Ελλάδα

Χατζηκώνστας, το όνομα που συνδέθηκε με τα όνειρα χιλιάδων ορφανών παιδιών

 Κωνσταντινούπολη, το σωτήριον έτος 1768. Ύστερα από ταξίδι ημερών, μία εμπορική σπετσιώτικη «φούστα» (κατά την επικρατέστερη εκδοχή) ξεφορτώνει στο λιμάνι τον 15χρονο Γιαννιώτη Γιώργο Χατζή Κώνστα. Την ίδια εποχή, ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του, Αναστάσης, φτάνει στη Μόσχα.

Της Τόνιας Α. Μανιατέα

Έχουν αφήσει πίσω, στην Ελλάδα, τους γονείς τους, Κωνσταντίνο και Μαργαρίτα, τον μεγαλύτερο αδελφό τους Γιάννη, τον μικρό Παύλο και την ακόμη μικρότερη Κατερίνα. Οι δύο νεαροί ταξιδεύουν με γερή παρακαταθήκη την εμπειρία του εμπόρου πατέρα τους και στόχο να ανοίξουν τους επαγγελματικούς ορίζοντες της οικογένειας. Είναι έξυπνοι, εργατικοί, φιλόπονοι. Πέφτουν με τα μούτρα στη δουλειά. Η εποχή ευνοεί. Η μετακίνηση Ελλήνων μακριά από τις εστίες τους, συχνά εκτός οθωμανικής αυτοκρατορίας, έχει ήδη αποκτήσει συστηματικό χαρακτήρα. Αναζητούν καλύτερες συνθήκες ζωής και απασχόλησης. Οι περισσότεροι από αυτούς ασχολούνται με τη βιοτεχνία, τη μεταποίηση και επεξεργασία προϊόντων και τη διακίνηση εμπορευμάτων. Αλλά οι αδελφοί Χατζή Κώνστα έχουν τη μαγιά από τον πατέρα τους, που ξέρει καλά τη δουλειά.

Οι τρεις τους χαράζουν ένα χρυσοφόρο εμπορικό τρίγωνο (Πόλη – Μόσχα – Αθήνα). Παρά τις δυσκολίες της εποχής, που συνίστανται κυρίως στον μεγάλο χρόνο μεταφοράς των εμπορευμάτων, επιδίδονται με εξαιρετική επιτυχία σε ένα επικερδές γαϊτανάκι ανταλλαγής και πώλησης πολύτιμων προϊόντων (υφασμάτων, νημάτων, υφαντών, ημιπολύτιμων λίθων κ.α.). Γίνονται πλούσιοι και διάσημοι. Στους κύκλους των εμπόρων αναφέρονται πλέον ως αδελφοί Χατζηκώνστα κι αργότερα, χάριν μίας ακόμα συντομίας, το «ν» αφαιρείται από τον προφορικό λόγο και το όνομα ακούγεται πλέον «Χατζηκώστα».

Κι οι δύο τους έχουν μάτια μόνο για τη δουλειά. Ο Αναστάσης στη Μόσχα τής αφιερώνεται αποκλειστικά. Δεν παντρεύεται. Αλλά και ο Γιώργος στην Πόλη, όταν αποφασίζει να κάνει οικογένεια, είναι ήδη 48. Ωστόσο, η περιουσία και το όνομά του είναι αρκετά για να του εξασφαλίσουν την καλύτερη νύφη. Είναι η κατά 25 χρόνια νεότερή του Αικατερίνη Μελαχροινού, κόρη Έλληνα τιτλούχου των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Πριν μπει στην έβδομη δεκαετία της ζωής του ο Γεώργιος έχει ήδη αποκτήσει 8 απογόνους κι έχει βάλει στη δουλειά τα μεγαλύτερα αγόρια του. Στο μεταξύ, το 1815, ο αγαπημένος του αδελφός, ο 72χρονος πια Αναστάσης, αποδημεί, αφήνοντας κενό, όχι μόνον στην καρδιά της οικογένειας, αλλά και στις εμπορικές δραστηριότητές της. Ο Γιώργος αναγκάζεται να ταξιδέψει ίσαμε τη Μόσχα για να τακτοποιήσει εκκρεμότητες. Διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η Ρωσία είναι μία αγορά που δεν μπορεί να μείνει ανεκμετάλλευτη. Έτσι αποφασίζει να φέρει εδώ την οικογένεια. Να αφήσει το παλιό του σπιτικό και να στήσει στη Μόσχα ένα νέο.

