Τοπικές κοινωνίες, συλλογικότητες και περιβαλλοντικές οργανώσεις δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα που ξεκίνησαν πριν από 4 χρόνια για τη σωτηρία της οροσειράς
Του Τάσου Σαραντή
Περιφερειακή Διοίκηση, Δασικές Υπηρεσίες και δικαστική εξουσία καταδικάζουν τον ορεινό όγκο Βέρνον-Βίτσι στο κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας, μια ορεινή περιοχή μεγάλης οικολογικής και ιστορικής αξίας, μετατρέποντάς τον σε εργοστάσιο αιολικών βιομηχανικής κλίμακας με την εγκατάσταση 150 ανεμογεννητριών σε όλο τον ορεινό όγκο και την πλήρη οικολογική καταστροφή του.
Ωστόσο τοπική αυτοδιοίκηση (Δήμος Αμυνταίου), τοπικές κοινωνίες (Δημοτικές Κοινότητες), συλλογικότητες καθώς και περιβαλλοντικές οργανώσεις δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα που ξεκίνησαν πριν από 4 χρόνια για τη σωτηρία της οροσειράς και ετοιμάζουν κοινό αίτημα προς το ΥΠΕΝ για την υπαγωγή του ορεινού όγκου Βιτσίου στον θεσμό «Απάτητα Βουνά».
Ο ορεινός όγκος Βέρνου-Βιτσίoυ αποτελεί την ορεογραφική συνέχεια του Βαρνούντα και το φυσικό σύνορο των νομών Φλώρινας και Καστοριάς. Νότια καταλήγει σε δύο κλάδους, ο ένας συνεχίζει τον διαχωρισμό των δύο νομών μέχρι τον αυχένα της Κλεισούρας, ενώ ο δεύτερος κατευθύνεται νοτιοανατολικά με χαμηλές παρυφές, όπως το Ραδόσι, που σχηματίζουν τη διάβαση του Κλειδιού, σημείο όπου καταλήγουν και οι νοτιοδυτικές απολήξεις του Βόρα. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Βίτσι με υψόμετρο 2.128 μέτρα. Η ονομασία Βίτσι συχνά αναφέρεται όχι μόνο για την κορυφή αλλά για ολόκληρο τον ορεινό όγκο.
Ιδιαίτερα επιβαρυμένη
Η οροσειρά είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη με πληθώρα αιολικών σταθμών είτε ήδη εγκατεστημένων είτε σε διάφορα στάδια αδειοδότησης, με τις ανεμογεννήτριες που συνολικά σχεδιάζεται να εγκατασταθούν στο ορεινό σύμπλεγμα να φτάνουν τις 105 σε συνολικά 15 αιολικούς σταθμούς που κατέχουν διαφορετικές εταιρείες, εκ των οποίων περίπου οι μισές είναι «μονοπρόσωπες». Οι υπόλοιπες 45 ανεμογεννήτριες αφορούν τα παρακλάδια προς Καστοριά – Πρέσπες. Οσο κι αν φαίνεται αδιανόητο, με τέτοια πυκνότητα αιολικών σταθμών στη θιγόμενη περιοχή δεν έχει γίνει η επιβαλλόμενη συνεκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων όλων των αιολικών με μια ολοκληρωμένη και επιστημονικά άρτια τεκμηριωμένη «δέουσα εκτίμηση» των συνολικών επιπτώσεων. Μελέτη που θα έπρεπε να είχε εκπονηθεί εκ προοιμίου για το σύνολο της θιγόμενης περιοχής. Και βέβαια όχι ελλειπτικά σε κάθε Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) του κάθε έργου μεμονωμένα, γεγονός που παραπέμπει σε κατάτμηση έργων αλλά και σε πλημμέλεια της αδειοδοτικής διαδικασίας.
Κι αυτό όταν είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι οι σωρευτικές επιπτώσεις θα είναι σημαντικές, δεδομένου ότι η κατάληψη του φυσικού ορεινού οικοσυστήματος στην περιοχή είναι πολύ μεγάλης έκτασης με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις τόσο στη χλωρίδα όσο και στην πανίδα και στη βιοποικιλότητα εν γένει να είναι μη αναστρέψιμες σε περίπτωση που δεν υπάρξει άμεση παύση της αδειοδότησης και εγκατάστασης των αιολικών σταθμών. Είναι ενδεικτικό ότι η θιγόμενη από τους σχεδιαζόμενους αιολικούς σταθμούς περιοχή αλλά και η ευρύτερη περιοχή αφενός γειτνιάζει άμεσα με περιοχές του ευρωπαϊκού δικτύου Natura και συγκεκριμένα με 7 Ζώνες Ειδικής Προστασίας και Ειδικές Ζώνες Διατήρηση (ΕΖΔ) και αφετέρου αποτελεί μέρος της ζώνης μόνιμης παρουσίας και ενδιαίτησης, κατανομής και εύρους εξάπλωσης της καφέ αρκούδας που αποτελεί είδος προτεραιότητας, διατρέχει δηλαδή κίνδυνο να εξαφανιστεί. Συγκεκριμένα, 3 αιολικοί σταθμοί βρίσκονται εντός ΕΖΔ και 4 σε απόσταση 0,1 έως 2 χιλιομέτρων από ΕΖΔ.
Καταστροφή της χλωρίδας
Για την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών μόνο στους 7 εκ των 15 σχεδιαζόμενων αιολικών σταθμών θα απαιτηθούν διανοίξεις νέων δασικών δρόμων περίπου 24 χιλιομέτρων στον πεπερασμένης έκτασης ορεινό όγκο του Βιτσίου. Αυτές οι διανοίξεις θα επιφέρουν περαιτέρω και μη αναστρέψιμη σοβαρή κατάτμηση αμιγών δασικών εκτάσεων, την καταστροφή της χλωρίδας της περιοχής, την αλλαγή χρήσεων γης και την καταστροφή βοσκοτόπων.
Επιπρόσθετα η επιδιωκόμενη μετατροπή της περιοχής του Βιτσίου σε εργοστάσιο αιολικών παραβλέπει και το γεγονός ότι οι ανεμογεννήτριες σχεδιάζεται να εγκατασταθούν εντός ή και σε άμεση γειτνίαση με Τοπία Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΤΙΦΚ) και συγκεκριμένα των ΤΙΦΚ «Λεχόβου, Κλεισούρας, Βαρικού», «Νυμφαίου», «Λίμνες Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα» και «Κρανιώνα, Χάλαρων, Παύλου Μελά». Τι κι αν ο θεσμός των ΤΙΦΚ ως εργαλείου προστασίας του τοπίου μετράει ήδη περίπου 70 χρόνια εφαρμογής στη χώρα μας και υπαγορεύεται όχι μόνο από το εθνικό θεσμικό πλαίσιο, αλλά ίσως πολύ περισσότερο από τις διεθνείς και κοινοτικές υποχρεώσεις της χώρας;
Συν τοις άλλοις η περιοχή εγκατάστασης των αιολικών αποτελεί…
Συνέχεια στο efsyn.gr