Ελλάδα

Μανώλης Χιώτης: O μάγκας που έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια

Hταν το τρίτο παιδί του Διαμαντή Χιώτη από το Λεωνίδιο Κυνουρίας και της Μαρίας από το Ανάπλι. Η Μαρία είχε ένα από τα πιο αριστοκρατικά μπαρ του Ναυπλίου και ο Διαμαντής ήταν ένας σκληρός άντρας, χαρακτηριστικός τύπος ρεμπέτη. Οι γονείς του Μανώλη ζούσαν έντονη ζωή ανάμεσα στα σαλόνια και τα χαμαιτυπεία της εποχής, ανάμεσα στους μικροαστούς, τους λαϊκούς και τους λούμπεν. Ο πατέρας του ο Διαμαντής το 1940 δολοφονήθηκε έξω από το μαγαζί του, που ήταν στη γωνία Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου.

Ο Μανώλης γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1920 (ίδια μέρα το 1970 πέθανε). Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στον Τενεκέ Μαχαλά μέχρι τα εφτά του χρόνια και μετά στις προσφυγογειτονιές της Πρόνοιας του Ναυπλίου όπου και ήρθε, για πρώτη φορά, σε επαφή με τη μουσική και τα αυτοσχέδια όργανα. Εκείνη την εποχή έπιασε στα χέρια του την κιθάρα και λίγο μετά σε ηλικία 12 ετών πήρε μαθήματα βιολιούστο ωδείο του Ναυπλίου, ενώ έπαιζε και ούτι αφού ήρθε κοντά με μουσικούς που κουβάλαγαν τους ήχους και τις μνήμες της προσφυγιάς.

Στα μέσα της δεκαετίας του 30 βρέθηκε στην Αθήνα μαζί με τον αδελφό του Μιχάλη και ανέβηκε στο πάλκο του καφενείου που είχε ο πατέρας του, Ζήνωνος και Κεραμικού, με τη μεσολάβηση του οποίου ήρθε σε επαφή με τον Μπαγιαντέρα. Αμέσως μετά βρέθηκε, στο Δάσος στο Βοτανικό, με τα πρώτα ονόματα της εποχής, τον Μάρκο, τον Δελιά, τον Μπάτη και τον Παγιουμτζή, τον Κερομύτη, τον Χατζηχρήστο και άλλους.

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα» με την επιμέλεια του Κώστα Χατζηδουλή αφηγείται:

«Με τον Μανώλη το Χιώτη παίζαμε πολύ καιρό μαζί στη Κατοχή. Αυτός όμως είχε βγει από πριν το πόλεμο στη δουλειά. Το 1938-39. Τον κουβάλαγε μαζί ο πατέρας του, ο γέρο Διαμαντής. Καλός μάγκας ο πατέρας του. Τον σκότωσαν, τότε, μπαμπέσικα, αλλά δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Ένας τσάμπα μάγκας τον σκότωσε από πίσω με κάτι μαχαιριές. Ο δάσκαλος του Χιώτη είναι ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος. Αυτός ήταν μάστορας στο όργανο. Τρέλα! Δεν γνώρισα άλλον στη ζωή μου. Ήταν τρελός, έκανε καταχρήσεις, δεν είχε πολύ μυαλό και ζήλο για δουλειά. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Ένα παίξιμο, λέμε, όλο μαγεία! Απ’ αυτόν πήρε μαθήματα ο Μανώλης ο Χιώτης. Απ’ αυτόνε ο Καπλάνης, κι ο Τζουανάκος, κι ο Χατζηχρήστος, κι ο Λεμονόπουλος, και άλλοι. Τον Χιώτη τον ξεκίνησε ο Μπαγιαντέρας. Ο Χιώτης του ’παιζε τα τραγούδια και τραγουδάγανε μαζί».

Το χρήμα δεν το λογαριάζω

Στη δισκογραφία μπήκε το 1937, πλάι στον Μπαγιαντέρα και μάγεψε τους πάντες με το γλυκό παίξιμό του. Υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia και το 1938 σε συνεργασία με τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο φωνογράφησε τα πρώτα του τραγούδια, το χασάπικο Καινούρια νιώθω τη ζωή και το ζεϊμπέκικο Παλιά αγάπη που τραγούδησαν ο Θανάσης Ευγενικός και ο ίδιος. Την περίοδο που ο Τσιτσάνης ήταν στρατιώτης και δεν μπορούσε να γράφει ο ίδιος τους δίσκους, του έστελνε τα τραγούδια και τα έγραφε εκείνος. Ο κύκλος του τραγουδιού των μπουζουκιών ήταν τόσο στενός που για τον Μανώλη ήξεραν όλοι τότε, τόσο από τις ηχογραφήσεις όσο και από τα μαγαζιά που δούλευε, κυρίως, στο κέντρο της Αθήνας, πέριξ της Ομόνοιας. Η καθιέρωσή του ως συνθέτη, όμως, έγινε το 1940 με το τραγούδι Το χρήμα δεν το λογαριάζω που τραγούδησε ο Στράτος Παγιουμτζής και ηχογραφήθηκε λίγες μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου. Αυτή ήταν και η τελευταία φωνοληψία του Χιώτη μέχρι το 1946 που η ελληνική δισκογραφία με το άνοιγμα της Columbia επαναδραστηριοποιήθηκε.

H συνέχεια στο tvxs.gr

Back to top button