Άλλωστε, την αγορά της Πόλης θα αναλάβουν οι μεγαλύτεροι γιοι του που θα μείνουν πίσω. Ενισχυτικά στην απόφασή του λειτουργεί η έντονη παρουσία και δραστηριότητα στη Ρωσία και άλλων Ηπειρωτών, και όχι μόνον, της διασποράς οι οποίοι βοηθούν τον Υψηλάντη να οργανώσει τον Αγώνα στο Ιάσιο της Ρουμανίας και στηρίζουν την προετοιμασία της επανάστασης του έθνους συγκεντρώνοντας όπλα και τρόφιμα. Κομιζόπουλος, Παξιμάδης, Ζωσιμάδες (αδελφοί Ζωσιμά), Ριζάρηδες (αδελφοί Ριζάρη) και τόσοι άλλοι δραστήριοι πατριώτες δουλεύουν για την υπόθεση της Επανάστασης και μαζί τους ρίχνεται με ενθουσιασμό και ο Χατζηκώνστας.

Το 1820 ο Γιώργης πληροφορείται ότι η πατρίδα του, τα Γιάννενα, έχει καεί σχεδόν ολοκληρωτικά από φωτιά, που εκδηλώθηκε κατά την πολιορκία της πόλης από τα σουλτανικά στρατεύματα του Χουρσίτ πασά και πως οι συμπατριώτες του, δεν προτάσσουν στην ανοικοδόμηση τα σπίτια τους, αλλά τα σχολειά και τις εκκλησιές τους. Οι Ζωσιμάδες, μάλιστα, έχουν ήδη αναλάβει την ανοικοδόμηση των ναών της πόλης. Εκείνος ζητεί να εξαιρέσουν τον ναό του Αγίου Νικολάου της Αγοράς, επειδή επιθυμεί ο ίδιος να τον ξαναχτίσει από τα θεμέλια. Επιπλέον, αναλαμβάνει τα έξοδα ανέγερσης του νέου νοσοκομείου των Ιωαννίνων και χρόνια αργότερα ενός ακόμη νοσηλευτικού ιδρύματος, στο Μεσολόγγι, «τιμής ένεκεν δια την πολύπαθον και μαρτυρικήν πόλιν», όπως λέγει.

Οι εκκλησιές φέρνουν τα νοσοκομεία και τα νοσοκομεία την εξαγορά ζωών από τους Τούρκους αλλά και εκτάσεων, που προσφέρονται σε ντόπιους. Καθώς ο χρόνος περνά, οι ευεργεσίες του Χατζηκώνστα στη μνήμη γονιών και αδελφών εντείνονται. Η Επανάσταση φέρνει πνοή λευτεριάς, αλλά οι ανάγκες ενός πληθυσμού, που πρέπει να διαχειριστεί μία άγνωστη καθημερινότητα είναι μεγάλες. Ο Γιώργος εμπνέει και τα παιδιά του. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του, ο Γιάννης και ο Αναστάσης (τους έχει δώσει τα ονόματα των αδελφών του) βοηθούν και εκείνοι με κάθε τρόπο τον καθημαγμένο λαό, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του.

«… ΕΝ ΚΑΛΟΝ ΚΑΣΤΑΣΤΗΜΑ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ…»

