Ο Γολιάθ, το μανεκέν, η αλανιάρα, ο Τοπ Γκαν κι ο Νίντζα, βρίσκονται στον ίδιο χώρο μαζί με δεκάδες ακόμη μηχανές, που στέκονται η μια δίπλα στην άλλη. Είναι η ιδιαίτερη συλλογή ενός Θεσσαλονικιού, που δεν μαζεύει αντίκες, πίνακες ή δίσκους βινυλίου, αλλά …μοτοσικλέτες, στις οποίες μάλιστα έχει δώσει και ονόματα. Βλέποντας κάποιος τον χώρο του, νομίζει ότι βρίσκεται σε έκθεση δικύκλων ή μια μεγάλη βιτρίνα αντιπροσωπείας μηχανών, καθώς κοντεύουν τις πενήντα. Κι όμως… Είναι όλες δικές του και έχει μάλιστα στόχο να τις εκατοστίσει – τουλάχιστον για αρχή!
«Όλα ξεκίνησαν το 2009, όταν πήρα την πρώτη μου ανακατασκευή (CBX 1000-78′). Τότε μου μπήκε …το μικρόβιο και ξεκίνησε αυτή η σχέση, η μεγάλη αδυναμία», λέει μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Αλέξανδρος Γκορίλας. Όπως εξηγεί, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο μεγάλωνε η επιθυμία να εμπλουτίσει τη συλλογή του, να έχει όλο και περισσότερες μηχανές, αφού ποτέ δεν του αρκούσε μια ακόμη, αλλά ήθελε κι άλλη ξανά και ξανά.
Έχοντας τρεις μοτοσικλέτες στην αρχή και εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο λόγω του γυμναστηρίου που διατηρεί, όλοι τον ρωτούσαν πώς προλαβαίνει να ασχολείται και να συντηρεί όλες αυτές τις μηχανές. «Φίλοι και γνωστοί με έβλεπαν να ψάχνω, να ρωτάω και να μαζεύω προσφορές και απορούσαν που δεν είχα σκοπό να τις μεταπουλήσω ή να αυξήσω την εμπορική τους αξία με επισκευές, αλλά τις μάζευα μόνο για να τις έχω για μένα. Έτσι μου έλεγαν: “άντε, αφού το αποφάσισες, να τις εκατοστίσεις”, οπότε η “κατοστάρα” είναι πλέον ο επόμενος στόχος και κάπως έτσι θα συνεχίσω το …ταξίδι», σημειώνει ο συλλέκτης μηχανών.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη αγορά, ο κ. Γκορίλας έχει μηχανές για όλα τα γούστα, από λιγότερα έως και πολλά κυβικά. Η κάθε μία έχει τη δική της ιστορία, μικρότερο η μεγαλύτερο βιογραφικό, λιγότερα ή περισσότερα χιλιόμετρα, τον δικό της …χαρακτήρα και το παρελθόν της. Έτσι, τις έχει «βαφτίσει» όλες, δίνοντάς τους ονόματα ανάλογα με τη συμπεριφορά, τις επιδόσεις ή τα γεγονότα που τις έφεραν κοντά του.
Οι θυσίες για τη συλλογή αυτή, όπως λέει, μόνο λίγες δεν είναι, κάτι που μεταφράζεται σε ατέλειωτες ώρες δουλειάς, πολύ ψάξιμο για να βρει τα συγκεκριμένα μοντέλα κι άλλο τόσο χρόνο για να βρει και ανταλλακτικά και να κάνει το απαιτούμενο ενίοτε «λίφτινγκ». «Έχω πάντα άγχος για να βγει ένα όμορφο αποτέλεσμα. Όσο και αν αυτό ακούγεται παράλογο για κάποιους, έχω περάσει πολλά ξενύχτια και έχω κάνει ατελείωτα χιλιόμετρα για να πάω και να προλάβω να αγοράσω μηχανή ακόμα και στην άλλη άκρη της χώρας, έχοντας βέβαια και το άγχος να μην την πάρει και άλλος, γιατί δεν είμαι και ο μόνος υποψήφιος αγοραστής με αυτήν την αγάπη», αναφέρει.
Ο χώρος που φυλάσσει τις μηχανοκίνητες αγάπες του δεν είναι σταθερός και οι μηχανές συχνά μετακομίζουν ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κλοπής. Σχετικά με το αν τις ξεχωρίζει, απαντά πως υπάρχει μία που καταλαμβάνει λίγο μεγαλύτερο χώρο στην καρδιά του. «Η αδυναμία μου είναι το μπλε CB 1300, γιατί ήταν η πρώτη μηχανή μεγάλου κυβισμού που απέκτησα το 2004. Μετά πουλήθηκε και τώρα την εντόπισα ξανά, σε κάποιο νησί να …κάνει βόλτες. Βρήκα και το νέο της ιδιοκτήτη και προσπαθώ πάση θυσία να την πάρω πίσω», καταλήγει.
Αναστασία Τελιανίδου/ΑΠΕ