Από ότι φαίνεται, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας Θρησκευμάτων και Αθλητισμού με τίτλο «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου –Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» πρόκειται να ψηφιστεί σε λίγες μέρες. Η κυβέρνηση με την συνδρομή φιλικών προς αυτή μέσων μαζικής επικοινωνίας έχει καταφέρει να πείσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι αυτό το νομοσχέδιο εκσυγχρονίζει την Ελλάδα και αποτελεί μια εμβληματική μεταρρύθμιση για την Ελλάδα. Η κατακερματισμένη αντιπολίτευση έχει εστιάσει σε μερικά σημαντικά επιχειρήματα όπως την παραβίαση διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος, την υποχρηματοδότηαη και υποστελέχωση των δημοσίων πανεπιστημίων, την εξυπηρέτηση μεγαλοσυμφερόντων, τον μαρασμό ή και ενδεχόμενο κλείσιμο των πανεπιστημίων της περιφέρειας, την ανυπαρξία ανεξάρτητης έρευνας στα μη-κρατικά ΑΕΙ και στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής έχουν μπει αστερίσκοι για την γεωγραφική εγκατάσταση των μη κρατικών πανεπιστημίων και προϋποθέσεις για την ίδρυση τους.
Όλα τα παραπάνω επιχειρήματα της αντιπολίτευσης υφίστανται αλλά δεν απαντούν στο κύριο και πρακτικό ερώτημα των γονιών ενός παιδιού. Γιατί να στείλω το παιδί μας στην επαρχία και να χρειαζόμαστε 1000 ευρώ τον μήνα χωρίς να είμαστε σίγουροι αν θα ολοκληρώσει τις σπουδές του σε 4 χρόνια και δεν το κρατάμε σπίτι (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) για να πάει σε ένα μη-κρατικό ξοδεύοντας για δίδακτρα λιγότερα από 1000 ευρώ τον μήνα (τα ποσά κυμαίνονται ανάλογα με το γνωστικό αντικείμενο). Στο ερώτημα αυτό οι κκ. Μητσοτάκης και Πιερρακάκης επιχειρούν να δώσουν μια πειστική απάντηση στους γονείς σε μια περίοδο οικονομικών ανατιμήσεων και ακρίβειας που μαστίζουν τα ελληνικά νοικοκυριά. Η απάντηση όμως αυτή έχει αρκετές αρνητικές προεκτάσεις που κατά τη γνώμη μου δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς στο δημόσιο διάλογο από την αντιπολίτευση. Απαριθμώ τα παρακάτω τέσσερα κομβικά σημεία.
Α) Το παιδί προσκολλημένο στην οικογενειακή εστία δεν πρόκειται ποτέ να ωριμάσει, να έλθει αντιμέτωπο και να ανταποκριθεί σε δύσκολες περιστάσεις καθώς και να αναπτύξει την προσωπικότητα του/της.