Σε βαθύ γήρας, στα 92 του, στις 31 Αυγούστου του 1845, αφήνει την τελευταία του πνοή, έχοντας επιτελέσει σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο κι έχοντας διαποτίσει με το γενναιόδωρο πνεύμα του τους απογόνους του. Προηγουμένως (για την ακρίβεια, μόλις 20 μέρες πριν τον θάνατό του) έχει συντάξει τη διαθήκη του «εν ονόματι της αγίας ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Οι τελευταίες του επιθυμίες, σημειώνει στα «Αθηναϊκά» ο συγγραφέας Ελ. Σκιαδάς, «αποτελούν γραπτό μνημείο χριστιανικής πίστης, ελληνικής συνείδησης και ορθολογιστικής διαχείρισης». Στη διαθήκη του ο μεταστάς καταγράφει επακριβώς τις επιθυμίες και τα ποσά που προορίζει για την εκπλήρωσή τους. Αναφέρει ναούς, νοσοκομεία… Εντέλει, σημειώνει: «δια της παρούσης μου […] διατάζω (τους εκτελεστές της διαθήκης) και επιθυμώ, αφού φέρουν εις φως άπασαν την περιουσίαν μου, όσα περισσεύουν (αφού εκπληρώσουν τας διατάξεις της διαθήκης μου και τα εν τη παρούση μου) με αυτά επιθυμώ και θέλω ν΄ αποκαταστήσουν εν καλόν κατάστημα όπου και όπως το εγκρίνουν εύλογον προς όφελος των πτωχών».

Πλην των υιών του, εκ των βασικών εκτελεστών της διαθήκης είναι ο διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος και προσωπικός φίλος του αποθανόντος, Γεώργιος Σταύρου. Το «επιπλέον», που αναφέρει η διαθήκη, βρίσκεται και με το παραπάνω και οι εκτελεστές αποφασίζουν να υλοποιήσουν τον όρο, δημιουργώντας «εντός των ορίων του δήμου της πόλεως των Αθηνών ένα ορφανοτροφικό κατάστημα επ’ ονόματι Γεωργίου και Αικατερίνης Χατζηκώνστα προς περίθαλψιν και διατροφήν πτωχών και απόρων (αρρένων) παίδων».

(Τις ηλικίες των παιδιών, που θα αναλαμβάνει το ίδρυμα θα καθορίζουν οι ανάγκες της εποχής. Στην πορεία των δεκαετιών, το ορφανοτροφείο φιλοξενεί παιδιά από 6 έως 18 χρόνων).

Με καθυστέρηση αρκετών ετών, έναν Φεβρουάριο σαν τον τωρινό, πριν από 169 χρόνια (1853), έρχεται ένα διάταγμα του Όθωνα να επικυρώσει τη λειτουργία του ορφανοτροφείου. Στο σχετικό έγγραφο, που φέρει τη σφραγίδα του βασιλικού γραφείου, συμπεριλαμβάνονται οι όροι λειτουργίας του ιδρύματος, τους οποίους έχουν συναποφασίσει οι εκτελεστές της διαθήκης. Για την τήρηση των όρων αυτών ουσιαστικά καθιστούν μάρτυρα τον ίδιο τον βασιλιά, στην κυβέρνηση του οποίου «αναθέτουν» και την υψηλή εποπτεία του ιδρύματος. Για δε την απρόσκοπτη λειτουργία και προσφορά του, μεριμνούν -μεταξύ άλλων- και δια μετοχών της Τραπέζης της Ελλάδος, τις οποίες μεταβιβάζουν στο ορφανοτροφείο. Το ίδρυμα θα διευθύνεται αμισθί από διοικητικό συμβούλιο με μέλη εκλεγμένα κατά πλειοψηφία. Εκτός δε από τα εισοδήματα του ορφανοτροφείου, ζητείται άδεια να δέχεται δωρεές προς όφελος της λειτουργίας του.

