Κόσμος

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα – Μεγάλο αφιέρωμα

Μπορεί ο Όρσον Γουέλς σε ηλικία μόλις 25 ετών να γύρισε, με την πρώτη, ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του κινηματογράφου, τον θρυλικό «Πολίτη Κέιν», αλλά ο Φράνσις Φορντ Κόπολα γύρισε μέσα σε τρία χρόνια, στην πιο δημιουργική του ηλικία, λίγο πάνω από τα 30, τρεις από τις καλύτερες ταινίες του, που αποτελούν, παράλληλα, σημεία αναφοράς στο παγκόσμιο σινεμά. Κάτι που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυχαίο και σίγουρα είναι το καλύτερο παράδειγμα για το τι σημαίνει δημιουργική έμπνευση, τι σημαίνει ένας καλλιτέχνης να βρίσκεται στα καλύτερά του.

Ο Κόπολα, θα κόψει την τούρτα, για τα 84οστά γενέθλιά του και το πιθανότερο θα τη συνοδέψει με το καλύτερο κόκκινο κρασί, από τα αμπέλια του ιταλικού νότου, στην Μπαζιλικάτα, όπου διαθέτει μία υπέροχη βίλα. Με αφορμή τα γενέθλια του Ιταλοαμερικανού σκηνοθέτη, θα θυμηθούμε τις σημαντικότερες στιγμές της καλλιτεχνικής του πορείας, που δεν ήταν πάντα ανέφελη.

Παραμένει από τους πιο αγαπημένους

Φυσικά όταν λες Κόπολα η επόμενη σκέψη είναι «Νονός». Η εμβληματική ταινία για το έγκλημα και την οικογένεια, τη μαφία και τα παιχνίδια εξουσίας, αλλά και την περιφρόνηση του αμερικανικού ονείρου.

Τα πέντε συνολικά Όσκαρ και οι δυο χρυσοί Φοίνικες από το Φεστιβάλ των Κανών, δεν είναι κάτι ιδιαίτερο για τον πληθωρικό σκηνοθέτη, καθώς απολαμβάνει μία σπάνια αναγνώριση σε όλο τον κόσμο και παραμένει ένας από τους πιο αγαπημένους δημιουργούς της παγκόσμιας κριτικής, ενώ ταυτόχρονα του αναγνωρίζεται μαζί με τους Κιούμπρικ, Σκορτσέζε κλπ, ότι κατάφερε για δυο τουλάχιστον δεκαετίες να αλλάξει το καθεστώς στο Χόλυγουντ, μέχρι να έρθουν οι «τεχνοκράτες» και τα μόμολα της εύπεπτης ανοησίας.

Φαμίλια καλλιτεχνικών αναζητήσεων

Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα γεννήθηκε στις 7 Απριλίου του 1939, στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν ως το δεύτερο παιδί από τα τρία του Καρμίνε Κόπολα, ενός φλαουτίστα στη δημοτική ορχήστρα της πόλης και μίας πρώην ηθοποιού. Η ιταλικής καταγωγής οικογένεια, θα μετακομίσει γρήγορα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, καθώς ο πατέρας του βρήκε δουλειά σε μια ορχήστρα, ενώ τα παιδιά του αρχίζουν να ονειρεύονται την είσοδό τους στο χώρο του θεάματος.

Σε ηλικία 9 ετών αρρώστησε από πολιομυελίτιδα και πέρασε έναν σχεδόν χρόνο κλινήρης, παράλυτος στην αριστερή του πλευρά. Μόνος, χωρίς κοινωνική ζωή και επισκέψεις από τους φίλους του, ο μικρός Φράνσις το ρίχνει στο κουκλοθέατρο και προσπαθεί να ψυχαγωγηθεί όπως μπορεί. Εννοείται ότι καλή παρέα βρήκε τότε και στην τηλεόραση, η οποία εκείνη την εποχή ήταν κάτι μαγικό. Έτσι, άρχισε να σκέφτεται περισσότερο με εικόνες, να μοντάρει κοφτερά τις σκέψεις του, να μπαίνει στη θέση των ηθοποιών και να στήνει ιστορίες.

