Καστοριά

«Το χαρτοκιβώτιο»: Διήγημα της Μάρθας Σαββοπούλου με αφορμή τη γιορτή της Μητέρας

-Δεν  υπάρχει περίπτωση  ούτε μία στο εκατομμύριο, να χωρέσει για να ανέβει από το σκαλοστάσιο. Είναι  ψηλή, μακριά και πολύ βαριά, έλεγε φανερά ζορισμένος ο νεαρός που βοηθούσε να μεταφερθούν τα πράγματα από το τεράστιο φορτηγό στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου.

Κάθισε για λίγο στο περβάζι του παραθύρου με κατεβασμένο κεφάλι.

-Μόνο δύο τρόποι υπάρχουν είπε. Ο πρώτος είναι να τη διαλύσουμε και να πάρετε  μαραγκό να  τη συναρμολογήσει. Ο  δεύτερος, να κόψουμε τα κάγκελα του μπαλκονιού και να την ανεβάσουμε επάνω με χοντρές τριχιές. Για μένα θα ήταν πιο εύκολο να φωνάξετε έναν μαραγκό, αλλά πολύ φοβάμαι ότι  δεν θα ξέρει να τη συναρμολογήσει. Βλέπεις, η Γερμανική τεχνολογία, είπε με θαυμασμό.  Οι δικοί μας εδώ, στο ’40 βρίσκονται ακόμη. Καλά τη  χαλάει . Πως τη φτιάχνει μετά; Εδώ είναι το θέμα!  Τι λέτε; Κόβουμε τα κάγκελα και την βάζουμε κατευθείαν στη θέση της; Θα πληρώσετε κάτι παραπάνω  γιατί  είναι και επικίνδυνο αλλά θα  είναι τζιτζί. Όπως τη φέρατε από «πάνω»!

Η Ελεονόρα στριφογύριζε ανάμεσα στους γονείς της και σ’ όλα εκείνα τα περίεργα κιβώτια, τις βαλίτσες , τα έπιπλα  και την τεράστια ξύλινη ντουλάπα- σκρίνιο που είχε οδηγήσει όλους σε απόγνωση. Όταν είχαν ήδη  κοπεί τα κάγκελα του μπαλκονιού και με πολύ χοντρά σχοινιά την είχαν δέσει καλά και την ανέβαζαν τέσσερις άντρες κατακόκκινοι τραβώντας τα με δύναμη, έτρεμε το φυλλοκάρδι της,  μην πέσει και  πλακώσει  αυτούς που βρίσκονταν κάτω απ’ αυτήν.

Ευτυχώς που όλα πήγαν καλά και έτσι καμάρωνε τη ντουλάπα στη θέση της που γέμισε τον τεράστιο τοίχο του σαλονιού τους , που πριν ήταν άδειος.

Εκεί που έβλεπε  τη γιαγιά της να τη θαυμάζει,  πρόσεξε τη μάνα της να τρέχει με αγωνία , να ξεκολλάει πολύ γρήγορα  τις ταινίες των κουφωμάτων και να ψάχνει αλαφιασμένη κάτι. Γύρισε θλιμμένη και κοίταξε τη μάνα της.

-Ήμουν  σίγουρη  ότι εδώ το έβαλα  έλεγε φανερά αναστατωμένη, δείχνοντας  ένα συγκεκριμένο άδειο ράφι. Εδώ… εδώ ακριβώς ήταν και έδειχνε με το δάχτυλό της το σημείο όπου το έβαλε. Μάλιστα το κόλλησα και με ζιλοτέιπ. Πού να είναι άραγε;

-Ποιο; Ρώτησε η γιαγιά αλλά δεν πήρε απάντηση, παρά μόνο…

-Μάλλον , στον  έλεγχο του τελωνίου θα το έβαλαν κάπου αλλού.

Με μεγάλη ταχύτητα άνοιξε όλα τα ράφια και όλα τα συρτάρια  που  έχασκαν αδειανά  και  τα κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια,  απορία, θλίψη και απόγνωση,  σα  να τα ικέτευε  να μη της κάνουν κακό.

«Ας μη στεναχωριέμαι, σκέφτηκε. Είναι πολύ νωρίς. Μπορεί να το  παραπέταξαν με τα άλλα κιβώτια».