Β) Η ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων συνυφαίνεται με την “αμερικανοποίηση” της ελληνικής κοινωνίας και παιδείας αλλά ταυτόχρονα και με τον αφελληνισμό της. Οδηγούμαστε ως κοινωνία στον ατομικό δικαιωματισμό, μιμούμενοι τους Αμερικανούς. Το κίνημα του γουοκισμού ή «των αφυπνισμένων» στην Αμερική υποστηρίζει τα ατομικά δικαιώματα μειονοτικών ομάδων, εξυμνεί και προωθεί την ατομικά προσδιορισμένη «διαφορετικότητα», υπερτονίζει ζητήματα ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού αλλά δεν τα εντάσσει σε μια ανάλυση που εμπεριέχει το κοινωνικο-οικονομικό συγκείμενο. Επιπρόσθετα, ασκώντας κριτική στο Δυτικό κανόνα, επιχειρεί να ακυρώσει τα επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι την νεωτερικότητα.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κοινωνιολόγος Ιωάννα Τσιβάκου, τα ξενόφερτα πανεπιστήμια μπορούν να αποτελέσουν οχήματα για την προώθηση του γουοκισμού, την εμπέδωση του από τη νεολαία και την ακύρωση ενός ευ ζην «που θα αρδεύεται από το ελληνικό ήθος για το αγαθό και το αμάρτημα, για το δίκαιο και το άδικο, για το ωραίο και το άσχημο». H έλευση των μη-κρατικών πανεπιστημίων θέτει τους γονείς και τα παιδιά τους μπροστά στο δίλημμα: Επιδιώκουμε μια παιδεία εμποτισμένη από τις διαχρονικές αξίες του Ελληνισμού (δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ταπεινοφροσύνη) ή τις αξίες του αμερικανικού συστήματος (ελευθερία, ανταγωνισμός, συναίνεση) Θέλουν να προτάξουν το εμείς ή το εγώ, την κοινωνική/συλλογική ευημερία ή τα ατομικά επιτεύγματα;
Γ) Διεθνή παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων όπως αυτά που επιδιώκει να δημιουργήσει με τον νέο νόμο η κυβέρνηση έκαναν την εμφάνιση τους μεταπολεμικά και εξαπλώθηκαν ραγδαία την δεκαετία του ΄90 και ο ρυθμός αύξησης τους μεγάλωσε τη πρώτη δεκαετία του 2000. Οι χώρες προέλευσης και έδρας των πανεπιστημίων είναι σε σειρά κατάταξης οι Ηνωμένες Πολιτείες με μεγάλη απόσταση από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Αυστραλία. Στις χώρες προσέλκυσης και εγκατάστασης των παραρτημάτων πρώτη έρχεται η Κίνα ακολουθούμενη από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Μαλαισία, το Κατάρ και τη Σιγκαπούρη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις πρώτες θέσεις των χωρών εγκατάστασης παραρτημάτων δεν φιγουράρει καμία Ευρωπαϊκή χώρα. Τα κίνητρα των πανεπιστημίων για την ίδρυση διεθνών παραρτημάτων στο εξωτερικό είναι κυρίως οικονομικά μέσω της αύξησης των εσόδων από δίδακτρα και προνομιακών διευκολύνσεων από το κράτος υποδοχής. Η εστίαση των παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων σε γνωστικά αντικείμενα που ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις της αγοράς θα επιταχύνει τη διολίσθηση προς την αφάνεια γνωστικών αντικειμένων που θεραπεύουν οι ανθρωπιστικές σπουδές και μέρος των κοινωνικών επιστημών. Η τάση κατάργησης τμημάτων με γνωστικά αντικείμενα που δεν έχουν ζήτηση στην αγορά εργασίας, κάτι που συμβαίνει σε αγγλοσαξονικές χώρες που είναι συνάμα και σημαντικές χώρες προέλευσης των παραρτημάτων των ξένων πανεπιστημίων (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο) θα γίνει ορατή και στην Ελλάδα. Πρόσφατο μάλιστα δείγμα αυτού του φαινομένου είναι η συγχώνευση τριών τμημάτων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, της Ιστορίας και Εθνολογίας, της Ελληνικής Φιλολογίας και της Γλώσσας, της Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών σε ένα Τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών. Αν αυτή η κατάργηση έγινε χωρίς εκτεταμένη διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους και χωρίς σχέδιο που θα αποτυπώνει τις μελλοντικές ανάγκες στην αγορά εργασίας σε συγκεκριμένες ειδικότητες λαμβάνοντας υπόψη και τη σπουδαιότητα διατήρησης τμημάτων που προάγουν την ελληνική γραμματεία, τότε συνάγεται ότι η απόφαση συγχώνευσης βασίστηκε αποκλειστικά στο κριτήριο οικονομικό κόστος-όφελος.
