Γράφει η Ελένη Γκίκα
Ηλίας Λ. Παπαμόσχος «Ανάληψη», εκδ. Πατάκη
Στο χρόνο του Θεού ή της ζωής (και του μυθιστορήματος) ήταν ήδη δεδικασμένο: Η Περιστέρω, ένα βενζινοκίνητο ταχύπλοο, στο παρθενικό της ταξίδι στη λίµνη της Καστοριάς, στις 13 Ιουνίου του 1929, ανήµερα της Αναλήψεως, που απ’ το ξηµέρωµα µεταφέρει προσκυνητές στο Δισπηλιό, το λεγόµενο Νησί, όπου εκεί κάθε χρόνο τέτοια µέρα, αφού τελεστεί λειτουργία στον ναό της Αναλήψεως, γίνεται πανηγύρι, στο τρίτο δροµολόγιο της, θα ναυαγούσε στ’ ανοιχτά. Δεν θα φτάσει ποτέ.
Ωστόσο ο συγγραφέας με αφηγηματικό τρόπο που εμπεριέχει κάτι από τον αιώνιο χρόνο, με επίγνωση βαθιά των αρμών της ζωής και του αμνιακού υγρού της, περιγράφει τις μισοτελειωμένες κινήσεις των θνητών, ων βούλεται (η ζωή ή ο Θεός) απωλέσαι: ο δάσκαλος λειώνει για την ψυχοκόρη την Αγνή και στέλνει προξενιό, ο έφηβος γιός του μετανάστη ονειρεύεται ουρανοξύστες και Αμερική, το αβάφτιστο ξεκινά για να πάρει το όνομά του εκεί, η Ουρανία με το καινούργιο φόρεμά της δεν έχει αφήσει ακόμα την εγκυμοσύνη της να γίνει φανερή, οι σκανταλιάρηδες Γιάννης και Νικόλας της κυρίας Πολυξένης αμφιβάλουν για το αν θα πάνε στο πανηγύρι ως την τελευταία στιγμή, κι ο Κακλαμάνος, ο πλοιοκτήτης ονειρεύεται τον πανηγυρικό απόπλου υπό τους ήχους του «Κουρέα της Σεβίλλης» μέχρι την τελευταία στιγμή, «το καάβι, το καάβι» φωνάζει ο μικρός γιος του ο Βασιλάκης κι ο Κακλαμάνος «κοίτα μη σου σκεπάσει τα μάτια το χωνί και βυθιστείς», ο Θύμιος και ο Βλάσης φροντίζουν το φρεσκοβαμμένο σκαρί… ωστόσο ό,τι κι αν κάνουν, υπερφορτωμένο έτσι όπως κάνει την απότομη στροφή η Περιστέρα θα βυθιστεί και η μικρή πόλη θα βυθιστεί στο πένθος, επτά άνθρωποι, με σχέδια, όνειρα, προσδοκίες με τη μισοτελειωμένη κίνηση την επόμενη στιγμή δεν θα είναι πια εκεί, το προξενιό ποτέ δεν θα πραγματοποιηθεί, το αγέννητο έμβρυο της Ουρανίας δεν θα γεννηθεί, οι μικροί σκανδαλιάρηδες παιδάκια θα παραμείνουν εσαεί και ο Κακλαμάνος για το χατίρι των παιδιών του σχεδόν θα κρυφτεί.
Εντούτοις το πένθος, η απόγνωση, η οργή έχουν πάντα μια δυναμική και η ανάσταση μετά από την σταύρωση θα ‘ρθει.