Πολύ γρήγορα όλα τα πράγματα ανέβηκαν στο διαμέρισμα, μιας και μαζί με τους τέσσερις νεαρούς που πληρώθηκαν για τη μεταφορά, έτρεξε  όλη η γειτονιά να βοηθήσει. Και η Ολυμπία γύριζε ανάμεσα στις συσκευές σαν χαμένη   ψάχνοντας απεγνωσμένα αυτό το «κάτι» που η Ελεονόρα και η γιαγιά της δεν μπορούσαν να κατανοήσουν. Μάλιστα η γιαγιά αναρωτιόταν σαν τι να είναι αυτό, το πιο σπουδαίο  και το πιο τρανό από τη συνάντησή τους, μετά από τόσα χρόνια ξενιτιάς και χωρισμού  των δύο μανάδων από τις κόρες τους, που κάνει τη θυγατέρα της να κλαίει και όχι να αστράφτει  από χαρά και ευτυχία.

Ξέφευγε όμως  βλέποντας τη μάνα της και την Ελεονόρα να ανοίγουν τα κιβώτια και να χαίρονται με κραυγές και γέλια  διαρκώς  εκπλησσόμενες από όλα αυτά τα καινούργια και άγνωστα  που αντίκριζαν τα ορθάνοιχτα μάτια τους.

-Τι είναι αυτό κόρη μου;

-Αυτό είναι ηλεκτρική κουζίνα μάνα και φούρνος μαζί. Εδώ  θα μαγειρεύουμε, θα ψήνουμε τις πίτες τα φαγητά αλλά και τα γλυκά.

-Δηλαδή, δεν θα πηγαίνουμε τον ταβά στο φούρνο; Και την πετρογκάζ  τι θα την κάνουμε; Θα την πετάξουμε;

-Όχι μάνα θα τη βάλουμε στο δώμα. Εκεί θα τηγανίζουμε τα ψάρια για να μη μυρίζει το σπίτι.

-Χριστός και Παναγία, έλεγε η γιαγιά και σταυροκοπιόταν διαρκώς. Μεγάλες ευκολίες παιδί μου! Μεγάλες ευκολίες! Δόξα συ ο Θεός!

Όταν μάλιστα είδε το πλυντήριο να πλένει τα ασπρόρουχα και στη συνέχεια να βγάζει τα νερά και να τα στύβει τόσο γρήγορα και με θόρυβο, έτρεξε φοβισμένη στην κουζίνα και έβαλε τις φωνές.

-Ολυμπία τρέχα, εξαφανίστηκαν  τα ρούχα μαρ’ μάνα μου!

Έτρεχε κι η Ολυμπία τάχα με αγωνία και όταν έβγαζε τα κάτασπρα  ρούχα από το πλυντήριο παρουσία της γιαγιάς , αυτή για άλλη μια φορά  έκανε έναν τεράστιο σταυρό λέγοντας:

-Να αγιάσει αυτός που τo σκέφτηκε και το  έβγαλε. Μεγάλο μυαλό!  Για κοίταξε τα χεράκια μου!   Όλα τα δάχτυλα στράβωσαν  από τα ζεστά και τα κρύα νερά. Με τόσες πλύσεις, τι να σου κάνουν τα έρμα! Ο Θεός να τον έχει γερό αυτόν τον καλό άνθρωπο. Ν’  αγιάσουν τα πεθαμένα του!  Μα να πλένονται τόσο καλά  χωρίς να τα αγγίζει χέρι γυναίκας!  Κύριε ελέησον!

Τα ίδια έλεγε και όταν έβλεπε τα πιάτα να βγαίνουν πεντακάθαρα από το πλυντήριο πιάτων. Δεν το πίστευε. Μάλιστα την πρώτη φορά που είδε την Ολυμπία να τα βγάζει ζεστά και αχνιστά, άρπαξε από το χέρι της ένα και έτρεξε στο παράθυρο για να  δει  καλά στο φως αν πλύθηκε σωστά κι όταν σιγουρεύτηκε γι αυτό, σταυροκοπήθηκε γι ακόμη μία φορά. Το επόμενο στάδιο ήταν αυτό του αναπάντητου προβληματισμού της.

