Aυτή είναι η ιστορία του Ρασταφαριανισμού, του θρησκευτικό και πολιτικού κινήματος που ξεπήδησε τη δεκαετία του ’30 από τη Τζαμάικα και εξελίχθηκε σε ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Όλα ξεκίνησαν από τον «προφήτη» Μάρκους Γκάρβεϊ (1887-1940), έναν πολιτικό ακτιβιστή, ο οποίος προώθησε μια αφροκεντρική ιδέα, που είχε ως βασική αρχή την επιστροφή των μαύρων στην Αφρική, ασκώντας παράλληλα δριμεία κριτική στην αποικιοκρατία και συνδυάζοντας στοιχεία του προτεσταντισμού με το μυστικισμό. Οι συμβολισμοί της Βίβλου, το Αιθιοπικό έπος Kebra Nagast και η «Βίβλος των Μαύρων» αναγνωρίζονται από τους Ρασταφάρι ως ιερά βιβλία.
Στα κείμενα του ο Γκάρβεϊ μιλούσε για την ενθρόνιση ενός μαύρου Βασιλιά στην Αφρική, που θα αποτελούσε τον οιωνό της απελευθέρωσης των μαύρων από τις χώρες σκλαβιάς τους και την ταυτόχρονη επιστροφή τους στη «γη της επαγγελίας», την Αφρική. Η «προφητεία» του Γκάρβεϊ, εκπληρώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς στην Αιθιοπία το 1930, ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Χαϊλέ Σελασιέ A’, ανακηρύσσεται αυτοκράτορας και αναγνωρίζεται από τους οπαδούς του Γκάρβεϊ, ως ο «μεσσίας» που θα τους απελευθερώσει. Ταυτόχρονα, η χώρα του «μεσσία» αναγνωρίζεται ως ιερός τόπος.
Η νέα θρησκεία αποκτά όνομα («Ρασταφαριανισμός»), Μεσσία και βέβαια τις πρώτες βασικές δοξασίες, στις οποίες οι μαύροι αναγνωρίζονται ως απόγονοι των Ισραηλιτών, οι οποίοι εξαιτίας της αποικιοκρατικής καταπίεσης των λευκών έχουν εξοριστεί από την Αφρική. Στα πρώιμα στάδια του Ρασταφαριανισμού κεντρική φυσιογνωμία του κινήματος υπήρξε ο Λέοναρντ Χάουελ, ο οποίος ίδρυσε και την πρώτη οργανωμένη κοινότητα Ρασταφάρι στη Τζαμάικα.
Τα κοινωνικά μηνύματα του Ρασταφαριανισμού βρήκαν πρόσφορο έδαφος, δεδομένου των κοινωνικοοικονομικών δυσμενών συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη τη περίοδο, στη χώρα της Καραϊβικής. Εκεί αναπτύχθηκαν και οι πρώτες τελετουργίες του Ρασταφαριανισμού, ανάμεσα σε αυτές ήταν η ειδική κόμμωση και η χρήση κάνναβης. Τραγική ειρωνεία… ήταν ότι οι θρησκευτικές τελετουργίες με τη χρήση κάνναβης θα οδηγήσουν στη σύλληψη του Χάουελ και στη διάλυση της κοινότητας το 1954.
Ο ρασταφαριανισμός θα ανθήσει και πάλι στη πρωτεύουσα της Τζαμάικα, το Κίνγκστον. Τα επόμενα χρόνια όλο και περισσότεροι πιστοί προσηλυτίζονται και το 1960 εδραιώνεται πλέον στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή της Τζαμάικα. Μεταξύ των πιστών του Ρασταφαριανισμού ήταν και ο ποιητής Σάμουελ Μπράουν, ο οποίος με την ενεργή πολιτική του δράση συνέβαλε καθοριστικά στη διάδοσή των ιδεών των Ρασταφάρι.
Σημείο αναφοράς για τους Ρασταφάρι αποτέλεσε και η επίσκεψη του Χαιλέ Σελασιέ στη Τζαμαϊκά. Σε αυτή την επίσκεψη ο μεσσίας κηρύττει το «νέο του λόγο», σύμφωνα με τον οποίο οι Ρασταφάρι, δεν θα έπρεπε να επιδιώκουν την επιστροφή τους στην Αφρική προτού απελευθερωθεί η Τζαμάικα.
Τη δεκαετία του ’70, ο Ρασταφαριανισμός εξαπλώνεται ραγδαία και αυτό χάρη στο μουσικό ρεύμα της ρέγκε και τον βασικό εκπρόσωπο του, τον ρασταφάρι Μπόμπ Μάρλει. Η διάδοση του κινήματος, εκείνη τη περίοδο, οδήγησε και τον τότε πρωθυπουργό Μάικλ Μάνλεϊ να αναγνωρίσει περισσότερες ελευθερίες στους Ρασταφάρι.
Σήμερα, ο Ρασταφαριανισμός έχει εξαπλωθεί σε όλο το κόσμο, χάνοντας όμως την θρησκευτική του υπόσταση και διατηρώντας περισσότερο τον κοινωνικό και ελευθεριακό του χαρακτήρα. Εξακολουθούν ωστόσο να υπάρχουν πιστοί στην θρησκευτική διάσταση του ρασταφαριανισμού.