Ο «Οκτώβρης» του Αϊζενστάιν

Τα χρόνια πέρασαν και ενώ ετοιμαζόταν να πάει στη δραματική σχολή του Γέιλ το 1958, έτυχε να πάει να δει τον «Οκτώβρη» του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Όταν βγήκε από την σχεδόν άδεια αίθουσα, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είδε. Το μοντάζ του κορυφαίου και πρωτοπόρου Σοβιετικού σκηνοθέτη, ο ήχος της κινηματογραφικής μηχανής τον είχαν συνεπάρει. Όπως είπε ο ίδιος «είχα ζήσει ένα θαύμα. Τότε αποφάσισα ότι δεν ήθελα να γίνω σκηνοθέτης του θεάτρου, αλλά του κινηματογράφου. Αντί να σπουδάσω στη δραματική σχολή του Γέιλ πήγα στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες και σπούδασα κινηματογράφο».

Από το πορνό στο «Νονό»

Με το χαρτί του σκηνοθέτη στο χέρι, ο Κόπολα μετακομίζει στη Δυτική Ακτή για να επεκτείνει τις κινηματογραφικές του γνώσεις παρακολουθώντας μαθήματα στο γνωστό πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, το UCLA, αλλά και στο κέντρο της αμερικανικής κινηματογραφίας. Τα μαθήματα τον άφησαν αδιάφορο, όπως ήταν αναμενόμενο και το μόνο που ήθελε ήταν να δουλέψει στο σινεμά. Χωρίς να το πολυσκεφτεί υπογράφει το πρώτο του συμβόλαιο, για να γυρίσει την πρώτη του ταινία, ένα σκληρό πορνό! Παρόλα αυτά η δουλειά του θα γίνει αντιληπτή από τον φημισμένο παραγωγό και σκηνοθέτη, τον μετρ του «φτηνού τρόμου», Ρότζερ Κόρμαν, ο οποίος θα τον προσλάβει ως παιδί για όλες τις δουλειές. Απ’ αυτό το τρέξιμο θα καταφέρει να βγάλει τα πρώτα του χρήματα και να γυρίσει την πρώτη του ταινία το 1963, ένα σπλάτερ, το «Dementia 13», που το γύρισε μέσα σε τρεις ημέρες και του κόστισε περίπου 40.000 δολάρια.

Η Warner Bros έμαθε, άκουσε, ίσως και κάτι να είδε και έτρεξε να τον κλείσει για να σκηνοθετήσει μια μεγάλη παραγωγή, το μιούζικαλ «Finian’s Rainbow» με τον Φρεντ Ασταίρ και την Πετούλα Κλαρκ, που ήταν εκτός των ενδιαφερόντων του Κόπολα, αλλά ίσως και πέρα από τις δυνατότητές του. Οι κριτικοί την έθαψαν καταλλήλως και η ταινία πήγε άπατη. Τον επόμενο χρόνο, το 1968 γύρισε το «The Rain People», ένα φιλμ, με έντονα προσωπικά στοιχεία και πολλούς πειραματισμούς, που πέρασε αδιάφορο από πολλούς. Μετά, όμως, από λίγο θα δεχθεί να συγγράψει το ιστορικό δράμα «Πάτον», σε σκηνοθεσία Φράνκλιν Σάφνερ και Ντέλμπερτ Μαν, μια ταινία που έσκισε στα Όσκαρ και ανάμεσα στα άλλα πήρε και αυτό του Καλύτερου Σεναρίου, δίνοντας μια νέα ώθηση στην καριέρα του Κόπολα.

