικές ταυτότητες ενσωματώθηκαν νέα στοιχεία, όπως ο ατομικισμός, η αυτοπραγμάτωση, ο αυτοκαθορισμός, ο ανεξέλεγκτος δικαιωματισμός, ο σεβασμός της ισότητας των φύλων και των αδυνάτων, ο αγνωστικισμός, η ανεξιθρησκία και η πολιτική ορθότητα. Απότοκο αυτών των εξελίξεων ήταν η αποδυνάμωση της παραδοσιακής δυτικής ιδεολογικής, ιδεολογικοπολιτικής και πολιτιστικής σκέψης και η δημιουργία μιας νέας ριζικά αναθεωρημένης και συμπεριληπτικής κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτιστική ρωγμή στις επί αιώνες αυστηρά οργανωμένες κοινωνίες της Δύσης.
Στην Ελλάδα της ακινησίας των θεσμών, του παρανοημένου προοδευτισμού, του ψευδομοντερνισμού, του γκροτέσκου μιμητισμού, του διχαστικού μανιχαϊσμού και του ωχαδερφισμού οι εξελίξεις αυτές ήρθαν με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών, όταν τη δεκαετία του 1980 εκσυγχρονίσθηκε το οικογενειακό δίκαιο και θεσπίσθηκε ο πολιτικός γάμος. Από τότε η αυστηρά δογματική Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζει να δίνει μάχες οπισθοφυλακής και να δημιουργεί προβλήματα σε αυτούς που τέλεσαν πολιτικό γάμο και στα παιδιά τους. Οι μάχες έγιναν εντονότερες, ιδίως μετά τη θεσμοθέτηση πριν από λίγα χρόνια του συμφώνου συμβίωσης και της καύσης των νεκρών. Ιερείς αρνούνται να εφαρμόσουν τον νόμο της πολιτείας και δεν δέχονται να ιερουργήσουν στις εξόδιες ακολουθίες όσων επέλεξαν την καύση αντί της ταφής! Όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει αυτές τις ήπιες κοινωνικές αλλαγές είναι φυσικό επακόλουθο να αντιμάχεται τον πολιτικό γάμο και την υιοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιτίθεται στο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και του αυτοκαθορισμού των πιστών της, διότι αυτό συνεπάγεται απώλεια της εξουσίας που θέλει να ασκεί η ίδια στις ζωές τους. Αντιδρά σε κάθε μεταρρύθμιση των παραδοσιακών αξιών και θεσμών, διότι η ορθόδοξη πίστη είναι άμεσα συνδεδεμένη και συνταγματικά κατοχυρωμένη με την ελληνικότητα. Αυτό πιστεύει ότι της δίνει το δικαίωμα να έχει λόγο στις ζωές των πιστών της. Ωστόσο, κάποιος ελεύθερα σκεπτόμενος θα μπορούσε να αποδώσει τις τωρινές αντιδράσεις της όχι μόνον σε ιδεολογικούς λόγους απώλειας εξουσίας, αλλά και σε λόγους οικονομικού συμφέροντος, αφού, από τους συνολικά τελεσθέντες γάμους το 2022, το 39% ήταν πολιτικοί, το 38% θρησκευτικοί και το 23% σύμφωνα συμβίωσης.
Αν και η εξάλειψη των διακρίσεων με βάση την εθνικότητα, το θρήσκευμα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την αναπηρία στον χώρο της εργασίας και της οικονομίας είναι θεσμοθετημένη εδώ και χρόνια στη χώρα, η Κυβέρνηση αποφάσισε εσπευσμένα για ανεξήγητους λόγους, λίγους μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, να νομοθετήσει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την υιοθεσία, αγνοώντας την αντίθεση της Εκκλησίας και τις αντιδράσεις μεγάλου μέρους των βουλευτών και των ψηφοφόρων της. Ως βασικά επιχειρήματα επικαλείται τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των παιδιών που έχουν υιοθετηθεί από ομόφυλα ζευγάρια στο εξωτερικό και ζουν στην Ελλάδα, καθώς και το γεγονός ότι στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες της Δύσης και της Ε.Ε. ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και η υιοθεσία είναι εδώ και χρόνια νομοθετημένα. Αν και τα επιχειρήματα αυτά φαίνεται να ευσταθούν, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η προστασία των υιοθετημένων παιδιών των ομόφυλων ζευγαριών θα ήταν δυνατή με ενίσχυση της νομοθεσίας του συμφώνου συμβίωσης και όχι με τη νομοθέτηση του πολιτικού γάμου.
Η εσπευσμένη αυτή απόφαση του κ. Κ. Μητσοτάκη είναι δυσανάγνωστη και δυσεξήγητη, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα διαρρήξει την αγαστή σχέση του κυβερνώντος κόμματος με την Εκκλησία και θα μετακινήσει ψηφοφόρους προς τα κόμματα που βρίσκονται δεξιότερα από τη Ν.Δ. Πιστεύει ο Πρωθυπουργός ότι μπορεί να αναπληρώσει αυτές τις απώλειες με ψηφοφόρους από την Κεντροαριστερά; Νοιώθει τόσο άνετα στην κορυφή του πολιτικού τριγώνου, βλέποντας τους άλλους να συνωστίζονται στα άκρα της βάσης του, και επείγεται να αναδειχθεί σε εκσυγχρονιστή της Ελλάδας, αδιαφορώντας για την πολιτισμική ρωγμή που θα προκαλέσει η μεταρρύθμιση στον φέροντα βαλκανικό οργανισμό της χώρας; Ή μήπως υπέκυψε στις πιέσεις του πανίσχυρου παγκόσμιου επιχειρηματικού λόμπι των LOATKI+, επιζητώντας προσέλκυση επενδύσεων; Στις ευρωεκλογές θα δοθούν οι πρώτες απαντήσεις.
* Ο Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, συγγραφέας