-Όλα καλά και άγια θυγατέρα μου, εμείς οι γυναίκες τι θα κάνουμε τώρα;  Όλη μέρα με σταυρωμένα τα χέρια θα καθόμαστε ; Η κουζίνα μαγειρεύει από μόνη της, τα πλυντήρια πλένουν κι αυτά από μόνα τους. Αμ’ η σκούπα που σκουπίζει μόνη της, χωρίς να κοψομεσιαζόμαστε; Θα βαρεθούμε να καθόμαστε σε λέω. Κάτι πρέπει να κάνουμε Ολυμπία μου!

-Μη στεναχωριέσαι μάνα, τώρα ήρθε η ώρα να ξεκουραστείς. Αρκετά δεν κουράστηκες στη ζωή σου; Τώρα θα κάθεσαι και  θα πλέκεις μόνο τα προικιά της Ελεονόρας μας!

-Έχω πλέξει αρκετά.  Όλους τους χειμώνες τι να έκανα; Να καθόμουνα; Έπλεκα! Τι νόμισες; Έτσι θα την άφηνα;  Τώρα όμως θα πλέξω ακόμα περισσότερα έλεγε και άστραφταν  τα  μάτια της  από χαρά. Είδα μια ωραία ταντέλα στη Σόνα…  Τι να σε πω. Αυτήν θα κάνω. Καινούργιο σκέδιο! Την έφερε η κουνιάδα της από την κάτω Ελλάδα.

Το αποκορύφωμα της τεχνολογικής παραζάλης της γιαγιάς ήταν την ώρα που καθόταν στην άνετη  πολυθρόνα στο σαλόνι  για να δει ειδήσεις στην  τηλεόραση.

-Ελεονόρα, ρωτούσε την εγγονή της με απορία και συστολή μαζί. Αυτός καλέ πουλί μου γιατί με κοιτάει έτσι μέσα στα μάτια; Σαν δε ντρέπεται λιγάκι! Άκου μέσ’ στα μάτια! Εμένα βρε; Γριά γυναίκα;

Άλλαζε θέση, πήγαινε ακριβώς  στην απέναντι πλευρά  για να μη τη βλέπει κατάματα ο δημοσιογράφος και διαπίστωνε πως την παρακολουθούσε με τα μάτια, όπου κι αν κρυβόταν. Το χειρότερο που της συνέβαινε ήταν που την ακολουθούσε και έξω από το σπίτι!  Όταν πήγαινε στη φίλη της την κυρα- Σόνα για καφέ.  Μόνο όταν άκουσε ότι το ίδιο κακό βρήκε και την κυρα –Σόνα τότε ησύχασε κάπως, παρ’  όλο που η κόρη και η εγγονή της,  της εξηγούσαν διαρκώς πως  αυτός ο κύριος  βρίσκεται μακριά, πως δεν πρέπει να φοβάται τίποτε και ότι βλέπει μέσα σε κάμερα κι ότι αυτή νομίζει πως τη βλέπει στα μάτια, ενώ στην πραγματικότητα δεν τη βλέπει. Η ίδια μόνιμα έλεγε, χωρίς βέβαια να ξεκολλάει από την τηλεόραση.

-Θα μας κάψει  ο Θεός Ολυμπία μου. Τι πράγματα είναι αυτά; Να έχουμε άνθρωπο να μας παρακολουθεί μέσα στο ίδιο μας το σπίτι! Ούτε να κλάσουμε δε μπορούμε!  Μη και χειρότερα! Καλά! Εγώ ζορίζομαι κι εσείς μάνα και κόρη, χασκογελάτε και με κοροϊδεύετε! Ντροπή σας!

Γελούσε η Ελεονόρα με την καρδιά της και την καμάρωνε η Ολυμπία με θλιμμένα μάτια. Και η γιαγιά χωρίς να τις πολυπιστεύει  σταυροκοπιόταν διαρκώς επικαλούμενη  όλους τους Αγίους που ήξερε. Δέκα χρόνια οι δυο τους μόνες,  τόσες Παναγίες, Θεούς, Χριστούς και αγίους μαζεμένους δεν είχε ξανακούσει η Ελεονόρα.