Τουρμπίνα προς την κορυφή

Κι εκεί που όλα έδειχναν ότι θα μπορούσε να αρχίσει να ανεβαίνει σιγά-σιγά τη βαριά σκάλα του Χόλυγουντ για τα πάνω πατώματα της καταξίωσης, βρίσκεται στο δρόμο του η Paramount για να του βάλει μια τουρμπίνα στα πόδια και να τον στείλει στην κορυφή. Θα του ζητούσε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ευπώλητο του Μάριο Πούτζο «Ο Νονός». Την ταινία, που έμελε να κρατήσει δικό της ένα μεγάλο κεφάλαιο της κινηματογραφικής ιστορίας και θα έφερνε τον Κόπολα ανάμεσα στους κορυφαίους δημιουργούς του παγκόσμιου σινεμά.

Στάση «Ο Νονός»

Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του Κόπολα, που τα αμέσως επόμενα χρόνια τα ράφια των βιβλιοθηκών στα σπίτια είχαν πάντα, σε περίοπτη θέση, το βαρύ δερματόδετο βιβλίο με την ιστορία της οικογένειας Κορλεόνε. Ο Κόπολα έκανε ένα θαύμα. Κατάφερε να μαγέψει τους θεατές, δίνοντας στο βιβλίο του Πούτζο μία νέα πνοή. Έδωσε, επίσης, ιδιαίτερη βαρύτητα στην κινηματογραφική αφήγησή του και εμπλουτίζοντας το αριστουργηματικό σενάριο που είχε, με στοιχεία της δικής του, ιταλικής καταγωγής, φτιάχνοντας ένα κινηματογραφικό έπος, μια κλασική ταινία που καταφέρνει μετά από περίπου 50 χρόνια να παραμένει ολόφρεσκη, μια ξεχωριστή εμπειρία. Και αυτό γιατί ο Κόπολα διάλεξε με σοφία τα κομμάτια του εξαιρετικού βιβλίου που έπρεπε να δείξει, καθώς θα ήταν αδύνατο να μεταφερθεί ολόκληρο το μυθιστόρημα, το οποίο κατάφερε να επισκιάσει.

Η ταινία, ένας συνδυασμός γκανγκστερικής αιματοβαμμένης ιστορίας και ενός κλασικού οικογενειακού δράματος εποχής, μοιάζει απόλυτα ισορροπημένη, μεταξύ των δύο κινηματογραφικών ειδών, σαν μια μαγική ορχήστρα που μπορεί να συνδυάσει μια ταραντέλα με το ρέκβιεμ του Μότσαρτ κι αυτό να φαίνεται υπέροχο, αλλά και κάτι παραπάνω: φυσιολογικό. Είναι τέτοια η δύναμη των εικόνων, που ακόμη και ένας θείος απ’ το χωριό, που έχει δει μόνο Βουγιουκλάκη και Καρέζη, μπορεί να κολλήσει αν δει πέντε λεπτά από την ταινία.

Αντρική υπόθεση

Η ταινία, που είναι μία αντρική υπόθεση – οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι για τα ευχάριστα διαλείμματα, τα μικρά καθημερινά προβλήματα και το θρήνο – βάζει τους δικούς της κώδικες στους θεατές, σκοτώνοντας την ηθικολογία και καταφέρνοντας να κάνει προσιτούς σχεδόν λατρεμένους τους κεντρικούς ήρωες και τα μέλη της φαμίλιας. Ίσως, γιατί οι Κορλεόνε του Πούτζο, αλλά και οι άλλοι μαφιόζοι ακολουθούν ένα κώδικα τιμής, που πάντα γοήτευε τους ανθρώπους. Σέβονται την οικογένεια, τη ζωή των αθώων, έχουν να αντιπαλέψουν ένα σύστημα εξουσίας, πολύ πιο διεφθαρμένο απ’ τη χειρότερη συμμορία – αυτό είναι πιο εμφανές στο δεύτερο και τρίτο μέρος – αλλά και στην κουβέντα που λέει ο Βίτο Κορλεόνε ότι «μια ζωή προσπάθησα να μην είμαι το τσιράκι κανενός».