Αξίζει να αναρωτηθούμε ως κοινωνία αν το οικονομικό κριτήριο θα πρέπει να πρυτανεύει στις αποφάσεις καταργήσεων ή συγχωνεύσεων τμημάτων. Η σύγχρονη Ελλάδα έχει να επιδείξει σημαντικές διεθνείς διακρίσεις στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Η καλλιέργεια και εμβάθυνση στις ανθρωπιστικές σπουδές και τέχνες καθώς και στην ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους αποτελούν σημαντικές συνιστώσες για την άσκηση της ήπιας ισχύος της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα. Αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι, ποιοι θα διασώσουν, θα θεραπεύουν και θα προάγουν το πνευματικό κεφάλαιο της ελληνικής γραμματείας? Τα ελληνόφωνα περιοδικά και βιβλία θα μειώνονται συνεχώς και στην καλύτερη περίπτωση θα αναζητούν κάποιο σπόνσορα ή κάποιο “εκδότη-ψώνιο” για να εκδοθούν. Υλικό που υπάρχει και ευρετηριάζεται σε αγγλόφωνες κυρίως ψηφιακές συλλογές θα συντηρείται και θα προωθείται και ότι υλικό στοιβάζεται σε αρχεία, συλλογές και μη ψηφιακές εκδόσεις στα ελληνικά θα παραμένει αναξιοποίητο και άχρηστο. Επιπρόσθετα η ατζέντα των συζητήσεων και θεμάτων που θα προβάλλουν τα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων θα διαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες και προτεραιότητες των ξένων πανεπιστημίων, τις επιλογές διεθνών χρηματοδοτικών φορέων της ερευνητικής δραστηριότητας καθώς και με αρμονία με τα ρεύματα σκέψης και προβληματισμού που επικρατούν στην διεθνή βιβλιογραφία.
Η συμπόρευση με τις εξελίξεις στη διεθνή επιστημονική κοινότητα δεν είναι κάτι το μεμπτό αλλά η αβασάνιστη υιοθέτηση θεωριών και μοντέλων που έχουν βασιστεί στην εμπειρία ξένων χωρών ελλοχεύει μεγάλους κινδύνους αν η προσαρμογή και εφαρμογή δεν λαμβάνει υπόψη το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η Ελλάδα είναι μια σύνθετη και πολύπλοκη χώρα που δεν εξαντλείται στον “ανήκομεν εις την Δύσιν”. Η Ελλάδα γεωγραφικά και πολιτισμικά βρίσκεται σε σταυροδρόμι μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αυτό τον γνωρίζουν καλύτερα από εμάς οι Δυτικοί μελετητές που αντιπαραβάλλουν την λαμπρή και ένδοξη αρχαία Ελλάδα με την μιζέρια και τον μιμητισμό της σύγχρονης. Η σύγχρονη Ελλάδα προσπαθεί να συνθέσει την κλασσική εποχή με τη βυζαντινή κληρονομιά και την Ορθοδοξία. Το ελληνικό κράτος είναι συγκεντρωτικό στην οργάνωση του και αναποτελεσματικό στη λειτουργία του.
Από την ίδρυση του μέχρι σήμερα το νεοελληνικού κράτος ταλαντεύεται ανάμεσα στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων του και την διασφάλιση ευημερίας για τους πολίτες του. Η Ελλάδα είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά το γεωπολιτικό πεδίο δράσης στο οποίο καλείται να δράσει είναι η Εγγύς Ανατολή και τα Βαλκάνια. Σε όλη την ιστορική μας διαδρομή δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη και η εξάρτηση μας από τον ¨διεθνή¨ παράγοντα. Αυτές οι παράμετροι καθώς και η προβληματισμοί που δημιουργούν δεν πρόκειται να αναδειχθούν σε ένα τεχνοκρατικό και αποστειρωμένο περιβάλλον που θα επικρατήσει με την έλευση και των μη κρατικών ΑΕΙ.
