Η πολύφερνη νύφη του ελληνικού δημοσίου
Η μονιμότητα, μετά από κάποιες περιπέτειες, διάγει αισίως τον δεύτερο αιώνα ζωής της. Έχει ωστόσο τη δική της προϊστορία, καθώς για πρώτη φορά το πτυχίο, ως τυπικό προσόν πρόσληψης διοικητικών υπαλλήλων1 μετά από διαγωνισμό, καθορίστηκε το 1884, επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1895, ο Τρικούπης, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, καθιέρωσε τη μονιμότητα στη δημοτική εκπαίδευση.
Το 1905, η κυβέρνηση Δ. Ράλλη θεσπίζει τη μονιμότητα των λειτουργών της μέσης εκπαίδευσης. Αργότερα, η μονιμότητα επεκτάθηκε και σε άλλους κλάδους της διοίκησης, με πολλές επιφυλάξεις από τους πολιτικούς της εποχής, καθώς βλάπτονταν τα στενά κομματικά τους οφέλη. Έτσι, η κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, το 1909 αίρει τη μονιμότητα και θεσπίζει τη δυνατότητα απόλυσης μετά από αξιολόγηση.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όμως, θεωρούσε ότι, με τους δημοσίους υπαλλήλους σε αβεβαιότητα και εξάρτηση από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, δεν νοείται κράτος με «εύρυθμον διοίκησιν». Συναρτούσε έτσι την τελευταία με τη μονιμότητα, την οποία έκρινε επωφελή, όχι για τους υπαλλήλους αλλά για το λαό. Για το λόγο αυτό, το 1910 προτείνει την αναθεώρηση των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος του 18642.
Η πρόταση γίνεται δεκτή από το βασιλιά Γεώργιο Α΄, τα περισσότερα κόμματα και το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μετά από απαίτηση του οποίου, η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη παραιτείται και τη διαδέχεται η κυβέρνηση της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής του Στέφανου Δραγούμη (πατέρα του Ίωνα). Μετά και τη δική του παραίτηση, τον Οκτώβριο του 1910, προέκυψε η Β’ Διπλή -αναθεωρητική και συντακτική- βουλή, συντριπτικής βενιζελικής πλειοψηφίας (λόγω αποχής των παλαιών κομμάτων, που θεώρησαν πραξικοπηματική τη διάλυση της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής από το Βασιλιά).
Κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 1911, της Β’ Αναθεωρητικής Βουλής, ο Βενιζέλος ανέφερε: «Εάν οι υπάλληλοι δεν είναι μόνιμοι, εάν δεν γνωρίζωσι ότι δεν φοβούνται άνωθεν αυτήν την επέμβασιν των κομμάτων ή άλλων εν γένει συμφερόντων τα οποία δύνανται να θέσουν εν κινδύνω αυτόν τον άρτον της οικογενείας των, δεν θα είναι εις το ύψος των περιστάσεων… H μονιμότης των θ’ ασφαλίσει την αφατρίαστον διοίκησιν»3.
Ταυτόχρονα διατυπώθηκε, μεταξύ άλλων και από τον Α. Παπαναστασίου, ο φόβος «μήπως δια της μονιμοποιήσεως των ανωτέρων υπαλλήλων ..γεννηθεί η εκ της ασυδοσίας αφοβία, η οποία προκαλεί σεβασμόν, όχι προς τους Νόμους και την πολιτείαν, αλλά και προς το ατομικόν, συγγενικόν και φιλικόν συμφέρον4»
Η Βουλή τελικά ενέκρινε την τροποποίηση του άρθρου 102 του Συντάγματος, με το οποίο εισάγεται ο θεσμός της ενισχυμένης συνταγματικής μονιμότητας των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων, («εφόσον υφίστανται αι σχετικαί υπηρεσίαι» -όχι απαραίτητα και οι θέσεις, όρος που ίσχυσε από το 1927). Ορίστηκαν επίσης οι εξαιρέσεις και οι προϋποθέσεις για μετάθεση και απόλυση (με ειδική απόφαση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου), καθώς και η δυνατότητα προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ταυτόχρονα, ψηφίστηκε το ασυμβίβαστο δημοσιοϋπαλληλικής -και βουλευτικής- ιδιότητας, με αυτή του στρατιωτικού. Ελάχιστες μεταβολές επήλθαν στα συντάγματα του 1927, του 1952 και του 1975.