Δεν την εντυπωσίαζαν οι μεγάλες συσκευές, όπως τη γιαγιά της αλλά οι μικρές. Το πικ-απ  προπαντός , η καφετιέρα, η τοστιέρα, η φρυγανιέρα, ο αποχυμωτής και το μίξερ.

Σκέφτηκε λοιπόν να καλέσει ένα απόγευμα  τις φίλες της να ακούσουν μουσική, να κάνουν  όλες μαζί γλυκό, να πιούν βραστό Γερμανικό καφέ και να ακούσουν στα Γερμανικά τη Ντιλάιλα με τον Πέτερ Αλεξάντερ Γερμανό τραγουδιστή, τον μοναδικό δίσκο που έφερε η μάνα της.  Ήθελε να μοιραστεί τη χαρά της με τις φίλες της και συγχρόνως να κάνει επίδειξη των μικροσυσκευών που την εντυπωσίαζαν. Τη στιγμή που η σκέψη πέρασε από το μυαλό της,  ήθελε να φωνάξει τη μάνα της για να πάρει την άδειά της αλλά και με χαρά να της την ανακοινώσει.

Για άλλη μια φορά ένοιωσε να μη μπορεί να αρθρώσει την άγια λέξη. Πήγε δίπλα της και   της μίλησε.

Φόρεσε το καινούργιο ρολόι με το κόκκινο λουράκι, έπιασε τα μαλλιά της  με το κόκκινο κοκαλάκι  με τις μαργαρίτες , όλα Γερμανικά, και με το που κατέφθασαν οι φίλες της, ξεκίνησε την ξενάγηση.  Έκοψε λεπτές φέτες ψωμιού, τις έβαλε στη φρυγανιέρα, πάτησε το κουμπάκι και αυτές στο λεπτό πετάχτηκαν επάνω ροδοκόκκινες . Άρπαξε περιχαρής το βούτυρο, τις άλειψε, τοποθέτησε επάνω τους μια φέτα κασέρι και τις πρόσφερε. Παράλληλα έκοψε φρούτα, τα έριξε στον κάδο  του αποχυμωτή,  πάτησε το  κουμπάκι και… « νάτος ο χυμός σας κορίτσια»! Η  μάνα και η γιαγιά την καμάρωναν και χαίρονταν με τη χαρά της.

Κάποια στιγμή που μπήκε η μητέρα της στην κουζίνα για να ρωτήσει αν ήθελαν κάτι,  βρήκε ευκαιρία η Ελεονόρα και..

-Πως κάνουν κέϊκ; Τη ρώτησε.

Έφερε η Ολυμπία το χιλιοχρησιμοποιημένο, λαδωμένο μπλε σπιράλ  τετράδιο και το ξεφύλλισε.

– Κέζε τορτ..όχι, έλεγε, ρολάτεν….όχι,  καρτόφεν  πούφεν….όχι, τάρτα με φρούτα… όχι.   Α.α.α. εδώ είμαστε: Κέικ βανίλιας με τέσσερα αυγά.

Έδωσε στην Ελεονόρα το ανοιχτό τετράδιο στη σελίδα που έπρεπε και αυτή διάβαζε τη συνταγή,  γραμμένη από τα χέρια της μάνας της.

Εκτέλεσις:

Χτιπάμε τα ασπράδια μόνα  τους να γίνουν μαρένκα σφυχτί. Ρήχνουμε τη ζάχαρι και μετά τους κρόκους…. Ψίνουμε σε πρωθερμαζμένο  φούρνο στους 180 βαθμούς.

-Κοίταξέ το, έλεγε με καμάρι στη μάνα της, καλό δεν έγινε;

-Μπράβο κορίτσι μου, μπράβο. Εσύ έχεις ταλέντο  μάλλον θα γίνεις ζαχαροπλάστρια , εισέπραττε απ’ αυτήν με απέραντη αγάπη.

«Αυτήν», τη «μάνα» της , που δεν μπορούσε.  Αδυνατούσε να  φωνάξει, τον άγιο ρόλο που η φύση της χάρισε.