Ωστόσο, η βία και οι σκοτωμοί έχουν θεμελιώδη θέση στην ταινία, όπως είναι λογικό. Το σίγουρο είναι ότι παρότι μπορεί να μας ξαφνιάσει ένα ξέσπασμα βίας, άλλο τόσο όμως δεν προκαλεί την απέχθεια. Η τελετουργική δομή των σκηνών βίας καταφέρνουν να λειτουργούν πολλές φορές ως απαραίτητο στοιχείο, σαν διέξοδο στη συγκινησιακή φόρτιση του θεατή ή ακόμη και ως απόλαυση της αίσθησης περί δικαίου.

Ιδανικοί συντελεστές

Εκτός, όμως από την έμπνευση και το ταλέντο του Κόπολα, η ταινία διαθέτει και ένα μοναδικό επιτελείο από αξιομνημόνευτους συντελεστές τους οποίους καθοδήγησε ο Ιταλοαμερικανός δημιουργός μοναδικά. Ας ξεκινήσουμε από τους ηθοποιούς. Τον Αλ Πατσίνο, που κάνει τον πιο ολοκληρωμένο ρόλο της ζωής του – μαζί με τον περίφημο Καρλίτο του Ντε Πάλμα – και παρότι ακόμη άγουρος μπορεί να εκπλήξει με την εσωτερική ωριμότητά του και να δώσει πνοή στο χαρακτήρα του Μάικλ. Τον Μάρλον Μπράντο, που σπάει κάθε στερεότυπο και χτίζει με την εκφραστικότητά του και τα καλλιτεχνικά του προσόντα έναν κινηματογραφικό μύθο, ως Βίτι Κορλεόνε, τον Τζέιμς Κάαν, που στο ρόλο του μεγαλύτερου γιου του, κάνοντας έναν ανυπότακτο, ένα θερμοκέφαλο, που το αίμα του βράζει συνεχώς, καταφέρνει να μείνει στη γη και να μη χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα, τον Ρόμπερτ Ντιβάλ, που με μια εσωτερικότητα καλύπτει τη μελαγχολία του, τη φυσική του θλίψη, ενώ ταυτόχρονα, να φορά το κοστούμι του «αβοκάτο», αθωώνοντας στη συνείδηση του θεατή το έγκλημα. Ακόμη παίζουν και κερδίζουν την αναγνώριση, αλλά και τη δίκαιη είσοδό τους στο πάνθεο των κινηματογραφικών χαρακτήρων οι Τζον Καζάλε (Φρέντο Κορλεόνε), Τάλια Σάιρ (κόρη Κορλεόνε, αδελφή του Κόπολα), Ντάιαν Κίτον (σύζυγος του Μάικλ), Ρίτσαρντ Καστελάνο (Κλεμέντζα), Έιμπ Βιγκότα (Τέσιο), Λένι Μοντάνα (Λούκα Μπράσι) και άλλοι πολλοί που όλοι δικαίως έχουν θέση στην ταινία. Η ανεπανάληπτη και δημιουργικά αξεπέραστη φωτογραφία είναι του Γκόρντον Γουίλις («Μανχάταν»), η μουσική μελωδία του κορυφαίου Νίνο Ρότα, το σπουδαίο μοντάζ των Γουίλιαμ Ρέινολντς και Πίτερ Ζίνερ.

Ο Κόπολα, ολοκλήρωσε το όραμά του, παρότι τα γυρίσματα δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς εκτός από τη γιγαντιαία αποστολή που είχε, έπρεπε να κρατήσει τον έλεγχο και τον τελικό λόγο στο μοντάζ, ενώ είχε να αντιμετωπίσει τις ιταλοαμερικανικές ενώσεις, που διαμαρτύρονταν για την εικόνα που τους έδινε, ενώ ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει συνήθως, το στούντιο ήθελε να περικόψει τον προϋπολογισμό της ταινίας. Παρόλα αυτά, ο Κόπολα τα κατάφερε, έφερε βόλτα τη χαώδη κατάσταση και η αναγνώριση ήρθε ακόμη και από τη συντηρητικότερη πλευρά του Χόλυγουντ, σαρώνοντας στα Όσκαρ, απ’ τα οποία δύο πήρε ο ίδιος προσωπικά (σκηνοθεσίας και σεναρίου, μαζί με τον Μάριο Πούτζο), αλλά και εξασφάλισε το δικαίωμα της επιλογής για τις δουλειές που θέλει να κάνει.

