Άργος ΟρεστικόΚαστοριά

Ευρωεκλογές 2024: Σώθηκαν τα προσχήματα, χάθηκε η ουσία… (του Γρηγόρη Στεφάνου)


Το θηριώδες ποσοστό της αποχής στις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής αναζωπύρωσε την κουβέντα για την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και την ανυποληψία των πολιτικών κομμάτων. Είναι γεγονός πως, αν θεωρήσουμε τη συμμετοχή δείκτη νομιμοποίησης της πολιτικής συμπεριφοράς , από το 1981 και μετά η αποχή ,που δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, διευρύνεται με εντυπωσιακό ρυθμό , ώστε ο παραπάνω ισχυρισμός να φαίνεται πως ευσταθεί. Από το 18,5% του ΄81 ανέβηκε στο 29 % το 2009, στο 37% το 2015 , στο 41% στις ευρωεκλογές του 2019 για να αγγίξει το 47% στις εθνικές του 2023 και το 58,23% στις προχθεσινές ευρωεκλογές.
Ταυτόχρονα, η διεύρυνση της αποχής συνεπιφέρει την ραγδαία μείωση των ψήφων και την κατάρρευση του δικομματισμού που αποτελούσε σταθερό πολιτικό μοτίβο από το τέλος του 19ου αιώνα ακόμα. Έτσι, το κυβερνών κόμμα ασθμαίνοντας στην προχθεσινή εκλογή έφτασε να αθροίζει λίγο πάνω από 1.000.000 ψήφους, ενώ σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο η δύναμη των δύο κομμάτων ξεπερνούσε σταθερά τα 5.000.000.
Είναι σαφές, λοιπόν, πως μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος γυρίζει την πλάτη τόσο στα πολιτικά κόμματα όσο και στο πολιτικό σύστημα γενικότερα γεγονός που γεννά σε πολλούς την προσδοκία της αλλαγής.
Έχοντας αυτό κατά νου θα έλεγα πως το ενδιαφέρον πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο βασικές παραμέτρους:
Κατά πόσο αυτή η προφανής αποδοκιμασία λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τα πολιτικά κόμματα και τα πιέζει σε αλλαγή στρατηγικής;
και
Είναι πράγματι η αποχή αποτελεσματικός τρόπος αντίδρασης απέναντι στην πολιτική αμετροέπεια των πολιτικών σχηματισμών;
Θεωρώ πως η βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος και η απονομιμοποίησή του πολύ λίγο απασχολεί τα επιτελεία των πολιτικών κομμάτων και αυτό, εκτός των άλλων, για δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον, γιατί στην μετα-καραμανλική και μετα-παπανδρεϊκή περίοδο τα κόμματα έχουν πάψει να είναι προσωποπαγείς σχηματισμοί με προοπτική στόχευση που συνεκτικά υπηρετούν ένα σαφές ιδεολογικό πρόταγμα του ηγέτη- ιδρυτή και μεταβλήθηκαν σε φορείς ελεγχόμενους από πρόσκαιρα συγκροτημένους εξουσιαστικούς πόλους που γνωρίζουν εκ των προτέρων το βραχύ βίο τους.
Δεύτερον, γιατί η απουσία πραγματικά διαφορετικής πολιτικής σε συστημικό πλαίσιο αναγκάζει το πολιτικό προσωπικό να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται με όρους αριβισμού αντιλαμβανόμενο τον εαυτό του περισσότερο ως προϊόν περιορισμένης διάρκειας παρά ως παράγοντα με επεξεργασμένες θέσεις και κοινωνική γείωση.
Δεν νομίζω επομένως πως ,από τη στιγμή μάλιστα που έχουν τα εργαλεία ανάγνωσης και διαμόρφωσης των κοινωνικών τάσεων, διαβάζουν – αναγνωρίζουν την αποχή και την απώλεια των κομματικών ψήφων ως απονομιμοποιητικό γεγονός που είναι δυνατό να φρενάρει τις πολιτικές κάστες από τη διείσδυση στον εκάστοτε εξουσιαστικό μηχανισμό.
Όσον αφορά την αποχή που από πολλούς θεωρείται ως η απάντηση στη βαθύτατη κρίση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι σημαντικό να μελετηθεί η παράλληλη σχέση μεταξύ αυτής και της περιστολής των δημοκρατικών λειτουργιών. Τι κέρδισε η κοινωνία σε επίπεδο παρεμβατισμού από το 1981 που η αποχή ήταν στο 18,5% σε σχέση με τις εκλογές του 2024 που έφτασε το 58,23% ;
Και γιατί σε μια εποχή αυξημένης κρατικής εποπτείας παραμένει ανεφάρμοστο το άρθρο 51, παρ.5 του Συντάγματος της Ελλάδας και το άρθρο 6 του π.δ.26/2012 περί υποχρεωτικότητας της ψήφου; Ποιος ωφελείται απ αυτό;
Φτάσαμε στο σημείο το πρώτο κόμμα να κυβερνά με το 11% του εκλογικού σώματος (28,6% του 40% των πολιτών που πήγαν να ψηφίσουν) και αυτό να θεωρείται κανονικότητα. Που είναι άραγε η δύναμη της αποχής; Βλέπει κανείς να κλονίζεται η κυριαρχία των πολιτικών μειοψηφιών από το γεγονός της αποδοκιμασίας του 60% που δεν πήγε στην κάλπη;
Αντιθέτως. Η αποχή αποτέλεσε βούτυρο στο ψωμί όλων των παρηκμασμένων κομματικών σχηματισμών που μπόρεσαν έτσι να κρατήσουν τα προσχήματα και να μην αναμετρηθούν με μια άλλη πραγματικότητα που μπορούσε να δημιουργήσει η ενίσχυση πραγματικά αξιόλογων σχηματισμών.
Έτσι, το κυβερνών κόμμα μπορεί να επαίρεται για το γλίσχρο 11% / 28% μια που ο δεύτερος βρίσκεται 13 μονάδες πίσω. Η αξιωματική αντιπολίτευση να δηλώνει πως, παρά τις διασπάσεις, διατηρεί τα ποσοστά της, το τρίτο κόμμα να βλέπει έστω και ασθενική ανάταξη, ο πωλητής κεραλοιφών να φαντασιώνεται το Μαξίμου, ο ταριχευμένος σταλινισμός να παριστάνει τον δημεγέρτη και πάει λέγοντας…
Η αποχή εξασφάλισε πολιτικό χρόνο σε τελειωμένες πολιτικές, νεκρούς πολιτικούς σχηματισμούς και γκροτέσκες περσόνες. Η αποχή τους έδωσε τη δυνατότητα να περιορίσουν την πολιτική ατζέντα σε κοκορομαχίες για το πόθεν έσχες, και την τιμή της φέτας, αποθέωσε την πολιτική αερολογία από το tik tok και τα social και εξέλεξε τους πλέον ανίδεους και ακατάλληλους για τη διαχείριση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Ό,τι ζούμε εδώ και χρόνια είναι παράγωγο αυτή της απίστευτης πολιτικής αφασίας που έχει αναχθεί σε ιδεολογία του τίποτα…

Back to top button