Ανάμεσα στους όρους είναι και η εύρεση οικοπέδου του Δημοσίου, ως δωρεάς, όπου θα στεγαστεί. Αλλά καθώς φαίνεται στα χρόνια που περνούν, η διαδικασία καθυστερεί (πρωτότυπο!) κι έτσι το ορφανοτροφείο εγκαθίσταται με ενοίκιο σε κάποια ακατοίκητη έπαυλη της οδού Κεραμικού, όπου το 1856 υποδέχεται και το πρώτο παιδί. Τη λύση δίνουν οι γιοι του Καστοριανού Κωνσταντίνου Βράνη, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στους βασικούς μετόχους της Τράπεζας Ελλάδας (είναι μάλιστα ο πρώτος εγγραφείς ως μέτοχος με 150 μετοχές), όπου, άλλωστε, έχει διατελέσει και υποδιευθυντής υπό τον Γεώργιο Σταύρου. Οι αδελφοί Βράνη, λοιπόν, παραχωρούν την επί της οδού Πειραιώς οικία του αποθανόντος πατέρα τους και ένα σεβαστό ποσό για τα έξοδα της μετατροπής της σε ορφανοτροφείο. Η Πειραιώς είναι ο πρώτος δρόμος που έχει χαραχθεί και διανοιχθεί στην ελεύθερη Αθήνα, καθώς πρέπει να ενώνει την πόλη με το λιμάνι, ώστε να διευκολύνεται η τροφοδοσία της με εισαγόμενα εμπορεύματα. Αυτή την περίοδο, λοιπόν, είναι μία οδός, που ξεκινά από την πλατεία Όθωνος (σημερινή Ομονοίας), ευθύγραμμη, λιθοστρωμένη, με ξύλινα γεφύρια που συνδέουν τις δύο πλευρές της. Η οικία Βράνη είναι μόνο η αρχή. Η μεγάλη επιδημία χολέρας του 1854 έχει ορφανέψει κάμποσα παιδιά, που έχουν ανάγκη φροντίδας και προστασίας. Όσο ο αριθμός των παιδιών αυξάνεται, τόσο οι κτηριακές ανάγκες του ορφανοτροφείου μεγαλώνουν. Ακολουθούν οι παραχωρήσεις παρακείμενων οικιών. Ανάμεσά τους είναι αυτή της δούκισσας της Πλακεντίας, στο υπόγειο της οποίας, κάμποσα χρόνια πριν, έχει εκδηλωθεί πυρκαγιά από την τεράστια λαμπάδα που καίει πλάι στο βαλσαμωμένο πτώμα της κόρης της. Η δούκισσα αφήνει το μισοκαμένο οίκημα, το οποίο ανασκευάζεται και ενσωματώνεται στο ορφανοτροφείο. Επισήμως, ως έτος ολοκλήρωσης δωρεών και διαμόρφωσης όλων των εγκαταστάσεων του ιδρύματος φέρεται το 1873. Το Ίδρυμα Χατζηκώνστα καλύπτει πια το οικοδομικό τετράγωνο που περικλείουν οι δρόμοι Πειραιώς, Μυλλέρου, Αγησιλάου, Θερμοπυλών.

Κατά τους περιηγητές της εποχής, η περίκλειστη αυλή του ιδρύματος έχει περιμετρικά δύο αψιδωτά επίπεδα. Στην πρόσοψή του το κτήριο αριθμεί στους δύο ορόφους 20 μονά παράθυρα και πέντε διπλά. Από αυτά τα τελευταία, το κεντρικό βγαίνει σε εξώστη πάνω από το κεντρικό θύρωμα. Το ίδρυμα, όμως, δεν είναι ένα απλό ορφανοτροφείο, που στεγάζει και ταΐζει ορφανά. Καλύπτει και μία βασική ανάγκη της εποχής. Την εκπαίδευση. Εκεί τα παιδιά διδάσκονται γράμματα και τέχνες. Από εκεί παίρνουν εφόδια ζωής. Γίνονται υποδηματοποιοί, ξυλουργοί, ραφτάδες, σιδηρουργοί. Αλλά μαθαίνουν και ζωγραφική και μουσική. Ό,τι χρειάζεται για να καλλιεργηθεί η κλίση που μπορεί να έχει ένα παιδί. Το ίδρυμα δεν είναι μόνο το σπίτι τους. Είναι η οικογένεια που τους παρέχει ασφάλεια και προοπτική.

Ένα δίστηλο δημοσίευμα της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ» της 15ης Οκτωβρίου του 1930 κάνει λόγο για 160 φιλοξενούμενα παιδιά (εκείνη την περίοδο) σε καθαρές και τακτοποιημένες εγκαταστάσεις. Αλλά (ως στοιχείο των κοινωνικών δεδομένων της εποχής) ο συντάκτης στιγματίζει την πληροφορία που λαμβάνει από τον επιμελητή του ιδρύματος, ότι από τη φιλοξενία αποκλείονται τα «νόθα παιδιά».

«Τα παιδιά αυτά τα αρνείται και η χριστιανική φιλανθρωπία…» γράφει σκωπτικά ο φέρων τα αρχικά Λ.Δ..