Βέβαια, οι «Παυσανίες» (παυμένοι υπάλληλοι) που με «κλαυθμούς» (θρήνους) διαμαρτύρονταν έξω από το Υπουργείο Εσωτερικών, στην ομώνυμη πλατεία5, εξακολούθησαν να υπάρχουν, καθώς η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας δεν απέβη ικανή να αποτρέψει πολιτικές διώξεις και «απελάσεις» κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, μεταξύ αντιβενιζελικών και Φιλελευθέρων.
Η Πλατεία Κλαυθμώνος, σήμερα Εθνικής Συμφιλίωσης και το ομώνυμο, οκτώ μέτρων μνημείο (1987), έργο του Γλύπτη από τη Μεσοποταμία Καστοριάς, Βασίλη Δωρόπουλου
Η εφημερίδα “Καστορία” (5 Μαΐου 1923)6, παραθέτει την περίπτωση απόλυσης -επί πρωθυπουργού Στ. Γονατά- του φιλολόγου καθηγητή Δ. Τριανταφυλλίδη, ο οποίος, τρία χρόνια πριν (15 Μαΐου 1920), «..αφίκετο και ανέλαβε τα καθήκοντά του εν τω Γυμνασίω της πόλεώς μας, εις αντικατάστασιν του εις Σιάτσισταν μετατεθέντος καθηγητού κ. Παντελή Τσαμίση» .
Αλλά και ο ίδιος ο Βενιζέλος, μερικά χρόνια αργότερα, εξήγγειλε, στα πλαίσια του προεκλογικού του προγράμματος για την τετραετία 1928-`32, μείωση των κρατικών δαπανών, «κυρίως διά της ελαττώσεως της πληθώρας των δημοσίων υπαλλήλων»7. Απολύσεις για δημοσιονομικούς λόγους, πραγματοποιήθηκαν και το 1953, ενώ πολιτικές διώξεις σημειώθηκαν και στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, μεταπολεμικά και κατά την επταετία 1967-`74.
Κατά κανόνα, ωστόσο, οι κυβερνήσεις, κατά τις τελευταίες ιδιαίτερα δεκαετίες, επιδόθηκαν σε πολιτική πλειοδοσίας παροχών και προνομίων, ενώ ταυτόχρονα, έθεσαν σε κατάσταση πολιτικής και εκλογικής ομηρίας, στρατιές συμβασιούχων, “εκτάκτων” και εποχικών υπαλλήλων. H ελπίδα για μια θέση στον ήλιο του ελληνικού δημοσίου, εξέθρεψε νέες σχέσεις εξάρτησης με το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο και το πελατειακό κράτος, καθώς ο φόβος της απόλυσης παραχώρησε τη θέση του στο όνειρο του διορισμού.
