«21 κείμενα για τη Μαλβίνα» ήθελε να δημοσιοποιήσει ο Βασίλης στην εφημερίδα Έθνος. Αυτός ήταν και ο λόγος που σταμάτησε η στήλη του Κάθε Μέρα, έπειτα από 14 χρόνια, αλλά και η συνεργασία του με το συγκρότημα Μπόμπολα (όπως εξηγεί με ανοιχτή επιστολή και στον πρόλογο του βιβλίου). Tα σημειολογικά του κείμενα τελικά κυκλοφόρησαν από τις εκδ. Ποντίκι. Γράφτηκαν με υποκειμενικότητα και αγάπη, και γι΄αυτό είναι όλα αριστουργήματα. Ιδού ένα.
Λόγος φατικός και λόγος χειμαρρώδης: Σε μια κοινωνία εξόχως ανταγωνιστική, ακόμη και ο λόγος έχει γίνει ανταγωνιστικός -ένα εμπόρευμα που πουλιέται κι αγοράζεται στις λαϊκές αγορές της τηλεόρασης, τις χωρίς πόρτες αλλά με παράθυρα ορθάνοιχτα για να μπαίνει φρέσκος αέρας, ώστε να μη βρωμίσουν περισσότερο τα ήδη βρώμικα κεφάλια πολιτικών ψαριών που μιλούν την ελληνική με τρόπο πολιτικά ψαρίσιο. Και, επειδή το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι, οι μαραγκοί των παραθύρων τα έφτιαξαν έτσι ώστε να βγάζουν το κεφάλι τους και να κοιτούν εμάς τους απ’ έξω και οι μπακαλιάροι της πολιτικής, που δεν θα βρωμίσουν ποτέ διότι είναι παστωμένοι -όσοι δεν είναι βαλσαμωμένοι.
Ο θρίαμβος του φατικού λόγου. Του λόγου που έχει ως αντικείμενο συζήτησης τον εαυτό του. Κάτι σαν τον φατικό λόγο των ερωτευμένων. Οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να φάσκουν, να μιλούν για να μιλούν:
Μ’ αγαπάς; Σ’ αγαπώ. Πόσο μ’ αγαπάς; Τόσο. Ναι, αλλά εγώ σ’ αγαπώ περισσότερο. Αχ! περισσότερο κι από χτες; Δυο ερωτευμένοι μπορούν να «συζητούν» δυο ώρες λέγοντας μόνο μ’ αγαπάς – σ’ αγαπώ, σε μυριάδες παραλλαγές φατικού λόγου.
Ας ήταν τουλάχιστον ερωτευμένοι κι αυτοί που συζητούν στα παράθυρα της αφασικής τηλεόρασης. Κι όταν τσακώνονται, ας τσακώνονται τουλάχιστον στ’ αλήθεια, όπως εγώ, χωρίς να λογαριάζουν τις εντυπώσεις που πρέπει να προκαλέσει ο καυγάς στους ψηφοφόρους. Σικέ και το ξύλο; Άι σιχτίρ, μπάσταρδοι.
Προσέξτε τι λέει επί του θέματος ο Τεοντόρ Αντόρνο στο «Minima Moralia» (μετάφραση Βασίλης Τομανάς, εκδ. «Εκδοτική Ομάδα»): «Ο αυθορμητισμός και η αντικειμενικότητα στις συζητήσεις χάνονται ακόμη και στους πιο στενούς κύκλους. Πόσω μάλλον στις πολιτικές συζητήσεις, όπου ο πολιτικός λόγος έχει αντικατασταθεί από τις πολιτικές λέξεις της εξουσίας. Ο λόγος έχει γίνει σπορ. Οι ομιλητές προσπαθούν να συγκεντρώσουν πόντους. Δεν υπάρχει καμιά συζήτηση όπου να μην υεπισέρχεται ο ανταγωνισμός σαν δηλητήριο. Άσχετα από το τι λέγεται, όλοι θέλουν να έχουν δίκιο, να κερδίζουν. Όμως, ως καθαρά μέσα εξουσίας που είναι, οι λέξεις της εξουσίας αποκτούν μια μαγική εξουσία πάνω σ’ εκείνους που τις χρησιμοποιούν. Μια μόνο λέξη που ειπώθηκε μια μόνο φορά βασανίζει αυτόν που την είπε και τους άλλους που την άκουσαν».
Σ’ αυτό το βασίλειο της λέξης, η εξωτική δημοκρατία του λόγου της Μαλβίνας είναι μια απολαυστική όαση μέσα στο πέλαγος της αμιαφασίας του φατικού τηλεοπτικού λόγου, του λόγου που υπάρχει για να υπάρχει, ίσα ίσα για να μην είναι βουβή η εικόνα. (Καλύτερα να ακουγόταν μουσική υπόκρουση αντί για ομιλία, που άλλωστε δεν ομιλείται, απλώς εκφέρεται, συχνά εντελώς άτεχνα).
Ο λόγος της Μαλβίνας είναι ένας καταρράκτης, μπορείς να καθήσεις κάτω του και να λουστείς λόγο χειμαρρώδη, ζουμερό σαν φρέσκια μουσική πανηγυριού, ηχηρό σαν ώριμο ροδάκινο που πέφτει απ’ το δέντρο και κινητοποιεί το μυαλό του Νεύτωνα. Τη βλέπουν για να την ακούν, ακόμη κι αυτοί που ούτε να τη δουν ούτε να την ακούσουν θέλουν, τη σκασμένη τη γλωσσού, την ακατοίκητη.
2 λεπτά ανάγνωση