Δ) Η πολιτική της κυβέρνησης οδηγεί στην ερημοποίηση της περιφέρειας. Δεν είναι μόνο ότι δεν θα υπάρξουν τα σουβλατζίδικα, οι καφετέριες και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια αλλά η έλευση των μη κρατικών πανεπιστημίων θα οδηγήσει σε μια απο-επένδυση της περιφέρειας. Επένδυσαν ελληνικές κυβερνήσεις Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και ΕΣΠΑ σε υποδομές και εξοπλισμούς και όλα τώρα κινδυνεύουν να πάνε χαμένα ή στην καλύτερη περίπτωση θα υπολειτουργούν. Η περιφέρεια θα σταματήσει να αιμοδοτείται από νέους επιστήμονες που δεν θα έχουν κανένα κίνητρο να εγκατασταθούν έστω και για λίγα χρόνια στην περιφέρεια. Το επίπεδο των κατοίκων της περιφέρειας θα παραμείνει στάσιμο γιατί δεν θα αλληλοεπιδρά με φορείς της γνώσης και της κουλτούρας από άλλες περιοχές εντός και εκτός της επικράτειας. Τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση; Η απάντηση βρίσκεται στην γενναία επιδότηση της στέγασης των φοιτητών και φοιτητριών των πανεπιστημίων της περιφέρειας. Η αύξηση του επιδόματος στέγασης κατά 500 ευρώ που εισηγείται με τροποποίηση της τελευταίας στιγμής η κυβέρνηση είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση αλλά η αύξηση είναι πολύ μικρή και αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες για να είναι ικανή να μεταπείσει τους γονείς να επιλέξουν φοίτηση σε δημόσιο πανεπιστήμιο της περιφέρειας αντί για αντίστοιχη φοίτηση σε μη κρατικό πανεπιστήμιο των μητροπολιτικών κέντρων.
Αν υπάρχει όπως διαφαίνεται ζήτηση για επαγγελματικές σχολές όπως ιατρική και νομική τι εμποδίζει την κυβέρνηση να αυξήσει τις θέσεις στα υφιστάμενα τμήματα των δημοσίων πανεπιστημίων ή/και να δημιουργήσει νέα τμήματα; Γιατί δεν προχώρησε η κυβέρνηση στην ίδρυση Νομικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών αλλά είναι διατεθειμένη να δει θετικά την δημιουργία Νομικής του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας; Αναφορικά με τις ιατρικές σχολές, η δημιουργία παραρτημάτων των ιατρικών σχολών των Πανεπιστημίων της Λευκωσίας και του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου της Κύπρου σε συνεργασία με τον όμιλο Hellenic Healthcare Group της εταιρείας επενδυτικών κεφαλαίων CVC Partners και του Ομίλου Ιατρικού Κέντρου αντίστοιχα δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την αναλογία γιατρών προς τον πληθυσμό της,6,1 ανά 1.000 κατοίκους, έναντι 3,8 ανά 1.000 κατοίκους του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Η φιλελεύθερη μεταρρύθμιση της κυβέρνησης δεν έχει ως στόχο την ανάπτυξη της χώρας. Κάνουμε και θα συνεχίσουμε να κάνουμε “εξαγωγή” γιατρών και επιστημόνων άλλων ειδικοτήτων και η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων δεν θα ανατρέψει αυτή την τάση.
Καταληκτικά, η δημιουργία των μη-κρατικών πανεπιστημίων δεν εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον και θα μετασχηματίσει τον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης και στους τρεις πυλώνες: της διδασκαλίας, της έρευνας και της κοινωνικής προσφοράς. Σε αυτό το κείμενο αρκέστηκα να αναδείξω μόνο πτυχές που θεωρώ ότι δεν έχουν τονιστεί δεόντως στο δημόσιο διάλογο.
*Ο Πρόδρομος Γιαννάς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ). Υπηρέτησε ως Καθηγητής ΤΕΙ στη Καστοριά για περισσότερο από 15 χρόνια