Η αξεπέραστη «Συνομιλία»

Δύο χρόνια μετά ο Κόπολα θα κάνει μία από τις τρεις-τέσσερις καλύτερες ταινίες της σταδιοδρομίας του, το εκπληκτικό θρίλερ «Συνομιλία», με έναν Τζιν Χάκμαν συναρπαστικό, να δίνει την καλύτερη ερμηνεία της ζωής του. Το θέμα συμπυκνώνεται στην ιστορία ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ, ειδικού στις υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, που παρακολουθεί ένα παράνομο ζευγάρι και βρίσκεται μπλεγμένος σε μία σκοτεινή υπόθεση δολοφονίας και παιχνιδιών εξουσίας.

Είναι ένα απαισιόδοξο θρίλερ, που γυρίστηκε μετά το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ και αναδεικνύει την αδυναμία του ατόμου να αντισταθεί στις σκοτεινές δυνάμεις εξουσίας, που έχουν τη δύναμη να εισβάλουν στην προσωπική ζωή του καθενός κι έχοντας το προνόμιο να εκμεταλλεύονται τις νέες τεχνολογίες, που αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή στα χέρια των ανθρώπων που κατέχουν εξουσία και συμπεριφέρονται ως εγκληματικές οργανώσεις. Ταινία λεπτομερειών, που ο Κόπολα καταφέρνει να ανταπεξέλθει με ασύλληπτο τρόπο, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει τη μοναξιά του σύγχρονου τρόπου ζωής και το αδιέξοδό της. Ο Χάκμαν δείχνει όλο το μεγαλείο της ερμηνευτικής του δεινότητας και σίγουρα τον φέρνει ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς της γενιάς του. Η «Συνομιλία» βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες, ενώ ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ κλπ.

Μέρος 2ο

Την ίδια χρονιά, ο Κόπολα θα επιστρέψει στην οικογένεια Κορλεόνε, γυρίζοντας το δεύτερο μέρος του «Νονού», μια ταινία που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την πρώτη, μάλιστα για πολλούς θεωρείται και η καλύτερη της τριλογίας. Εδώ, ο Κόπολα ανανεώνει την ιστορία του, βγάζοντας τη μαφία από τη Νέα Υόρκη, την πάει μέχρι την Κούβα, λίγο πριν επικρατήσει η επανάσταση του Κάστρο, ενώ εξέχουσα θέση κατέχουν πλέον οι πολιτικοί που, χωρίς να γίνονται καρικατούρες, λαμβάνουν τη θέση που τους αξίζει. Στην ταινία, υπάρχει και μία μεγάλη ιστορική και απίστευτα μαστορική αναδρομή στο πως ξεκίνησε ο Βίτο Κορλεόνε ερχόμενος στη Νέα Υόρκη, στην οποία πρωταγωνιστεί ο έξοχος Ρόμπερτ Ντε Νίρο, στο ρόλο του νεαρού Βίτο Κορλεόνε. Ακόμη καλύτερος – αν μπορεί να γίνει αυτό – ο Αλ Πατσίνο, που πλέον έχει αναλάβει τα ηνία της φαμίλιας και το πεπρωμένο της οικογένειάς του τον τραβά συνεχώς προς την κόλαση του εγκλήματος, παρά τις προσπάθειές του να ξεφύγει και να δώσει νομιμοφάνεια στις επιχειρήσεις. Φυσικά ακόμη μια τεράστια παγκόσμια επιτυχία και ακόμη ένα Όσκαρ σκηνοθεσίας για τον Κόπολα.