Η κρίση των τελευταίων χρόνων, ήρθε να ανακόψει -προσωρινά- το όνειρο αυτό, όσο τουλάχιστο, η ίδια και οι επιπτώσεις της διαρκούν και εφόσον το δημόσιο θα εξακολουθεί να θεωρείται δελεαστικότερη επιλογή, σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα. Σχετικά πάντως με αυτό, ο Βενιζέλος σημείωνε: «Η μονιμότης θα ενισχύση και τας παραγωγικάς δυνάμεις της χώρας διότι αι χιλιάδες των εν εφεδρεία και εθνοφρουρά θεσιθηρών, θα τραπώσιν εις ανεύρεσιν άλλων επαγγελμάτων όταν βεβαιωθώσιν ότι καλώς κατέχονται παρ’ άλλων»8
Το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα, δεν δείχνει να τον δικαιώνει, σε ικανοποιητικό, τουλάχιστο, βαθμό, καθώς η διόγκωση και γιγάντωση-κατά ορισμένους- του δημόσιου τομέα, λειτούργησε ανασχετικά για κάτι τέτοιο. Το δημόσιο, με τη συνακόλουθη μονιμότητά του, έκτοτε πολλοί επόθησαν και άλλοι τόσοι δαιμονοποίησαν, ενοχοποιώντας το, ως την πηγή των δεινών -της δυσλειτουργίας, αναποτελεσματικότητας, αναξιοπιστίας- και της εν γένει κακοδαιμονίας του ελληνικού κράτους. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια, του αποδόθηκε δυσανάλογα μεγάλο μέρος των αιτιών της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Σε αυτό συνηγόρησε και το ότι κατά καιρούς αντιμετωπίστηκε ως πεδίο γόνιμο, ευδοκίμησης φαινομένων νεποτισμού, ημετερισμού και αναξιοκρατίας.
Έτσι, στο παρελθόν, σε προεκλογικές κυρίως περιόδους, παρατεταμένες ή όχι, άτυπες ή επίσημες, εκτυλίχθηκε το σκηνικό μιας πολιτικής διελκυστίνδας, με “μήλον της έριδος” τους δημόσιους υπάλληλους. Το δημόσιο, επί μακρόν θεωρούνταν -και εν πολλοίς εξακολουθεί να θεωρείται- ως η πολύφερνη νύφη, στην οποία το πολιτικό σύστημα έκλεινε πονηρά το μάτι, μια δεξαμενή ψήφων, που αναμόχλευε προεκλογικά, καλλιεργώντας προσδοκίες παροχών, διορισμών και μονιμοποιήσεων· προσδοκίες, με τις οποίες φλέρταραν με τη σειρά τους και οι πολίτες, τείνοντας “ευήκοον ους ” στις σειρήνες τους.
1 Μαρία – Ελένη Παναγοπούλου, Η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητος των δημοσίων υπαλλήλων και η νομολογιακή επεξεργασία του θεσμού, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 26
2 Νίκος Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010, εκδόσεις Πόλις, 2011, σελ. 158
3 Κωνσταντίνος Χ. Δεσποτόπουλος, Ο θεσμός της μονιμότητος των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων, Αθήνα 1924, σ.27
4 Α. Αλεξιάδης. Το πρόβλημα της μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων, Διπλωματική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1994, www.ΕΚΔΔ, σελ. 20
5 «Κήπος του Κλαυθμώνος» αποκλήθηκε αρχικά από το συγγραφέα Δ. Καμπούρογλου σε χρονογράφημά του στην εφημερίδα “Εστία”, το 1878. Πρόκειται για την «Πλατεία Αισχύλου» που διαδοχικά μετονομάστηκε σε «Πλατεία Νομισματοκοπείου», «25ης Μαρτίου», «Δημοκρατίας» και -από το 1989- «Εθνικής Συμφιλίωσης». Εκεί υπήρχε το Υπουργείο Εσωτερικών και Οικονομικών.
6 Εφημερίδα “Καστορία”, Κυριακή 15 Μαΐου 1920 και 5 Μαΐου 1923, Δημοτική Βιβλιοθήκη Καστοριάς
7 Σοφία – Αναστασία Αλεξιάδου, Η ιστορική εξέλιξη του θεσμού της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, Διοικητική Ενημέρωση, Τεύχος 42, 2007, σελ. 9
8 Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Νομολογιακές προσεγγίσεις σχετικά με τη μονιμότητα και ουδετερότητα των δημοσίων υπαλλήλων, Κομοτηνή 2015