Εξάλλου ό,τι κι αν γίνει η λίμνη θα είναι πάντα εκεί:
«Ο φόβος απλώθηκε πάνω από την πόλη, εισχώρησε σε καθετί, η λύπη για τα θύματα, ο τρόμος ότι καθένας μπορεί να το ‘χε πάθει. Οι μάνες ανησυχούσαν, για μέρες δεν άφηναν τα παιδιά τους να βγουν να παίξουν, τις τρέλαινε η διαρκώς παρούσα απειλή της λίμνης, που δεν αισθάνεται, που δεν πονά, που εκτός αμαρτίας υπάρχει, που μπορεί να πνίγει και να παραμένει ήρεμη, που μπορεί να κουβαλάει των πλασμάτων της τον θάνατο και να παραμένει γαλήνια, που μπορεί να φουρτουνιάζει δίχως να αισθάνεται τίποτα, σαν ένας υγρός μικρούλης θεός, που ξεπατώνει τα παιχνίδια του για να διασκεδάσει. Ποιος μπορούσε να την κατηγορήσει τη λίμνη; Μπορεί να βρει την ομορφιά της πικρή, ακόμα και ψεύτικη, μπορεί να τη βλαστημήσει, όμως η ομορφιά έχει τον τρόπο της να κλείνει τα στόματα, να αρδεύει τη λήθη, αλλά όχι στις καρδιές αυτών που έχασαν τους αγαπημένους τους, στις πληγωμένες καρδιές ο θυμός δεν πεθαίνει» (σ. 125).
Έχοντας ήδη πίσω τις συλλογές με διηγήματα «Καλό ταξίδι μου, κούκλα μου», «Του χρόνου κυνήγια», «Λειψή αριθμητική» και «Ο μυς της καρδιάς». «Η αλεπού και άλλες ιστορίες», «Η μνήμη του ξύλου», «Η καταγωγή της λύπης» και ενώ ως αναγνώστης σκέφτηκες ότι όλα τα βρήκε και όλα τα είπε, ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, από τους σημαντικότερους έλληνες διηγηματογράφους που γεννήθηκε το 1967 και ζει στην Καστοριά, επανέρχεται με ένα μυθιστόρημα που περιλαμβάνει το τέλος του ήδη εξ’ αρχής: Στην περιγραφή του καραβιού, στην επιλογή της μουσικής, στο υπερφίαλο των ανθρώπων, στην απληστία της στιγμής, επιβεβαιώνοντας εκείνο το μακάβρια γνωστό ρητό πως «όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια η ζωή γελάει» και επίτηδες δεν τολμώ να πω ο Θεός γιατί στον χρόνο του Θεού και στον μυθιστορηματικό χρόνο του Ηλία Παπαμόσχου, το ναυάγιο κρατά μια στιγμή, μια παράγραφο για την ακρίβεια, και η διαδικασία του πόνου υπάρχει σχεδόν από την αρχή. Σε σημείο που να αμφιβάλεις στο τέλος για το ποιοι είναι οι πιο τυχεροί, οι ζωντανοί ή οι πνιγμένοι, οι σκοτωμένοι ή ο εκδικητής;
Γνωρίζοντας καλά ο συγγραφέας τον σφιχτό εναγκαλισμό θανάτου και ζωής, το αμνιακό υγρό της και τους κρυφούς αρμούς της, με μιαν αφήγηση που αιωρείται ανάμεσα στην ποίηση και στην παπαδιαμαντική παράδοση, αγγίζει το νόημα και τις μεγάλες αλήθειες της ζωής.
Ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος γεννήθηκε το 1967 στην Καστοριά. Σπούδασε στο Τμήμα Γεωλογίας Πατρών και στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας το 1993. Εργάστηκε ως βιβλιοϋπάλληλος στην Αθήνα και από το 1997 επέστρεψε στη γενέτειρά του -όπου ζει μέχρι σήμερα- και ασχολήθηκε με την οικογενειακή εμπορική επιχείρηση. Έχει γράψει έξι βιβλία. “Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες” (2015) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας (2016) και μεταφράστηκε στα γαλλικά (“Le renard dans l’ escalier”, Le miel des anges, 2018). Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα σουηδικά και στα αλβανικά