Αποκάλυψη Τώρα

Ο Κόπολα έχοντας φτιάξει ένα μυθικό όνομα και βοηθώντας από θέση ισχύος μια νέα γενιά σκηνοθετών, όπως ο φίλος του Τζορτζ Λούκας, ζούσε στη βίλα του στη Βόρεια Καλιφόρνια το μύθο του μέσα στη χλιδή. Αυτά όμως θα τερματιστούν όταν θα αναλάβει να γυρίσει την επόμενη ταινία του. Δεν πρόκειται για κάποια αποτυχία. Το αντίθετο. Ήταν μία από τις κορυφαίες αντιπολεμικές ταινίες όλων των εποχών, ένα αριστούργημα, που όταν πρωτοπροβλήθηκε στους κινηματογράφους κοινό και κριτικοί κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με ένα μεγαλειώδες φιλμ, ένα θαύμα, ένα τεχνούργημα, απ’ αυτά που σημαδεύουν την τέχνη και τη ζωή. Πρόκειται για το «Αποκάλυψη Τώρα», μια παραγωγή, που θα άφηνε, ωστόσο, τον Κόπολα στην ψάθα.

Αντιμέτωπος με την κακοκαιρία των Φιλιππίνων, όπου γυρίστηκε η ταινία, τις τροπικές ασθένειες, την έλλειψη πόσιμου νερού, τις απίστευτες αναποδιές, όπως το καρδιακό επεισόδιο του πρωταγωνιστή Μάρτιν Σιν, αλλά και τις υπερβολικές απαιτήσεις του Μάρλον Μπράντο, ο Κόπολα έχασε τον έλεγχο της παραγωγής και του κόστους και μετά από πολύμηνα γυρίσματα, στα οποία συνέβησαν όλες οι τρέλες που μπορεί να φανταστεί κανένας, βρέθηκε πανί με πανί, υπό κατάρρευση και οικονομική και ψυχολογική. Ωστόσο, είχε καταφέρει να κάνει και πάλι το θαύμα του. Σκηνές σαν αυτές που τα ελικόπτερα – αληθοφανέστατα – αμολάνε πάνω στα χωριά των Βιετκόνγκ τις βόμβες ναπάλμ υπό τους ήχους των «Βαλκυριών» του Βάγκνερ ή του Ρόμπερτ Ντιβάλ να κόβει βόλτες πάνω στην καμμένη γη και να ανοίγει τα πνευμόνια του απολαμβάνοντας τη μυρωδιά του καμένου από την κηροζίνη, είναι μόνο μερικές απ’ αυτές που μπαίνουν στο λεύκωμα των σημαντικότερων στιγμών του παγκόσμιου σινεμά.

Αταίριαστος

Στη δεκαετία του ‘80 είχε ιδρύσει τη δική του ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής, τη Zoetrope Studio, για να εξυπηρετήσει τα δικά του οράματα στον κινηματογράφο και να χρηματοδοτήσει τις ταινίες φίλων που δεν έβρισκαν χολυγουντιανά κεφάλαια. Για πολλούς αυτή η πρωτοβουλία του, θα τον φέρει μακριά από τον καλό του εαυτό, ενώ ακόμη περισσότεροι θα πουν ότι έχει χάσει το μαγικό του άγγιγμα.

Το 1982, θα σκηνοθετήσει το «Μια Μέρα, Ένας Έρωτας», 1983 θα γυρίσει το «Αουτσάιντερς, επαναστάτες χωρίς αύριο», με τους Ρομπ Λόου, Ματ Ντίλον αλλά και κάποιες άλλες ταινίες που δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως και το «Αταίριαστος» με τους Ματ Ντίλον και Μίκι Ρουρκ. Το 1984 θα επιστρέψει στις επιτυχίες με το «Κότον Κλαμπ», θα ακολουθήσει το «Η Πέγκι Σου Παντρεύτηκε», με την Κάθλιν Τέρνερ και το «Τάκερ», που για πολλούς ήταν πολύ καλές ταινίες, αλλά σίγουρα μακριά από τα αριστουργήματα της δεκαετίας του ‘70.

