Μεικτόν Γυμνάσιον Νεστορίου:
Ένα μαθητικό σήμα από τα 1972! Μισό αιώνα πριν, παράπεσε από της καρδιάς το πέτο, στο συρτάρι των μαθητικών αναμνήσεων και σφήνωσε σε μια σκεβρωμένη χαραμάδα του χρόνου.
Είναι ένα πιστοποιητικό ζωής, θεωρημένο από τον γυμνασιάρχη του εξατάξιου γυμνασίου, που παραμόνευε βλοσυρός πάντα, στο κατώφλι της εφηβείας. Ένα αδιάψευστο πιστοποιητικό φοίτησης, ένα πιστοποιητικό μαθητικών και γλωσσικών «φρονημάτων» επικυρωμένο από ανάγκη και δυσκολία! Ένα διαβατήριο για τον κόσμο εκτός των τειχών του γυμνασίου, σε μεγάλες κι άγνωστες μαγικές πολιτείες,.
Μεικτόν Γυμνάσιον Νεστορίου:
Κουρεμένα κεφάλια, κουρεμένα όνειρα, κουρεμένες επιθυμίες, ατόφιες αναμνήσεις. Τις αναμνήσεις κανένα χέρι δεν μπόρεσε να τις κουρέψει. Κι είναι πολλές! Μελανές ή γκρίζες, πάλλευκες ή χρωματιστές…πάντως πολλές! Μία προς μία τις ιχνογραφούσε η ζωή στο δικό της τετράδιο, πότε σκαλωμένη στου παραθυριού το περβάζι, στη στενόχωρη αυλή του γυμνασίου, πότε ξαπλωμένη στις στρατιωτικές κουκέτες του οικοτροφείου. Πάντα μπροστά η ζωή! Πρώτη στη στενόστρατα από το Ζαχαροπλαστείον το «Νέον», μέχρι το Εξοχικόν Κέντρον «Τα Πλατανάκια», πρώτη και στο ροβολητό από τον άμβωνα του Κάστρου, μέχρι την κολυμβήθρα του «Παραδείσου», κάτω βαθιά στο ποτάμι.
Αλλιώς η ζωή λογάριαζε τις αξίες τότε. Η καταφρόνια έλεγε είναι μπόρα περαστική, το «τίποτα» είναι «κάτι» και το «κάτι»… τα πάντα! Τα πάντα, ναι! Μέσα στα λιωμένα πάνινα «Ελβιέλα», στα ξεθωριασμένα παντελόνια και τα ξηλωμένα πουκάμισα από την πίεση της εφηβείας, ήταν κρυμμένη η χαρά και η προσδοκία για εκείνο το «κάτι», που στη γλώσσα της εφηβείας σημαίνει «τα πάντα»! Χτυπούσε η μάγισσα η ζωή με το μαγικό ραβδί, και μεταμόρφωνε το ασήμαντο «κάθε μέρα», σε ανεξίτηλες αναμνήσεις!
Αναμνήσεις χαράς, για ένα γκολ παραπάνω στην πλαγιά, δίπλα στο οικοτροφείο, για μια δύσκολη νίκη στα ποδοσφαιράκια του μπαρμπα-Λάκη κι έναν επινίκιο περίπατο, μέχρι «το Παγκάκι», για τα πρώτα μαθήματα του τσιγάρου.
Αναμνήσεις περιπέτειας, από τις νυχτερινές εξορμήσεις στις μισοφτασμένες κερασιές, για μια χούφτα άγουρα κεράσια.
Αναμνήσεις πόνου και ντροπής από το θυμωμένο χέρι της «κρατικής φροντίδας», που τα βράδια ξεπλένονταν κρυφά από δάκρυ, στο κρεβάτι του οικοτροφείου, κάτω απ΄ τη στρατιωτική κουβέρτα.
Αναμνήσεις ανομολόγητες, ερωτικές, διανθισμένες από το τραγούδι της μιας δραχμής που έπαιζε στο ηλεκτρόφωνο, για μια αγάπη φτιαγμένη από πολύ «καρδιοχτύπι» κι άλλα τόσα «δεν ξέρω»!
Αναμνήσεις απ’ το Νεστόριο, τον πετροχείμαρρο εκείνον που ξεκίναγε από τις πλαγιές του Ολύμπου και έφτανε ως κάτω, βαθιά στο ποτάμι. Πέτρινα σπίτια, πέτρινες σκεπές, πέτρινοι δρόμοι, πέτρινες ζωές, πέτρινα χρόνια. Εκεί μεγαλώσαμε, ανάμεσα σε πέτρες και ζεστές καρδιές. Ανάμεσα σε σήματα και γαλανές ποδιές. Εκεί η ζωή χάραξε βαθιά, πάνω στις ανάργαστες ψυχές, με τη σμίλη της τιμωρίας και το μαύρο αλφαβητικό κατάστιχο του καθηγητή, με την «πολύτροπον Μούσαν» του Εξοχικού Κέντρου, με την επιμονή του Ζούκη πως «… πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις» και τον υμνητικό οίστρο του Σοφοκλέους: «Έρως ανίκατε μάχαν…»!
Μεικτόν Γυμνάσιον Νεστορίου: Λάμπει ακόμα η σοφή κουκουβάγια στο σήμα! Αστράφτει από αλουμίνι και σιωπή! Ένα ποτάμι αναθυμήσεων ξεκινάει απ’ τον Όλυμπο και φτάνει ως τον «Παράδεισο», κάτω βαθιά στο ποτάμι! Κι όσοι φόρεσαν την κουκουβάγια στο πέτο, ξέρουν … και νοσταλγούν!
Θυμούνται ακόμα …και γλυκά πονούν!