Δέκα χρόνια το στόμα της δεν έκλεινε φωνάζοντας, βαπτίζοντας με χιλιάδες ονόματα τη γιαγιά της, ανάλογα την περίσταση: Γιαγιά, γιαγιουλίτσα, γιαγιουλάκι και κουκλάκι, γιάγια, τέτε, μάνα, γιαγιακοπουλόπον, γιαγιακοκαρδόπον, ομορφούλα μου,  και  αμέτρητα άλλα της στιγμής. Όλα για τη γιαγιά, και όλα από τη γιαγιά. Τη φώναζε όταν χρειαζόταν αλλά κι όταν  δε  χρειαζόταν. Μόνο γιαγιά! Γιαγιά!

Τώρα, μαμά… πώς;  Μαμά… γιατί;  Μήπως, μάνα; Το θεωρούσε  μεγαλίστικο . Χώρια  που μάνα φώναζε τη γιαγιά της. Άρα θα τη φώναζε «μαμά». Αλλά πότε θα μπορούσε να το κάνει;

Αυτή η σκέψη  απασχολούσε και έπνιγε την Ελεονόρα όσο περνούσε ο καιρός.

Όταν ήθελε τη γιαγιά της, τη φώναζε από μακριά. Όταν χρειαζόταν τη μαμά της, πήγαινε δίπλα και της έλεγε αυτό που ήθελε.

Όλα αυτά η γιαγιά τα είχε αντιληφθεί πολύ γρήγορα  και με  τη σοφία των χρόνων που βάραιναν τους ώμους και το μυαλό της την οδηγούσαν στην εξαιρετικά  άριστη αντιμετώπισή τους χρησιμοποιώντας  τους καταλληλότερους χειρισμούς.

-Γιαγιά, μου δίνεις δύο δραχμές;

-Ο ,τι θέλεις θα το ζητάς τώρα  από τη μαμά σου , όχι από εμένα.  Ήρθε από τη Γερμανία «για πάντα». Τρέξε κοντά της.

Η Ελεονόρα προτιμούσε να μην έχει χαρτζιλίκι παρά να ζητήσει χρήματα από τη μητέρα της. Ντρεπόταν.

Όταν όμως μια φορά μετά λίγους μήνες αφ’ ότου είχαν έρθει οι γονείς της από τη Γερμανία,  αποφάσισε να πάει κινηματογράφο για να δει την πριγκίπισσα Σίσυ  και ξαναέτρεξε στη γιαγιά της  ….

-Γιαγιούλα, μου δίνεις δέκα δραχμούλες; Θέλω να πάω σινεμά με τη φίλη μου για να δούμε την πριγκίπισσα Σίσυ. Είναι πολύ ωραίο έργο, είπε, και :

-Βρε πουλάκι μου, γιατί  δε μ’ ακούς; Από  μένα  τώρα δεν  θα γυρεύεις τι-πο-τα! Κατάλαβες; Η μάνα σου είναι εδώ ! Φώναξέ την!  Τώρα αμέσως!

Για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η Ολυμπία έκρυβε τη θλίψη της κάτω από τα διαρκή γέλια που έκανε με την κόρη της, αλλά η μάνα της τη διέκρινε  ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Παρατηρούσε πως πολύ συχνά τα μάτια της κόρης της ήταν σχεδόν μόνιμα  κατακόκκινα και πρησμένα. Όπως διαπίστωνε και ήταν σίγουρη πως και η εγγονή της η  Ελεονόρα, δεν ήταν  καλύτερα απ’ τη  μάνα της. Μια σκιά διέκρινε στα μάτια της,  κάθε φορά που ήθελε να απευθυνθεί  στη μάνα της.  Την κοίταζε στα μάτια και της μίλαγε κουμπωμένα και χαμηλόφωνα. Η φωνή της δεν έβγαινε αβίαστα  και η λέξη «μάνα» κολλούσε και δεν ξέφευγε από τον ουρανίσκο της. Πνίγηκε στα τόσα χρόνια της απουσίας της.

Να τη φωνάξει τώρα; Πως; Μαμά; Πως; Τώρα;  Μαμά; Δεν μπορούσε. Όμως έπρεπε. Ήθελε τόσο πολύ να πάει κινηματογράφο. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Έτρεξε και χώθηκε στο δωμάτιό της. Στάθηκε όρθια μπροστά στον καθρέπτη και ανοιγόκλεισε το στόμα της.