Στη δύση του 1889, η σύζυγος του εγγονού Χατζηκώνστα, Ελένη Δημητρίου, αναθέτει στον Τσίλερ τον σχεδιασμό μικρού ναού, αφιερωμένου στον Άγιο Γεώργιο, που θα κοσμήσει τον περίβολο του ορφανοτροφείου.

Αυτός ο θαυμάσιος ναός, ρομανικού ρυθμού, είναι ό,τι σώζεται ίσαμε σήμερα από το συγκρότημα Χατζηκώνστα της οδού Πειραιώς. Τα υπόλοιπα θα κατεδαφιστούν το 1963, αφού προηγουμένως διαγράψουν μία δραματική πορεία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά, το κτήριο επιτάσσεται από την Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή, τοποθετούνται κάγκελα στα παράθυρά του και μετατρέπεται σε σωφρονιστικό κατάστημα.

Στην Κατοχή εδώ φυλακίζονται αντιστασιακοί πολλοί από τους οποίους αφήνονται στα νύχια των Ναζί. Κάποιοι καταφέρνουν να γλυτώσουν. Ο ποιητής Τάσος Λιβαδίτης είναι ένας από αυτούς. Στα Δεκεμβριανά το κτήριο «γαζώνεται» από σφαίρες, θαρρείς και κάποιοι προσπαθούν να το σβήσουν από τον αστικό χάρτη. Μόλις η ιστορία γυρίζει σελίδα και τα πράγματα ηρεμούν, το συγκρότημα της Πειραιώς ερημώνει. Τα παιδιά δεν επιστρέφουν. Ποιος θα κοίμιζε αθώες ψυχές μέσα σε άλλοτε κελιά ποτισμένα με δάκρυ και λυγμό; Το Ίδρυμα Χατζηκώνστα αναζητεί νέα στέγη για τους τροφίμους του. Όσους ολίγους φιλοξενούσε πριν την επίταξη του κτηρίου, τους διαμοίρασε σε άλλα ιδρύματα, καταβάλλοντας τα έξοδα της εκπαίδευσής τους. Θα ανέκαμπτε όταν θα έκλειναν οι σκοτεινές σελίδες του τόπου. Για κοντά τρεις δεκαετίες η προσφορά του ορφανοτροφείου κρατιέται στον πάγο. Με τουφέκια, εμφύλιο, δικτατορία σε πρώτο εθνικό πλάνο και μη υπαρχούσης στέγης, παιδιά δεν μεγαλώνεις…

Το νέο οικόπεδο βρίσκεται εντέλει στη λεωφόρο Κηφισίας. Το 1963 μπαίνουν τα θεμέλια του νέου ορφανοτροφείου, την ίδια ακριβώς χρονιά που γκρεμίζονται εκείνα του παλιού. Σε λίγες μέρες το συγκρότημα της Πειραιώς είναι παρελθόν. Μόνο ο ναός του περίβολου μένει να θυμίζει τις παλιές εποχές του κληροδοτήματος Χατζηκώνστα στην Πειραιώς.

Φεβρουάριος 2022. Εκατόν εβδομήντα -παρά ένα- χρόνια από εκείνον τον Φεβρουάριο του βασιλικού διατάγματος που επικύρωνε τη λειτουργία του πρώτου ορφανοτροφείου της ελεύθερης Ελλάδας. Το ίδρυμα λειτουργεί ακόμη υπό την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΓΕΩΡΓ. & ΑΙΚ. ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΝΕΩΝ Ν.Π.Ι.Δ.» και εξακολουθεί να προσφέρει στέγη, φροντίδα και ελπίδα στα παιδιά. Στο πέρασμα των δεκαετιών βοηθήθηκε από 234 σπουδαίους ευεργέτες, φυσικά πρόσωπα και εταιρείες, διοικήθηκε από 37 ΔΣ (σημερινή πρόεδρος είναι η Β. Γεννηματά), μεγάλωσε και εκπαίδευσε χιλιάδες νέους. Όσο για τη μακρά ιστορία του, αυτή θα την κρατά πάντα ως σπουδαία παρακαταθήκη, ως κομμάτι της πολύτιμης γης, που καλλιέργησαν και γονιμοποίησαν οι ευεργέτες αυτού του τόπου…

 

ΑΠΕ

Back to top button