Οποιος ψάχνει βρίσκει; Όπου υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος; Αιτείτε και δοθήσεται υμίν; Όχι όταν ψάχνει κανείς την Καστοριά του Τάκη Κανελλόπουλου. Αλλά –για να πούμε μια ακόμη κοινοτοπία– ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Τον Απρίλιο ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, κάλεσε τους συνεργάτες του στο γραφείο του και μας ανακοίνωσε πως το αφιέρωμα του επερχόμενου 64ου Φεστιβάλ θα ήταν στον Τάκη Κανελλόπουλο, καθώς το 2023 συμπληρώνονταν ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του.
Τον συντονισμό ανέλαβαν η επικεφαλής του Ελληνικού Προγράμματος Ελένη Ανδρουτσοπούλου, ο κριτικός κινηματογράφου Μανώλης Κρανάκης κι εγώ που, πέρα από την αγάπη μου για τον σκηνοθέτη, έχω έναν ας πούμε προσωπικό δεσμό με το έργο του: ο Μακεδονικός γάμος, η πρώτη του ταινία, γυρίστηκε στη γενέτειρά μου, το Βελβεντό Κοζάνης.
Σύντομα η ομάδα έπιασε δουλειά: αρχίσαμε να σχεδιάζουμε την έκθεση που θα συνόδευε το αφιέρωμα, να γράφουμε τα κείμενα για τον κατάλογο του φεστιβάλ, να οργανώνουμε τις συζητήσεις που θα πλαισίωναν τις προβολές.
Το μόνο που δεν μας προβλημάτισε ιδιαίτερα ήταν η ανεύρεση των αρχείων προβολής. Εντάξει, είπαμε, πρόκειται για όλες κι όλες δέκα ταινίες, γυρισμένες από το ’60 και μετά, ορισμένες τους κορυφώσεις της ελληνικής κινηματογραφίας: δεν θα ’ναι τόσο δύσκολο. Κι όμως.
Μπαίνοντας στο κυνήγι των αρχείων, διαπιστώσαμε ότι με εξαίρεση τις πρώτες ταινίες του Κανελλόπουλου που γνώρισαν επιτυχία το υπόλοιπο έργο του, ιδίως οι ταινίες της εποχής της απαξίωσής του, δεν βρισκόταν στην επιθυμητή κατάσταση. Μάλιστα ορισμένες κόπιες ήταν ακατάλληλες για προβολή.
Αποφασίσαμε –χωρίς αυτός να είναι ο ρόλος του φεστιβάλ– να χρηματοδοτήσουμε την αποκατάσταση όσων ταινιών μας επέτρεπαν τα οικονομικά μας. Χρειάστηκε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις, σαν γιατροί σε εμπόλεμη ζώνη, για το ποιες θα σώζαμε.
Το δυσκολότερο ωστόσο ήταν να βρούμε την Καστοριά, το τρίτο και τελευταίο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ του, γυρισμένο το 1969.
Η Καστοριά, λιγάκι όπως η πόλη την οποία υμνεί, είναι χαμένη στην ομίχλη όχι της λίμνης Ορεστιάδας, αλλά ποικίλων φημών: κανένας δεν ξέρει γιατί έχει προβληθεί μονάχα ελάχιστες φορές, κυρίως όμως κανένας δεν ξέρει πού βρίσκεται η κόπια.
Αφού επί μήνες ρωτούσαμε δεξιά κι αριστερά και κανένας δεν είχε ιδέα, βρεθήκαμε ένα πρωί να ψάχνουμε στο υπόγειο του παραγωγού της ταινίας, που χρόνια πια δεν βρίσκεται εν ζωή, ανάμεσα σε έπιπλα και κούτες με μαχαιροπίρουνα, να ανοιγοκλείνουμε ντουλάπια στο γραφείο του και να μετακινούμε πολυθρόνες στο σαλόνι, μήπως εντοπίσουμε την ταινία. Και δεν βρήκαμε τίποτε. Παρά τις προσπάθειές μας (…«σαν των Τρώων»), το αφιέρωμα πραγματοποιήθηκε λειψό, δίχως την Καστοριά.
Αν αυτή είναι η μοίρα μιας ταινίας (μόλις πενήντα τεσσάρων χρόνων) ενός από τους επιφανέστερους Έλληνες σκηνοθέτες, ας αναλογιστούμε τι απογίνονται έργα λιγότερο γνωστών δημιουργών. Κι ας αναλογιστούμε ποια είναι η σημασία που αποδίδουμε θεσμικά στην έννοια του αρχείου, δηλαδή στη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, της συλλογικής μας μνήμης.
Όπως ακούμε και στο φινάλε του Ουρανού: «Καημένη πατρίδα».