-Μαμά, ψιθύρισε τόσο σιγά, που ούτε και η ίδια το άκουσε.

– Μαμ.., ξαναείπε και γέμισαν  τα μάτια της δάκρυα. Τα  σκούπισε,  έβαλε περισσότερο οξυγόνο στα πνευμόνια της και πήγε βιαστικά στην κουζίνα. Στάθηκε δειλά στην πόρτα και…

-Μήπως έχεις να μου δώσεις δέκα δραχμές; Ρώτησε με συστολή. Και η Ολυμπία που ήδη είχε ακούσει αυτά που ειπώθηκαν μεταξύ της μάνας  και της κόρης της…

-Βεβαίως κούκλα μου της είπε, αγκαλιάζοντάς την.

Μπήκε στο μπάνιο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και άκουγε το ξέσπασμα  της μάνας της και τις πετσοκομμένες λέξεις που με δυσκολία έβγαιναν από το φραγμένο λαιμό της.

-Μάνα, μάνα μου έλεγε με λυγμούς. Δεν με πλησιάζει . Μάνα, πάντα μου φέρεται με ευγένεια και προσοχή αλλά χωρίς αγάπη, σαν να είμαι μια τυχαία ξένη. Μάνα, τη λέξη «μάνα» δεν την άκουσα ακόμα  από το στόμα της.

-Κάνε υπομονή κόρη μου και μην τυραγνιέσαι άδικα. Ακόμα δεν είναι έτοιμη. Νομίζεις πως είναι εύκολο και γι’ αυτήν; Από τότε που γεννήθηκε αυτή τη λέξη δεν την είπε! Είμαι σίγουρη ότι και αυτή υποφέρει. Κάνε υπομονή πουλάκι μου και όλα θα διορθωθούν . Όλα θα γίνουν, θα γίνει κι αυτό. Έλα, μην κλαις. Σταμάτα γιαβρί μου. Έλα!

– Μα μου το’ χει γράψει τόσες φορές. Σ’ όλα,  μα σ’ όλα τα γράμματά της μανούλα και μαμά μου διάβαζα και ζεσταινόταν η καρδιά μου. Και τώρα, τίποτα. Μάνα μου, δεν έχω τίποτα. Τίποτα πια. Ούτε τη φωνή της να με φωνάζει αλλά ούτε και τα γράμματά της. Χάθηκαν σ’ εκείνο το χαρτοκιβώτιο που έψαχνα στη ντουλάπα του σαλονιού. Θυμάσαι; Την ημέρα που τα ξεφορτώναμε απ’ το φορτηγό;  Μάνα μου, αυτά μου έδιναν παρηγοριά και δύναμη όλα αυτά τα χρόνια. Μέσα από τα γράμματα, τα λόγια και τις φωτογραφίες την έβλεπα να μεγαλώνει και από νήπιο να γίνεται γυναίκα. Μέσα απ’ αυτά άκουγα τη φωνούλα της να με φωνάζει όταν έκλαιγε και όταν χαιρόταν. Την άκουγα μάνα να με φωνάζει «μανούλα μου». Και τώρα τι; Τη βλέπω, τη χαίρομαι , αλλά δεν την ακούω. Μήπως δε  με θέλει; Μήπως δε χάρηκε που ήρθα; Πάει  και το χαρτοκιβώτιο…. τί θα κάνω μάνα;  Κι απ’ όλα τα πράγματα ο Χριστιανός αυτό πήγε να κλέψει; Τι αξία είχαν γι’ αυτόν τα γράμματα και οι φωτογραφίες ενός παιδιού; Τι να έγιναν; Πού να βρίσκονται τώρα;  Τουλάχιστον αν τα είχα…

Η Ολυμπία έκλαιγε με αναφιλητά και η καρδιά της μάνας της έλιωνε.