Κλείνει ένα κεφάλαιο

Το 1990 θα παρουσιάσει το τελευταίο μέρος της τριλογίας του «Νονού», μια ταινία που υπολείπεται των δύο προηγουμένων, αλλά σίγουρα είναι εξαιρετική, καθώς μπαίνει ακόμη περισσότερο στο σκοτεινό κόσμο της πολιτικής, ενώ διαθέτει ένα μακρύ και ανεπανάληπτο φινάλε, στο οποίο συνδέει την όπερα «Cavalleria Rusticana» του Πιέτρο Μασκάνι στην Όπερα του Παλέρμο, με την προετοιμασία ενός φονιά που έχει διεισδύσει στην αίθουσα για να σκοτώσει τον αρχηγό της φαμίλιας, τις δολοφονίες των ελεεινών αντιπάλων του και στο τέλος τον απρόοπτο χαμό της αγαπημένης του κόρης και της συνταρακτικής κατάρρευσης του Μάικλ Κορλεόνε.

Επίσης, το 1992 θα γυρίσει το πετυχημένο και εισπρακτικά «Δράκουλας», παρά τις μοιρασμένες κριτικές, σε αυτές που μίλαγαν για καλλιτεχνικό θρίαμβο και σε αυτές που υποστήριζαν ότι έκανε μια στροφή σε ένα σινεμά των μεγάλων στούντιο.

Τα επόμενα χρόνια, μονίμως χρεωμένος, παρά την καλή ζωή που πάντα επιζητά, ο Κόπολα άρχισε να ασχολείται με πολλά διαφορετικά πράγματα, όπως οι εκδόσεις, ενώ ήταν και από τα ιδρυτικά μέλη του ανεξάρτητου κινηματογραφικού φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο. Μπαίνοντας στη τρίτη χιλιετία ο Κόπολα δείχνει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη δεκαετία του ‘70. Λογικό. Η ζωή, η ηλικία, τα βιώματα, οι συγκυρίες δεν είναι πάντα κατάλληλες για να παίρνεις ένα σενάριο, μια ιδέα και να την κάνεις ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα. Άλλωστε και ο κινηματογράφος δεν θα είναι πια ίδιος, οι εποχές του καλλιτεχνικού ρίσκου έχουν παρέλθει. Εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες αυτά που μετρούν είναι οι στατιστικές, τα επιχειρηματικά πλάνα, το «δυναμικό κοινό», γενικότερα η μπακαλική με ιλουστρασιόν επένδυση.

Τα τελευταία χρόνια απολαμβάνει τη ζωή του μεταξύ Καλιφόρνιας και Νότιας Ιταλίας, έχοντας διαγράψει μια τροχιά στο κινηματογραφικό σύμπαν και μένοντας πάντα ως ο δημιουργός της καλύτερης ταινίας εγκλήματος, τον «Νονό». Έτσι, αύριο λογικά, στο εορταστικό τραπέζι, θα το γλεντήσει έχοντας δίπλα του την αγαπημένη του και κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του, σύζυγο Ελεανόρ, η οποία ασχολείται με το ντοκιμαντέρ, την κόρη του Σοφία, η οποία είναι πλέον γνωστή σκηνοθέτιδα, ενώ είχε παίξει το ρόλο της κόρης του Κορλεόνε στο τρίτο μέρος του «Νονού», τον γιο του Ρομάν, επίσης σκηνοθέτη και την αδελφή του Τάλια Σάιρ, γνωστή ηθοποιό, που έπαιξε σε όλες τις ταινίες «Ο Νονός», κρατώντας το ρόλο της αδελφής του Μάικλ Κορλεόνε, αλλά είχε πρωταγωνιστήσει και στο «Ρόκι» (σύζυγος). Άγνωστο αν θα είναι στο τραπέζι ο ανιψιός του Νίκολας Κέιτζ, που με σύνεση τον άφησε έξω από το καστ του τρίτου μέρους του «Νονού», δίνοντας δικαιολογημένα την ευκαιρία στον Άντι Γκαρσία.

ΑΠΕ 

Back to top button