-Ώστε αυτό σε βάραινε και σκοτείνιαζε το πρόσωπό σου κορίτσι μου. Γι αυτό έψαχνες το χαρτοκιβώτιο αλαφιασμένη . Γι αυτό τα μάτια σου δε γελάνε. Αλλά αυτά που λες Ολυμπία μου είναι και παράλογα με φαίνετε! Τρελάθηκες; Όταν δεν ήσαν εδώ όλο « η μαμά μου» κι « η μαμά μου» ήτανε. Προσπάθησε να καταλάβεις κι εσύ το παιδί! Πόσα χρόνια έχει να φωνάξει μάνα; Άκουσέ με και μη στεναχωριέσαι και κλαίς άδικα. Θα έρθει η ώρα που όλα θα φιάξουν . Και τότε είμαι χίλιες φορές σίγουρη και βάζω το χέρι μου στη φωτιά και στο Ευαγγέλιο, πως θα μπεζερίσεις ν’  ακούς αυτή τη λέξη. Πίστεψέ με, κάτι παραπάνω ξέρω από σένα. Εδώ είμαστε και θα το δεις! Αλλά απορώ κόρη μου, τόσο καιρό γιατί το κράτησες μέσα σου και υπόφερες; Τόσες φορές και από μικρή στο ’λεγα. «Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά, μοιρασμένη λύπη μισή λύπη». Το ξέχασες εκεί στη Γερμανία με φαίνετε, είπε χαμογελώντας  με  σιγουριά και είδε την κόρη της να ανασαίνει με ανακούφιση.

-Μακάρι μάνα είπε η Ολυμπία και έτρεξε να την αγκαλιάσει.

Πάγωσε η Ελεονόρα στο μπάνιο ακούγοντάς τες, και ένοιωθε να σηκώνει το ίδιο και ίσως μεγαλύτερο βάρος από τη μάνα της. Μόνο που δεν ήξερε για το χαμένο χαρτοκιβώτιο που τη μετέφερε χρόνια πίσω. Τότε, που μικρό παιδί με δυσκολία προσπαθούσε να  οργανώσει τα νηπιακά της αισθήματα  και να τα αποδώσει όσο μπορούσε στο χαρτί, για να τα γνωστοποιήσει στη μάνα της που τόσο πολύ της έλειπε.

«Αγαπημένοι μου μαμά και μπαμπά.

Είμαι στο χωριό με τη γιαγιά και τον εξάδελφό  μου τον Ιάκωβο. Είμαστε όλοι καλά.  Εσείς τι κάνετε; Έχει παιδάκια εκεί που είσαστε; Έχετε κήπο, σκυλιά και κότες; Έχετε κερασιά και αμπέλι; Να σας γράψω ότι έχουμε δύο μικρά άσπρα αρνάκια και τρία χρωματιστά γατάκια. Όλα είναι πολύ όμορφα και μαλακά. Η γιαγιά,  μας  μαγειρεύει ωραία φαγητά. Εγώ μαλώνω πολλές φορές με τον Ιάκωβο, αλλά όταν με πειράζει κάποιος στο σχολείο, τρέχει αυτός γρήγορα για να με σώσει. Και πάντα με σώζει γιατί είναι πολύ γερός και δυνατός. Και αφού με σώζει, άρα μ’ αγαπάει. Μαμά μου, παίρνω καλούς βαθμούς. Πιο καλούς από τον Ιάκωβο. Η δασκάλα λέει πως είναι έξυπνος αλλά τεμπέλης. Για μένα λέει ότι είμαι πολύ επιμελής. Δηλαδή μελετηρή. Δηλαδή διαβάζω πολύ. Η γιαγιά χαίρεται πάρα πολύ  και μου παίρνει δώρο σοκολάτα. Εγώ δίνω κρυφά στον Ιάκωβο και του λέω να διαβάζει πιο πολύ για να έχει και αυτός τη δική του σοκολάτα. Αυτά τα νέα μας.

Στο άλλο γράμμα μαμά μου θα σας στείλω τα λουλουδάκια που στεγνώνω στο βιβλίο της αριθμητικής  και τις φωτογραφίες που βγήκα με τον ξάδερφό μου μπροστά στο σιντριβάνι της πλατείας. Η γιαγιά με χτένισε καλά και μου είπε να φορέσω το παλτό που μου έστειλες για να δεις πόσο  μου πάει. Εγώ το φόρεσα και πήρα αγκαλιά και την κούκλα που μου έστειλες στο δέμα. Η κούκλα  είναι η πιο όμορφη που είδα στη ζωή μου. Το παλτό όμως, μου πλέει και μου είναι μακρύ. Η γιαγιά λέει , ακόμα καλύτερα γιατί  θα το φορέσω και του χρόνου. Αλλά εσύ θα το δεις πιο καλά στις φωτογραφίες. Όμως δεν μας τις έφερε ακόμα ο φωτογράφος. Όταν τις φέρει θα σας τις στείλω αμέσως! Αυτά είναι τα νέα μας. Τώρα σας χαιρετούμε όλοι και σας αγαπάμε πολύ.  Και σας φιλούμε πολύ γλυκά, λέει η γιαγιά να σας γράψω κι εγώ σας το γράφω.

Γεια σας και περιμένω γρήγορα γράμμα σας».

Μόλις άκουγε τη σφυρίχτρα του ταχυδρόμου έτρεχε σαν βολίδα για να πάρει ή να στείλει γράμμα. Τόσα χρόνια… τόσα γράμματα τόσα συναισθήματα, τόσες σκέψεις, τόσες χαρές και πόνοι  και τώρα η μάνα της να μην έχει ούτε ένα. Ποιος ξέρει , αναλογίστηκε πόσες και πόσες ώρες πέρασε  παρέα με τα γράμματά της, που τώρα να μην  υπάρχει ούτε ένα απ’ αυτά! Ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, άνοιξε το στόμα της και προσπάθησε για άλλη μια φορά να αρθρώσει τη λέξη «μαμά».  Πνίγηκε η φωνή μέσα στο αναφιλητό της. Έριξε αρκετό κρύο νερό στο πρόσωπό της, φόρεσε τη μπλε φαρδιά ελαστική κορδέλα τραβώντας όλα τα μαλλιά πίσω και έφυγε σαν κλέφτρα, λέγοντας ένα χαμηλόφωνο «γεια»,  που μόνο αυτή άκουσε. Έτρεξε να συναντήσει τη φίλη της γιατί είχε αργήσει.

Ούτε καν έδωσε σημασία στο « Πώς είσαι έτσι, καλέ  τι μούτρα είναι αυτά, έκλαιγες;»

Χώθηκε στο βαθύ κάθισμα της κινηματογραφικής αίθουσας και έβλεπε το φωτεινό και καθαρό πρόσωπο της πριγκίπισσας  Σίσυς να της χαμογελά. Σιγά σιγά ξεχάστηκε, μαλάκωσε και όταν στο διάλειμμα άκουγε δυνατά από τα μεγάφωνα  διαφημίσεις, την ώρα που η φίλη της πήγε ν’ αγοράσει πασατέμπο,  άρχισε να φωνάζει τη λέξη «μαμά» δυνατά, γυρνώντας πίσω για να παρατηρήσει  αν την ακούει κάποιος. Αφού σιγουρεύτηκε για  καλά ότι δεν της έδινε κανένας σημασία, συνέχισε να φωνάζει δυνατά, ξανά και ξανά. Μαμά!.. Μαμάάά!

Έφυγε ικανοποιημένη και  ανακουφισμένη, τόσο για την έκβαση του έργου αλλά κυρίως για την ψυχική της απελευθέρωση, το ξαλάφρωμα του μυαλού της. Τρέχοντας, έφτασε πολύ σύντομα στο σπίτι.

Μ’ ένα ουφ χτύπησε το κουδούνι, παρ’ όλο που τα κλειδιά βρίσκονταν στην τσέπη της.

-Ναι, ποιος είναι; Άκουσε τη γλυκιά  φωνή της μάνας της.

-Εγώ είμαι μαμά μου, εγώ η Ελεονόρα είπε, ακούγοντας  τον αντίλαλο της φωνής της να διαπερνά τα αυτιά, τον εγκέφαλο  και να φτάνει κατευθείαν στην καρδιά της.

-Κοριτσάκι μου, Νοράκι μου, ακούστηκε  πνιγμένο το θυροτηλέφωνο.

Ανεβαίνοντας  δυο-δυο τα σκαλιά βρέθηκε  μπρος στην ανοιχτή εξώπορτα και στην ορθάνοιχτη αγκαλιά της μάνας της. Άνοιξε τα χέρια και έχωσε τη μυτούλα της,  στο λαιμό της μάνας της…

 

Back to top button